Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

XLV. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 35: Οι υπερρεαλιστικές






Ήταν η εποχή που άρχισα να υποψιάζομαι πως κάθε απροκάλυπτη έκθεση του γυναικείου πέλματος σε κινηματογραφική ταινία υποκρύπτει ή διακινεί δήλωση γεμιστή νοήματος, κραυγή χωρίς ήχο και μυστικό που δεν εκφέρεται με λόγους και διανέμεται σε λίγους και εκλεκτούς. Η σπανιότητα της σχετικής επίδειξης στις ταινίες των δεκαετιών από το ’40 έως το ’80 επέτασσε συνεχή και εξαντλητική έρευνα. Παρακολουθούσα οποιαδήποτε ήταν ταινία διαθέσιμη σε μεγάλη οθόνη, τηλεοπτικό δέκτη και βιντεοκασέτα και φυλλομετρούσα μανιωδώς τα μεταχειρισμένα κινηματογραφικά περιοδικά που έβρισκα στους πάγκους της φοιτητικής λέσχης. Εκεί, σ’ ένα τεύχος του Φιλμ ή του Cine 7, αδυνατώ να θυμηθώ, τις είδα. Δυο νέες γυναίκες, καθισμένες απέναντι στην κάμερα, με τα γυμνά τους πέλματα ευθεία προς εμένα, φορώντας μαγιώ, με έκφραση αρέσκειας και κοροϊδίας. Πρωτοφανής ευθύβολη πελματογραφία επί οθόνης! Η ταινία τους Μαργαρίτες θα παιζόταν την επομένη σε ένα διήμερο αφιέρωμα στον τσεχοσλοβακικό κινηματογράφο στο Στούντιο στην Πλατείας Αμερικής, λίγα μέτρα από το παλιό μου σπίτι, τώρα πέντε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά μου. Δηλαδή πολύ μακριά, δηλαδή αδύνατον. Έχει ποτέ κανείς ταξιδέψει μόνο για μια σκηνή ταινίας;
Τις επόμενες ώρες τα δυο μαυρόασπρα κοράσια με προ/σ/καλούσαν με κάθε τρόπο: επίκληση στην λογική (πότε θα εμφανιστούν ξανά τέτοιες ανφάς πατούσες;), στο συναίσθημα (η μέχρι λατρείας συμπάθεια για τις άγνωστές μας γυναίκες του παραπετάσματος) και, φυσικότατα, στην Λιβιδώ. Το πρωί δεν άντεξα: πήρα το ΚΤΕΛ που τερμάτιζε στο Πεδίον του Άρεως. Έφτασα αργά το απόγευμα και περπάτησα την Πατησίων σα να πήγαινα σε ραντεβού με δυο αξεχώριστα κορίτσια. Μπήκα στο σινεμά και κάθισα στο μέσο της μπροστινής σειράς, λες και ήθελα να προλάβω μήπως κάποιος ανταγωνιστής τις έβλεπε πρώτος.


Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966) Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966)

 

 

Τα πέλματα των γυναικών εμφανίστηκαν στο πρώτο λεπτό. Οι δυο γυναίκες κάθονταν με τα πόδια ανοιχτά, χωρίς να υπονοούν καμία διαθεσιμότητα, όπως θλιβερές κοσμικές ερμηνείες προτείνουν, αλλά επειδή εμφανώς έτσι ήθελαν, αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο μια τέτοια στάση να είναι ενάντια στους καλούς τρόπους. Το σώμα ήταν δικό τους, οι τρόποι των άλλων, τα εδάφη χωρισμένα. H μια σκάλιζε την μύτη της, η άλλη δοκίμαζε μια τρομπέτα και αντάλλαζαν διαλόγους σαν ρομπότ. – Κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα! – Ή είμαστε εμείς που δεν καταλαβαίνουμε; – Όλα είναι χαλασμένα σ’ αυτόν τον κόσμο! – Αφού ο κόσμος είναι χαλασμένος, θα χαλάσουμε κι εμείς! Οι δυο νεαρές γυναίκες, η μελαχρινή Μαρία και η ξανθιά Μαρία, ζούσαν στην Τσεχοσλοβακία του 1966 και ήθελαν να πάνε κάπου όπου να συμβαίνει κάτι, αλλά πουθενά δεν συνέβαινε τίποτα. Θα το έκαναν λοιπόν να συμβεί!

Η Μαρία Ι έβγαινε με διάφορους εμφανώς μεγαλύτερούς της άντρες σε ακριβά εστιατόρια και σε λίγο εμφανιζόταν όλως τυχαίως η Μαρία ΙΙ, που συστηνόταν ως αδελφή της και ομολογούσε έμπρακτα την λατρεία της για το φαγητό. Έτσι απολάμβαναν και οι δυο το γεύμα, προς μέγιστη απογοήτευση του άντρα που νόμιζε πως θα ξεμονάχιαζε την χορτασμένη συνοδό του. Στο τέλος τον συνοδευόταν εσπευσμένα στο σιδηροδρομικό σταθμό και τον έβαζαν στο τραίνο να φύγει μόνος, ενώ εκείνες ξεκαρδίζονταν στην αποβάθρα. Με τα γεύματα εξασφαλισμένα, σειρά είχε η διασκέδαση. Χόρευαν στα νυχτερινά κέντρα κλέβοντας την προσοχή των πελατών από τους επαγγελματίες χορευτές και έπιναν από τα γεμάτα κρασί ποτήρια από τα τραπέζια όπου κάθονταν διάφοροι έκπληκτοι προνομιούχοι.

Στο δωμάτιό τους, που έμοιαζε με κήπο της Εδέμ, με ψεύτικα δέντρα και σωρούς από μήλα, επιδίδονταν σε διάφορες παιγνιώδεις και ανεξήγητες πράξεις: ντύνονταν και ξεντύνονταν ακατάπαυστα, έτρωγαν σελίδες περιοδικών με φωτογραφίες φαγητών, ξάπλωναν και σχεδίαζαν τις επόμενες κινήσεις τους. Πάντα ξυπόλητες. Για να ζήσουν, έπρεπε να υπάρξουν και για να υπάρξουν έπρεπε να το φωνάξουν. Ντυμένες με τα κομψά τους ρούχα παρέλαυναν τραγουδώντας: Υπάρχουμε, υπάρχουμε! Η σκέψη τους δούλευε διαρκώς σαν μηχανή παραγωγής νέων ιδεών που θα αναστάτωναν τον κόσμο, νέες φάρσες, νέες «κακίες».

Ακόμα και όταν ένας νεαρός άντρας διακήρυξε τον έρωτά του για την μία Μαρία, και δεν φαινόταν να επιθυμεί να εξαγοράσει την αίγλη της με τις συνήθεις παροχές, εκείνη τον απέρριψε με τον ίδιο σκωπτικό τρόπο. Κανείς δεν απαλλασσόταν από την ύποπτη θεσμική επιθυμία να αποκτήσει την κάθε γυναίκα. Η ασυγκράτητη μανία των ανδρών να ικανοποιήσουν το φύλο τους θα τις έβρισκε απέναντι! Αν για όλους αυτούς αποτελούσαν το φλογερό έπαθλο, για εκείνες το φλέγον ερώτημα ήταν άλλο: υπάρχει καθόλου φαγητό; Σε μια προσφιλή τους χειροτεχνία, έκοβαν με ένα μεγάλο ψαλίδι τροφές σε φαλλικό σχήμα - μπανάνες, λουκάνικα, αγγουράκια. Κι ύστερα τις καταβρόχθιζαν, Μαινάδες του δωματίου, Βάκχες σε μεταφορά. Τι έμενε ακόμα να συμβεί; Μέχρι που μπορεί να έφτανε όλη αυτή η κωμωδία; Τι θα γινόταν μετά τον κορεσμό των κοριτσιών από την καθημερινή επανάληψη της φάρσας;

Όταν οι δυο Μαρίες αντιλήφθηκαν το αδιέξοδο των προκλήσεων, όδευσαν προς τη μεγάλη έξοδο. Τέρμα οι ευκολόπιστοι άντρες, τα ατομικά δείπνα και οι δημόσιοι χοροί. Μπορεί σύντομα να ήταν αόρατες για τους άλλους, να τις συνήθιζαν και να μην έκαναν εντύπωση σε κανέναν. Εισέβαλαν σε μια αίθουσα συνεδριάσεων όπου ετοιμαζόταν ένα επίσημο γεύμα. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με δεκάδες πιάτα. Για ποιους προοριζόταν μια τόσο μεγάλη ποσότητα φαγητού όταν οι απλοί πολίτες τρέφονταν με τα στοιχειώδη έως και τα ελάχιστα; Οι Μαρίες δοκίμασαν από το κάθε πιάτο κι ύστερα τα κατέστρεψαν όλα. Η σάλα μετατράπηκε σε βομβαρδισμένο τοπίο. Αυτό ήταν. Η εξέγερση έληξε ή ο εχθρός τελικά ήταν κάπου αλλού. Άλλωστε δεν συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά από τον αντίπαλο: υπέκυψαν κι αυτές στην τρυφή και στην λαιμαργία. Έσκυψαν να καθαρίσουν τον χώρο, επαναλαμβάνοντας τις φράσεις: Είμαστε κακές και τιμωρούμαστε. Θα είμαστε καλές, θα δουλεύουμε σκληρά και θα είμαστε ευτυχισμένες πια. Οι ζουληγμένες τροφές και τα σπασμένα πιάτα επέστρεψαν στο τραπέζι. Μετά ξάπλωσαν πάνω του, ντυμένες με εφημερίδες που βέβαια είναι το δέρμα της αλήθειας. Είμαστε κι οι δυο τόσο ευτυχισμένες. Πες το ότι είμαστε ευτυχισμένες. Πες ότι δεν προσποιούμαστε και ότι είμαστε όντως ευτυχισμένες. Αν το πεις, δηλαδή, ισχύει. Έτσι ανάσκελες και ακίνητες, έμοιαζαν νεκρές. Γεια σας τώρα.

Τα φώτα άναψαν κι ένοιωθα μουδιασμένος. Στην αρχή είχα απογοητευτεί από την απουσία πλοκής, μετά βυθίστηκα στον καταιγισμό των χρωμάτων, την δίνη των εικόνων, την αίσθηση του βωβού κινηματογράφου σε ένα μεγάλο καλειδοσκόπιο. Βγήκα στην βρεγμένη Πατησίων και περπάτησα ως το ΚΤΕΛ, στην άκρη της πλατείας Αιγύπτου. Τι απέγιναν εκείνα τα κορίτσια και πόσο υποτάχτηκαν στον κόσμο που απεχθάνονταν. Με ποιες σκέψεις περπατάνε τα βράδια οι Μαρίες της Τσεχοσλοβακίας; Το λεωφορείο αναχώρησε στις 00.00 και ήταν γεμάτο μέχρι την μέση. Μόλις ξεκίνησε, πήγα, όπως συνήθιζα, στα προτελευταία καθίσματα, για να είμαι μόνος. Την ίδια ιδέα είχαν και δυο κορίτσια, που κάθισαν στην διπλανή πλευρά, αριστερά, ένα κάθισμα πιο μπροστά. Δεν είδα τα πρόσωπά τους, μόνο άκουγα την σιγανή τους συνομιλία. Είχαν αποδράσει για λίγες μέρες στην Αθήνα από ένα χωριό έξω από την Θεσσαλονίκη και τώρα επέστρεφαν. Νανουρίστηκα με το βουητό του λεωφορείου και τον ψίθυρο των κοριτσιών. Θα βρούμε δουλειά στην μεγάλη πόλη, δεν θα παγιδευτούμε σε κανένα ρόλο, θα ζήσουμε όπως θέλουμε. Για να κοιμηθώ έφτιαχνα πάντα μια ιστορία, κι αυτή την φορά σκέφτηκα πως ταξίδευα με νυχτερινό λεωφορείο δίπλα στις δυο Μαρίες, στις εθνικές οδούς της Τσεχοσλοβακίας. Υπνωτιζόμουν από τα περιπλεγμένα λόγια τεσσάρων γυναικών.

Αυτοί που είδαν την ταινία μας χωρίς να γνωρίζουν τον τόπο και τον χρόνο μας, θα νόμιζαν πως ήμαστε απλώς δυο αλαφροΐσκιωτες κοπέλες με ζαχαρωτή αναίδεια που ευφραίνονταν με αυτοσχέδια παιχνίδια σ’ έναν κόσμο αγέλαστων και απάνθρωπων στελεχών. Δεν θα σκέφτηκαν πως ζούσαμε σε μια κοινωνία «υπαρκτού σοσιαλισμού» και ξεσπούσαμε για τις ανύπαρκτες ζωές μας. Εκείνη την εποχή νοιώθαμε ότι κάτι είχε αρχίζει να ανθίζει· η άνοιξη της Πράγας ήταν προ των πυλών. Ζητούσαμε δημοκρατία από το κόμμα, η διανόηση ασκούσε έντονη κριτική και παντού υπήρχε διάχυτη η προσδοκία πως κάτι σημαντικό θα συνέβαινε. Δυο χρόνια μετά θα συντριβόμασταν από την σοβιετική επέμβαση.

Ως ανθός των συνθηκών, το Νέο Κύμα του Τσεχοσλοβακικού Σινεμά αδιαφορούσε για τα όρια της κινηματογραφίας. Έφτιαξε νεωτερικές τεχνικές στην φόρμα και στην πλοκή και κράτησε την αισθητική του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού. Οι διάλογοι γίνονταν αυθόρμητοι, το χιούμορ μαύρο, η σάτιρα πολιτική. Στις Μαργαρίτες είχαμε και χρωματικά φίλτρα, κολάζ εικόνων ως αιφνίδιες σφήνες στο μοντάζ, παράξενους ήχους εναλλάξ με ποικίλη μουσική. Το νέο σινεμά εμφανιζόταν λες και η τέχνη ήταν η μόνη που μπορούσε να δώσει χρώμα στην άχρωμη ζωή μας. Την ίδια στιγμή εξερευνούσε και τα όρια ενός πολιτικού καθεστώτος. Μέχρι που σκόπευε να φτάσει το σοβιετικό μας σύστημα στην καταπίεση και την ανισότητα; Μέχρι πού σκοπεύαμε να φτάσουμε οι θεατές του;

Οι αταξίες δυο ανάγωγων κοριτσιών, η ανυπακοή μέσω ενός παράλογου ηδονισμού, η μικρή ελευθερία του δωματίου μας, οι λόγοι του καταπιεσμένου μας σώματος, τα γυμνά μας πόδια συνεχώς εντός πλάνου, σα να θέλαμε να ξεκινήσουμε από την αρχή τον κόσμο, αγνές και ξυπόλητες: αυτή ήταν η ταινία μας. Δεν διέθετε πλοκή γιατί η ζωή μας δεν είχε κανένα στοιχείο πλοκής ή ενδιαφέροντος: ήταν δοτή και προδιαγεγραμμένη. Το διάγραμμα όριζε αφοσίωση στον σύζυγο, στην εργασία, στο κόμμα και στο κράτος – αυτά υπήρχαν στην ευθεία του γραμμή και δεν επιτρεπόταν καμία παρέκκλιση.

Η Μαρία Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV…. συστηνόταν ως panna, που στην γλώσσα μας σημαίνει κούκλα ή παρθένα, και μιλούσε με μηχανικό τρόπο, επειδή πάντα έπρεπε να περιμένει έναν από τους παραπάνω κουκλοπαίκτες να της δώσει φωνή και κίνηση. Έναν άντρα, έστω… Στην πατριαρχική κομμουνιστική κοινωνία, η γυναίκα λειτουργούσε μόνο με το σύνθημα και την έγκριση κάποιου άλλου. Μόνο εκείνος θα την έβγαζε από το γενικό περιθώριο, ώστε να την βάλει στο δικό του. Ε, τώρα κι εμείς βγάλαμε τα θηλυκά μας όπλα και αντιστρέψαμε τους όρους.

Εμείς λοιπόν ήμασταν τα κορίτσια του ανατολικού μπλοκ, με την μπλοκαρισμένη καρδιά στα Αριστερά τους. Ήμασταν οι μαργαρίτες του κράτους, σαν τα ταπεινά λουλούδια δηλαδή: ιδανικές για διακόσμηση, επιρρεπείς στον μαρασμό, αμφίβολης ευφυΐας, αόρατες στους σκυθρωπούς πολίτες. Μπήκαμε σε δυο μη επαγγελματίες ηθοποιούς και παίξαμε σε ένα φιλμ συμβολικό γιατί η ίδια η πολιτική μας φόρτωνε με σύμβολα. Γίναμε παράλογες και υπερρεαλιστικές για να ταιριάξουμε με το περιβάλλον μας. Πειραματιστήκαμε με συμπεριφορές γιατί ήμασταν κι εμείς αντικείμενα ενός πολιτικού πειράματος. Γελοιοποιηθήκαμε γιατί εκείνοι γελοιοποιούνταν συνεχώς. Δεν βγάλαμε κανένα νόημα γιατί τίποτα γύρω μας δεν έβγαζε νόημα. Στην ουσία κάναμε ό,τι έκανε ο υπόλοιπος κόσμος: κλέψαμε, είπαμε ψέματα, εκμεταλλευτήκαμε τους άλλους, φάγαμε καλά, ήπιαμε πολύ, σπαταλήσαμε ό,τι μπορούσε να σπαταληθεί - αλλά εμείς τουλάχιστον το κάναμε φανερά!

Φυσικά μάθαμε τι συνέβη στην σκηνοθέτη μας. Της απαγορεύτηκε να κάνει άλλες ταινίες επειδή σπατάλησε μεγάλη ποσότητα φαγητού για τα γυρίσματα της ταινίας, «σε μια εποχή που οι αγρότες αγωνίζονται με μεγάλες δυσκολίες να ξεπεράσουν τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής» (όχι πολιτικής!), όπως έγραφε το επίσημο σκεπτικό. Κατάφερε να γυρίσει μια ταινία ακόμα και τα επόμενα χρόνια αναγκαζόταν να γυρίζει διαφημιστικά και υπό το όνομα του συζύγου της. Η τελευταία φράση του έργου αναγραφόταν ως επιτύμβιο επίγραμμα λίγο πριν το άναμμα των φώτων: «Η ταινία είναι αφιερωμένη σε όλους αυτούς που η μοναδική αιτία αγανάκτησης τους είναι ένα ποδοπατημένο μαρούλι!». Φαίνεται πως γνώριζε καλά ότι η αγανάκτηση των κόκκινων κυρίων θα αφορούσε ακριβώς τα μαραμένα τρόφιμα! Για μαραμένες προσωπικότητες ούτε λόγος!

Θυμάσαι, Μαρία, που με είχες ρωτήσει πώς μπορείς να είσαι σίγουρη ότι υπάρχεις, εφόσον δεν έχεις δουλειά και δεν είσαι κάπου καταγεγραμμένη; Κι επειδή δεν ανήκαμε σε κάποια πραγματικότητα, κατασκευάσαμε την δική μας. Και κάθε τόσο λέγαμε: Έχει σημασία; Δεν έχει σημασία! Πειράζει; Δεν πειράζει!

Κάποια στιγμή οι δυο Μαρίες σιώπησαν – προφανώς θα κοιμήθηκαν. Το λεωφορείο ήταν εξπρές και δεν έκανε στάσεις. Όταν φτάσαμε έσπευσα να σηκωθώ γρήγορα, να προλάβω να δω τα πρόσωπα των κοριτσιών που ετοίμαζαν τις φυγές τους όλο το βράδυ αλλά το κάθισμα ήταν άδειο.



{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }

H Vera Chytilova (1929-2014)
H Vera Chytilova (1929-2014)

Η ταινία: Sedmikrásky (Vera Chytilova, 1966 — αγγλ. τίτλος: Daisies).
Οι γυναίκες: Jitka Cerhová, Ivana Karbanová.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: