Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

ΧΙ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 1: Οι αισιόδοξες

Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του Aπό­λυ­του Bι­βλί­ου των Γυ­μνών Πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες στις κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Άρ­χι­σα λοι­πόν να παί­ζω ένα παι­χνί­δι με κά­θε γυ­ναί­κα που συ­να­ντού­σα σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία ξυ­πό­λη­τη ή με τα γυ­μνά της πό­δια να ξε­χω­ρί­ζουν σε κά­ποια ιδιαί­τε­ρα σκη­νή: έπαιρ­να την θέ­ση του εκά­στο­τε ήρωα για να την ζω μα­ζί της ξα­νά και ξα­νά· ενί­ο­τε συ­νέ­χι­ζα την ιστο­ρία από εκεί που έμει­νε, κα­θώς αρ­νιό­μουν να δε­χτώ πως κά­θε σχέ­ση με τις ηρω­ί­δες στα­μα­τού­σε με το λο­γό­τυ­πο The end. Δεν σχε­τι­ζό­μουν όμως μό­νο με τις σα­φώς αυ­τό­νο­μες προ­σω­πι­κό­τη­τες που πλά­στη­καν από συγ­γρα­φείς, σε­να­ριο­γρά­φους και σκη­νο­θέ­τες, μό­νι­μες πια κα­τοί­κους του χω­ρο­χρό­νου της ται­νί­ας· απο­κτού­σα προ­σω­πι­κές δια­συν­δέ­σεις με τις ίδιες τις ηθο­ποιούς, βέ­βαιος πως στις πολ­λα­πλές τους προ­σω­πι­κό­τη­τες εί­χαν προ­σθέ­σει κι εκεί­νες των ρό­λων που υπο­δύ­θη­καν. Με­γα­λώ­να­με μα­ζί και συ­νο­μι­λού­σα­με με κά­θε ευ­και­ρία· ενί­ο­τε ανταλ­λά­ζα­με και επι­στο­λές, από τις οποί­ες σκο­πεύω να δη­μο­σιο­ποι­ή­σω μό­νο τις δι­κές μου, για να δια­φυ­λά­ξω την ιδιω­τι­κό­τη­τα των δι­κών τους. Όλες μα­ζί, υπο­κρί­τριες ή αλη­θι­νές, μου κλη­ρο­δο­τού­σαν μια γνώ­ση-ευαγ­γέ­λιο που απαι­τού­σε να γί­νει πρά­ξη.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Το 1936 οι και­ροί ήταν πια μο­ντέρ­νοι και με βρή­καν να δου­λεύω πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νος από με­γά­λα γρα­νά­ζια και τε­ρά­στια μη­χα­νή­μα­τα, χω­ρίς να γνω­ρί­ζω πως τα ίδια θα μ’ έδιω­χναν από την δου­λειά μου. Την ίδια στιγ­μή στην άκρη της πό­λης ένα θη­λυ­κό χα­μί­νι ονό­μα­τι Εllen αρ­νού­νταν να μεί­νει πει­να­σμέ­νο μα­ζί με τα μι­κρά του αδέλ­φια και πή­δη­ξε σε μια βάρ­κα για να κλέ­ψει ένα τσα­μπί μπα­νά­νες. Έτσι γνώ­ρι­σα την Paulette Goddard, ξυ­πό­λη­τη και τρε­χού­με­νη στους δρό­μους της πό­λης, κυ­νη­γη­μέ­νη επει­δή άρ­πα­ξε ένα καρ­βέ­λι από την ανοι­χτή κα­ρό­τσα ενός φορ­τη­γού. Προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­κα να εμ­φα­νι­στώ ως ένο­χος, άλ­λω­στε εί­χα πε­ρά­σει κα­λά στην φυ­λα­κή πριν λί­γο και­ρό όταν με συ­νέ­λα­βαν ως κομ­μου­νι­στή ηγέ­τη· εί­χα ανα­παυ­τι­κό κε­λί και δω­ρε­άν εφη­με­ρί­δα, για να δια­βά­ζω τα νέα των απερ­γιών. Μια κα­λο­ντυ­μέ­νη κα­κό­ψυ­χη κυ­ρία με μαρ­τύ­ρη­σε που ψευ­δο­μαρ­τύ­ρη­σα και τε­λι­κά συ­νέ­λα­βαν και το κο­ρί­τσι. Φρό­ντι­σα βέ­βαια να δια­σκε­δά­σω την τε­λευ­ταία μου «ελεύ­θε­ρη» βόλ­τα με τον αστυ­νό­μο: πρό­λα­βα κι έφα­γα μπό­λι­κο φα­γη­τό, αγό­ρα­σα τσι­γά­ρα για μέ­να και σο­κο­λά­τες για κά­τι μι­κρά παι­διά κι όταν μου ζη­τού­σαν να πλη­ρώ­σω έδει­χνα αυ­τόν. Τι μπο­ρού­σε να κά­νει; Να συλ­λά­βει τον ήδη συλ­λη­φθέ­ντα;
Έτσι βρέ­θη­κα μα­ζί της στο κλου­βί της αστυ­νο­μί­ας, που σύ­ντο­μα ντε­ρα­πά­ρι­σε στο οδό­στρω­μα. Εκεί­νη βρέ­θη­κε ήδη πί­σω από μια γω­νία και μου έγνε­φε να απο­δρά­σου­με μα­ζί. Με ελα­φρώς βα­ριά καρ­διά έρι­ξα μια μέ­τρια ρο­πα­λιά στον φρου­ρό κι έτρε­ξα προς το μέ­ρος της. Τι ωραία που ήταν! Μου φαί­νε­ται πως μου ηχού­σε μια ωραία με­λω­δία έτσι όπως περ­πα­τού­σα­με σ’ έναν άδειο φαρ­δύ δρό­μο κι εκεί­νη μου χα­μο­γε­λού­σε, ενώ έλα­μπαν τα μαυ­ρι­σμέ­να της μά­γου­λα. Όταν την ρώ­τη­σα πού μέ­νει μού απά­ντη­σε που­θε­νά και πα­ντού. Κα­θί­σα­με στο πε­ζο­δρό­μιο έξω από μια ωραία μο­νο­κα­τοι­κία και ανα­ρω­τη­θή­κα­με πώς θα ήταν να εί­χα­με μια δι­κή μας φω­λιά. Σε μια πε­τα­μέ­νη εφη­με­ρί­δα διά­βα­σα πως ζη­τά­νε νυ­χτο­φύ­λα­κα σ’ ένα με­γά­λο πο­λυ­κα­τά­στη­μα. Με προ­σέ­λα­βαν ενώ εκεί­νη με πε­ρί­με­νε έξω, τρί­βο­ντας ανυ­πό­μο­να το πέλ­μα της στον τοί­χο.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Όταν έφυ­γε και ο τε­λευ­ταί­ος πε­λά­της έτρε­ξα και την έβα­λα μέ­σα στην άδεια σά­λα, μπή­κα πί­σω από το μπαρ και της σέρ­βι­ρα του κό­σμου τα κα­λά. Ύστε­ρα ανε­βή­κα­με στο κα­τά­στη­μα των παι­χνι­διών, φο­ρέ­σα­με πα­πού­τσια του πα­τι­νάζ κι έκα­να ακό­μα και με δε­μέ­να μά­τια, ενώ κά­τω έχα­σκε το κε­νό (μου αρ­κού­σε ο ίλιγ­γος του στρο­βί­λου και η χα­ρά της πα­ρα­νο­μί­ας). Στον όρο­φο με τις κρε­βα­το­κά­μα­ρες την έβα­λα να κοι­μη­θεί στο κα­λύ­τε­ρο κρε­βά­τι και στο με­τα­ξύ αντι­με­τώ­πι­σα με­ρι­κούς λη­στές, ήπια ένα βα­ρέ­λι ρού­μι (οι σφαί­ρες τους άνοι­ξαν μια τρύ­πα που έρεε ακρι­βώς στο στό­μα μου) και κοι­μή­θη­κα εξα­ντλη­μέ­νος μέ­σα στα υφά­σμα­τα. Φυ­σι­κά με συ­νέ­λα­βαν και πι­στώ­θη­κα άλ­λο ένα δε­κα­ή­με­ρο στις φυ­λα­κές.
Με πε­ρί­με­νε ξα­νά πε­ρι­χα­ρής πί­σω από μια γω­νία, με τα πο­δα­ρά­κια της ση­κω­μέ­να στις μύ­τες, ενώ κά­ποιο γραμ­μό­φω­νο εκεί κο­ντά ξα­νά­παι­ζε την ωραία με­λω­δία. Μου ανα­κοί­νω­σε πως βρή­κε ένα σπί­τι για μας και με οδή­γη­σε ως εκεί: ήταν μια στρα­βή κα­λύ­βα στη μέ­ση του που­θε­νά. Κά­θε τι που ακου­μπού­σα γκρε­μι­ζό­ταν, με απο­κο­ρύ­φω­μα μια πόρ­τα, που μ’ έρι­ξε κα­τευ­θεί­αν στην λί­μνη που κρυ­βό­ταν από πί­σω. Αλ­λά και πά­λι, εκεί­νη έσπευ­σε να με βοη­θή­σει, απλώ­νο­ντας μά­λι­στα το πό­δι της να πια­στώ.
Το επό­με­νο πρωί κι ενώ το σπί­τι κα­τέρ­ρεε, του­λά­χι­στον με πιο αρ­γό ρυθ­μό, μου σέρ­βι­ρε κα­φέ σε δυο κον­σερ­βο­κού­τια αλ­λά η εφη­με­ρί­δα (με κά­ποιο τρό­πο στο φτω­χι­κό βρέ­θη­κε μια εφη­με­ρί­δα) έγρα­φε ότι ξα­να­νοί­γουν τα ερ­γο­στά­σια και η ιδιό­τη­τα του ερ­γά­τη με κα­λού­σε. Χώ­θη­κα μέ­σα στο πλή­θος και πέ­ρα­σα την πύ­λη την τε­λευ­ταία στιγ­μή, για να βρε­θώ ξα­νά στις μη­χα­νές, αλ­λά ένα τού­βλο που τυ­χαία πά­τη­σα εκ­σφεν­δο­νί­στη­κε στο κε­φά­λι ενός αστυ­νο­μι­κού, θαρ­ρείς μό­νο και μό­νο για να γε­λά­σουν τυ­χόν θε­α­τές στην άλ­λη άκρη του χρό­νου κι έτσι φυ­λα­κί­στη­κα για άλ­λη μια φο­ρά. Ευ­τυ­χώς στον έξω κό­σμο εκεί­νο το κο­ρί­τσι έσφυ­ζε από ζωή. Αρ­κού­σε η μου­σι­κή ενός κα­ρου­ζέλ για να την κά­νει να χο­ρεύ­ει στη μέ­ση του δρό­μου – κά­που έμει­νε για πά­ντα αυ­τή η σκη­νή, ακρι­βώς τη στιγ­μή που πί­σω της περ­νά­ει ένα πλοίο. Δεν βρέ­θη­κε κά­ποιος ποι­η­τής να την αιχ­μα­λω­τί­σει αλ­λά ένας κα­τα­στη­μα­τάρ­χης που έτυ­χε να εί­ναι πα­ρών την προ­σέ­λα­βε στο κέ­ντρο του, κι εκεί άρ­χι­σε να χο­ρεύ­ει με πα­πού­τσια μπα­λα­ρί­νας (χρυ­σά; αση­μέ­νια; έλα­μπαν πά­ντως στην μαυ­ρό­α­σπρη ει­κό­να τους).
Την τρί­τη φο­ρά που άκου­σα την με­λω­δία με πε­ρί­με­νε κα­λο­ντυ­μέ­νη και πα­που­τσω­μέ­νη και με πή­γε να προ­σλη­φθώ στην δου­λειά της. Εί­πα­με ψέ­μα­τα πως ξέ­ρω να σερ­βί­ρω και να τρα­γου­δάω. Φυ­σι­κά η απο­τυ­χία μου ήταν δι­πλή και πα­τα­γώ­δης· όταν μά­λι­στα κλή­θη­κα να τρα­γου­δή­σω, ξέ­χα­σα τις λέ­ξεις (ήμουν ένας βου­βός κω­μι­κός) αλ­λά τε­λι­κά έβα­λα δι­κές μου, όποια μου ερ­χό­ταν στη διά­θε­ση, όπως άλ­λω­στε κά­νω τώ­ρα. Κα­νείς δεν κα­τά­λα­βε τον ανύ­παρ­κτο ειρ­μό και πή­ρα την δου­λειά! Πά­νω που νό­μι­ζα πως τε­λεί­ω­σαν τα βά­σα­νά μου ήρ­θαν να συλ­λά­βουν τον φύ­λα­κα άγ­γε­λό μου για τα γνω­στά πα­λιά αδι­κή­μα­τα. Αλ­λά εμείς, πεί­σμο­νες της ελευ­θε­ρί­ας, απο­δρά­σα­με από το κέ­ντρο ενώ η αυ­γή μας βρή­κε στην άκρη του δρό­μου όπου και άκου­σα για τε­λευ­ταία φο­ρά την με­λω­δία. Τό­τε για πρώ­τη φο­ρά εί­δα το χα­μό­γε­λό της να κρύ­βε­ται μου­τρω­μέ­νο, κα­θώς με ρω­τού­σε δα­κρυ­σμέ­νη τι νό­η­μα έχει να προ­σπα­θεί κα­νείς κι εγώ της απά­ντη­σα buck up never say die, we’ ll get along κι έσφι­ξα την γρο­θιά μου κι έσφι­ξε κι εκεί­νη την δι­κή της γρο­θί­τσα και τα μά­τια της σπί­θι­σαν όπως κι ο άδειος, μα­κρύς δρό­μος μπρο­στά μας.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πω­λέτ, εγώ σε ακο­λού­θη­σα για να μά­θω την δι­κή σου συ­νέ­χεια, συ­χνά για να σε συ­ντρο­φεύω όταν ήσουν μό­νη. Όσο με­γά­λω­νες γι­νό­σουν μια όμορ­φη, μα­χη­τι­κή γυ­ναί­κα. Κυ­νή­γη­σες τον έρω­τα σε χώ­ρες και τέ­χνες και εί­μαι βέ­βαιος πως κά­που κρύ­βε­σαι ξα­νά πί­σω από μια γω­νία, μέ­σα στις δη­μιουρ­γί­ες των ερα­στών σου: σε γραμ­μές που έγρα­ψαν οι John Steinbeck, Aldous Huxley και Erich Maria Remarque, σε με­λω­δί­ες που ενορ­χή­στρω­σαν οι Artie Shaw και Anatole Litvak, σ’ ένα απραγ­μα­το­ποί­η­το πλά­νο του Howard Hughes, σε κά­ποια σύν­θε­ση του George Gershwin· ο τε­λευ­ταί­ος σου με­τάγ­γι­σε την αγά­πη για το Με­ξι­κό, όπου βρέ­θη­κες για ένα φω­το­ρε­πορ­τάζ κά­ποιου πε­ριο­δι­κού (Η Πω­λέτ Γκο­ντάρ ανα­κα­λύ­πτει το Με­ξι­κό), κι εκεί γνώ­ρι­σες έναν ακό­μα αλη­σμό­νη­το ερα­στή, τον Diego Rivera, που ζω­γρά­φι­ζε σχε­δόν απέ­να­ντι από το ξε­νο­δο­χείο σου. Εσύ δεν τον ει­δο­ποί­η­σες πως ανα­ζη­τεί­ται από την αστυ­νο­μία για την ανά­μι­ξή του στην από­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας του Τρό­τσκι, τον Μάιο του 1940; Χά­ρη σ’ εσέ­να μπό­ρε­σε να δια­φύ­γει και να κρύ­βε­ται για βδο­μά­δες· του πή­γαι­νες φα­γη­τό, όπως στις πα­λιές ηρω­ι­κές ται­νί­ες, και τον βο­ή­θη­σες να φύ­γει για την Κα­λι­φόρ­νια, γε­γο­νός που σ’ έβα­λε στο στό­χα­στρο μιας συ­νε­χούς πα­ρα­κο­λού­θη­σης από τις αμε­ρι­κα­νι­κές αρ­χές για το εί­δος των κόκ­κι­νων από­ψε­ων που πι­θα­νώς εκ­προ­σω­πού­σες.
Μα προ­τού συμ­βούν όλα αυ­τά εσύ πή­γες κι έμει­νες μέ­σα σε δυο έρ­γα του. Στο πρώ­το φο­ράς ένα λευ­κό φου­στά­νι και κά­θε­σαι συ­ντρο­φιά με μια γυ­μνό­στη­θη μι­γά­δα γη­γε­νή γυ­ναί­κα. Εσύ δεν γύ­μνω­σες το στή­θος σου, όσο κι αν σου ζη­τή­θη­κε· απε­να­ντί­ας το έκα­νες στα πό­δια σου: έχεις βγά­λει τα πα­σού­μια σου και αγ­γί­ζεις με το αρι­στε­ρό σου χέ­ρι το δε­ξί σου πέλ­μα, ως έν­δει­ξη –δε μου το βγά­ζεις απ’ το νου– πως δεν ξε­χνάς το πα­ρελ­θόν [Διέ­γο Ρι­βέ­ρα, Πορ­τρέ­το της Paulette Goddard, 1940-1941]. Στο δεύ­τε­ρο, σε μια πο­λυ­πρό­σω­πη τοι­χο­γρα­φία, με το ίδιο φου­στά­νι και πά­ντα ξυ­πό­λη­τη, βρί­σκε­σαι αντι­κρι­στά με τον ίδιο τον Δαι­μό­νιο Διέ­γο και φυ­τεύ­ε­τε μα­ζί, με αγ­γι­χτά χέ­ρια, ένα λευ­κό δέ­ντρο – σύμ­βο­λο, διά­βα­σα, της ενό­τη­τας με­τα­ξύ Βορ­ρά και Νό­του [Διέ­γο Ρι­βέ­ρα, Pan American Unity, 1940].

Σ’ όλα αυ­τά, ωραία μου Πω­λέτ­τα, στο αρ­χαϊ­κό σου σι­νε­μά και στις με­ξι­κα­νι­κές σου αφιε­ρώ­σεις, δεν εξέ­φρα­σες μό­νο τις αρε­τές που συ­νή­θως ει­κο­νί­ζο­νται ανυ­πό­δη­τες, όπως η αξιο­πρε­πή έν­δεια ή η ψυ­χι­κή αγνό­τη­τα, ού­τε αγα­πή­θη­κες μό­νο έτσι επει­δή κρυ­βό­σουν από τους συ­νή­θεις κυ­νη­γούς της «νο­μι­μό­τη­τας». Ήσουν η πρώ­τη από τις ξυ­πό­λη­τές μου που περ­πά­τη­σες με τόλ­μη σε μια δια­κή­ρυ­ξη της αι­σιο­δο­ξί­ας, για τον κα­θέ­να μας χω­ρι­στά και όλους μα­ζί. Φρο­ντί­ζω να το θυ­μά­μαι κά­θε φο­ρά που ακούω το «Smile», από το σά­ου­ντρακ των Μο­ντέρ­νων Και­ρών, την έξο­χη σύν­θε­ση που έγρα­ψε ο μέ­γι­στος έρω­τάς σου Charlie Chaplin και τρα­γού­δη­σε ο Nat King Cole και μπο­ρώ να σε δια­βε­βαιώ­σω πως προ­σπά­θη­σα και προ­σπα­θώ, όσο μπο­ρώ, να τη­ρή­σω την κα­τα­στα­τι­κή σας αρ­χή:

Smile though your heart is aching,
Smile even though it’s breaking,
When there are clouds in the sky,
You’ll get by If you smile through your fear and sorrow
Smile and maybe tomorrow
You’ll see the sun come shining through for you…

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Με τό­σο ξυ­πό­λη­το περ­πά­τη­μα, προ­σφέρ­θη­κε κα­νείς να σου τρί­ψει τα πό­δια; Σε ακο­λού­θη­σα σε ένα από εκεί­να τα γου­έ­στερν που συν­δυά­ζουν Έρω­τα και Ιστο­ρία, στους Unconquered του Cecil De Mille (1947), όπου υπο­κρί­θη­κες μια σκλά­βα που κα­τα­δι­κά­ζε­ται άδι­κα σε θα­να­τι­κή ποι­νή αλ­λά τε­λι­κά αγο­ρά­ζε­ται από έναν Αμε­ρι­κα­νό στην πο­ρεία του προς την ονει­ρε­μέ­νη Δύ­ση. Τό­σο στο χα­μαι­τυ­πείο, όπου σε σώ­ζει από διά­φο­ρους απει­λη­τι­κούς άντρες, όσο και σε μια πο­ρεία σας στην φύ­ση, εσύ έχεις βγά­λει το πα­πού­τσι σου και τρί­βεις το πο­δα­ρά­κι σου, προς αδια­φο­ρία του κτή­το­ρά σου Γκά­ρι Κού­περ, με τον οποίο σα­φώς εί­σαι ερω­τευ­μέ­νη – κι εκεί­νος όπου να ’ναι, αν όχι ήδη. Η μό­νη στιγ­μή που έδει­ξε την έγνοιά του ήταν όταν πή­ρε το τρύ­πιο σου πα­πού­τσι και το μά­ντα­ρε στην στιγ­μή, δια­τη­ρώ­ντας, φυ­σι­κά ύφος, αγέ­λα­στο. Ασυγ­χώ­ρη­τος!

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Ήταν λοι­πόν η επο­χή όπου στις ται­νί­ες ήταν αδια­νό­η­το ο άντρας να τρί­βει τα πό­δια μιας γυ­ναί­κας, ακρι­βώς το αντί­θε­το δη­λα­δή με ό,τι βλέ­που­με σή­με­ρα σε πά­σης φύ­σε­ως γυ­ρί­σμα­τα. Εκεί­νες τό­τε ανα­γκά­ζο­νταν μό­νες κι έρη­μες να ξε­κου­ρά­σουν τις περ­πα­τη­μέ­νες τους επι­φά­νειες, όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, η έκλα­μπρη Carole Lombard στο Fools for scandal (Melvin LeRoy, 1938), που σε μια σκη­νή αλ­λά και στην ίδια την αφί­σα της ται­νί­ας βγά­ζει το γο­βά­κι της και τρί­βει το πέλ­μα της, ρί­χνο­ντας μου­τρω­μέ­νες μα­τιές στον ασυ­γκί­νη­το συ­μπρω­τα­γω­νι­στή της. Αλ­λά η από­λυ­τη σκη­νή προ­σω­πι­κής τρι­βής και δη μπρο­στά σε πε­ρισ­σό­τε­ρους του ενός άντρες συμ­βαί­νει στα πρώ­τα λε­πτά της ται­νί­ας Fallen Angel (Otto Preminger, 1945). Ο πρω­τα­γω­νι­στής Άντριους ανα­γκά­ζε­ται να κα­τέ­βει από ένα λε­ω­φο­ρείο κα­θώς δεν έχει ει­σι­τή­ριο και μπαί­νει σ’ ένα τα­πει­νό κα­φε­στια­τό­ριο, όπου ο ιδιο­κτή­της και με­ρι­κοί πε­λά­τες συ­ζη­τούν για την Στέλ­λα, την σερ­βι­τό­ρα που έχει εξα­φα­νι­στεί για λί­γες μέ­ρες. Σύ­ντο­μα ανοί­γει η πόρ­τα και μπαί­νει μέ­σα η υπέ­ρο­χη Linda Darnell, με τα­γέρ και κα­πέ­λο: εί­ναι η άσω­τη, που επι­στρέ­φει ξα­νά στην φω­λιά της. Αμέ­σως κά­θε­ται, βγά­ζει το γο­βά­κι της και τρί­βει το πέλ­μα της, χω­ρίς καν να κοι­τά­ξει προς τους όρ­θιους άντρες. Προ­φα­νώς περ­πά­τη­σε ώρες, κρύ­ω­σε και τα συ­να­φή – εί­ναι μια γυ­ναί­κα που δεν ήταν εκεί και με αυ­τούς που «έπρε­πε» να εί­ναι, αλ­λά αλ­λού και με άλ­λους.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Οι δυο σκη­νές, και πολ­λές άλ­λες ανά­λο­γες, δια­σώ­ζουν ένα εν­δια­φέ­ρον στοι­χείο. Η έκ­φρα­ση της γυ­ναί­κας εί­ναι πα­ρα­πο­νε­μέ­νη, σα να επι­θυ­μεί να με­τα­θέ­σει το κέ­ντρο βά­ρους της πη­χτής ατμό­σφαι­ρας (που προ­φα­νώς στρέ­φε­ται ενα­ντί­ον της) σε ελα­φρό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα, για να εκ­μαιεύ­σει κά­ποια στορ­γή. Ει­δι­κά η Νταρ­νέλ μοιά­ζει να θέ­λει να πά­ρει τον ρό­λο ενός τα­λαι­πω­ρη­μέ­νου θύ­μα­τος «λέ­γο­ντας» πως τα πό­δια της ήταν τα πρώ­τα που υπέ­φε­ραν στις άδι­κες πε­ρι­πέ­τειές της. Βέ­βαια πα­ρα­κά­τω απλώ­νει τα χε­ρά­κια της σε τα­μεία ή στα μπρά­τσα δια­φό­ρων αντρών και όταν ο Άντριους την ερω­τεύ­ε­ται ο όρος εί­ναι απα­ρά­βα­τος: ένα σπί­τι δι­κό της. Η συ­νέ­χεια γνω­στή και το ερώ­τη­μα αιώ­νιο: μέ­χρι πού μπο­ρεί να φτά­σει ένας άντρας για την ικα­νο­ποί­η­ση μιας γυ­ναί­κας; Αλ­λά ήδη βρι­σκό­μα­στε σε μια άλ­λη κα­τη­γο­ρία κι­νη­μα­το­γρα­φη­μέ­νων ξυ­πό­λη­των γυ­ναι­κών, τις νουα­ρέσ­σες. –– Προ­σε­χώς λοι­πόν.

[ Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται ]

Οι ται­νί­ες: Modern Times (Charlie Chaplin, 1936, μου­σι­κή του ίδιου), Unconquered (Cecil De Mille (1947), Fools for scandal (Melvin LeRoy, 1938), Fallen Angel (Otto Preminger, 1945).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: