Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
LIΧ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 49. Οι παραδομένες



Πε­ρί­λη­ψη αδη­μο­σί­ευ­των προη­γου­μέ­νων:
Ο εγκυ­κλο­παι­δι­στής των Γυ­μνών Πο­διών έχει, ήδη συ­μπε­ρι­λά­βει στο λήμ­μα Ξυ­πό­λυ­τες Γυ­ναί­κες Πα­ρα­δο­μέ­νες σε Ξέ­να Χέ­ρια α) την νη­πια­γω­γό του, β) την καλ­λι­τέ­χνι­δα και περ­φόρ­μερ Μα­ρί­να Αμπρά­μο­βιτς και γ) μια λο­γο­τε­χνη­μέ­νη ηρω­ί­δα ενός δι­η­γή­μα­τος του Μί­λαν Κού­ντε­ρα, οι οποί­ες σε συ­γκε­κρι­μέ­νες πε­ρι­στά­σεις κα­τά την δε­κα­ε­τία του εβδο­μή­ντα –Κυ­ψέ­λη (1973), Νά­πο­λη (1973) και κά­που στην Τσε­χο­σλο­βα­κία (1979) – αφέ­θη­καν οι­κεία βου­λή­σει στις βου­λές των άλ­λων. Το πρώ­το έτος της επό­με­νης δε­κα­ε­τί­ας, μια τέ­ταρ­τη γυ­ναί­κα θα συ­μπλή­ρω­νε την σκο­τει­νό­τε­ρη γω­νία του τε­τρα­γώ­νου, με την άνευ συ­ναί­νε­σης αλ­λά και συ­νεί­δη­σης πα­ρά­δο­σή της.

Θραύ­σμα­τα. Μια ξαν­θιά γυ­ναί­κα με πρά­σι­να μά­τια με­τα­φέ­ρε­ται επει­γό­ντως στο νο­σο­κο­μείο ύστε­ρα από από­πει­ρα αυ­το­κτο­νί­ας με το­ξι­κό δη­λη­τή­ριο. Μα­ζί της στο ασθε­νο­φό­ρο ένας ψύ­χραι­μος άντρας που πα­ρα­μέ­νει στον θά­λα­μο ανα­μο­νής του νο­σο­κο­μεί­ου. / Η ίδια γυ­ναί­κα με μια μοβ ρό­μπα μέ­σα σ’ ένα ακα­τά­στα­τό δια­μέ­ρι­σμα πί­νει πρώ­τα από πο­τή­ρι και ύστε­ρα από μπου­κά­λι, έτοι­μη να κα­ταρ­ρεύ­σει. / Ο άντρας μπρο­στά σε μια γρα­φο­μη­χα­νή ακού­ει στο τη­λε­φω­νη­τή το απελ­πι­σμέ­νο της μή­νυ­μα. Χω­ρίς να βιά­ζε­ται, δέ­νει την γρα­βά­τα του και ανα­χω­ρεί. / Θραύ­σμα­τα μιας ιστο­ρί­ας προς ανα­σύν­θε­ση, ψη­φί­δες που θα ενι­σχύ­ο­νται και θα συ­γκολ­λού­νται με νέ­ες, μέ­χρι να σχη­μα­τι­στεί το ψη­φι­δω­τό μιας ερω­τι­κής σχέ­σης που κα­τέ­λη­ξε να χα­ρο­πα­λεύ­ει στα επεί­γο­ντα.

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)


Ζεύ­γος. Γνω­ρί­στη­καν σε ένα πάρ­τι, δυο Αμε­ρι­κα­νοί στη Βιέν­νη. Η Μι­λέ­να ήταν πα­ντρε­μέ­νη με έναν με­γα­λύ­τε­ρο άντρα που ζού­σε στην Τσε­χο­σλο­βα­κία και αγα­πού­σε πλέ­ον πλα­τω­νι­κά, ο ψυ­χα­να­λυ­τής Άλεξ Λί­ντεν δί­δα­σκε στο πα­νε­πι­στή­μιο της πό­λης. Τον πλη­σί­α­σε ευ­διά­θε­τη και δια­θέ­σι­μη, του πρω­το­μί­λη­σε χω­ρίς πε­ρι­στρο­φές -«αν πρό­κει­ται να συ­να­ντη­θού­με, θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να εί­ναι τώ­ρα»-, αντάλ­λα­ξαν το κα­θιε­ρω­μέ­νο λε­ξι­λό­γιο του φλερτ και με­τά χά­θη­καν σε χω­ρι­στά δω­μά­τια. Όταν αρ­γό­τε­ρα εκεί­νος κί­νη­σε να φύ­γει την συ­νά­ντη­σε γερ­μέ­νη στον τοί­χο ενός δια­δρό­μου με το πό­δι της ση­κω­μέ­νο κά­θε­τα στον τοί­χο, σαν κλει­στή πόρ­τα. Τα πό­δια της στο καλ­σόν και τα πέ­δι­λα, ελεύ­θε­ρα προς θέ­α­ση. Ο άντρας κλή­θη­κε να πε­ρά­σει κά­τω από το γό­να­το και την γά­μπα της. Η εί­σο­δος στον κό­σμο της εί­χε μό­λις συ­ντε­λε­στεί.

Αντί­θε­ση. H αρ­χι­κή έλ­ξη εί­ναι πά­ντα ισχυ­ρή και τα στοι­χεία του ενός εντυ­πω­σί­α­σαν τον άλ­λο: η εν­θου­σιώ­δης ιδιο­συ­γκρα­σία και το ελεύ­θε­ρο πνεύ­μα της, η κλει­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα και η σιω­πη­λή μα­τιά του. Τα δυο ετε­ρώ­νυ­μα συ­να­ντή­θη­καν στο κοι­νό πε­δίο μιας ασυ­γκρά­τη­της λα­γνεί­ας. Η Μι­λέ­να δια­κα­ώς δια­φύ­λατ­τε επι­λεγ­μέ­νες γω­νί­ες της ιδιω­τι­κό­τη­τάς της και δεν επι­δε­χό­ταν πε­ριο­ρι­σμούς, ενώ ο Άλεξ επι­θυ­μού­σε ως ερευ­νη­τής να γνω­ρί­ζει το πα­ρα­μι­κρό για την ύπαρ­ξή της. Ο αέ­ρας ανά­με­σά τους ήταν εύ­φλε­κτος, ο αυ­θορ­μη­τι­σμός απέ­να­ντι στην ψυ­χραι­μία, το εν­στι­κτώ­δες ενα­ντί­ον το λο­γι­κού.

Εμ­μο­νή. Ο Άλεξ απέ­κτη­σε έντο­νη εμ­μο­νή με την Μι­λέ­να. Πα­ρέ­μει­νε ένας απα­θής πα­ρα­κό­λου­θος που δεν την αντι­με­τώ­πι­σε ως ασθε­νή αλ­λά ως μια συ­ναρ­πα­στι­κή δυ­να­τό­τη­τα με­λέ­της. Ο πη­γαί­ος ερω­τι­σμός της έπρε­πε να κα­τα­γρα­φεί, η ακα­τέρ­γα­στη λα­γνεία να κα­τα­λή­ξει σε ένα πό­ρι­σμα. Ίσως ακρι­βώς το γε­γο­νός ότι μπο­ρού­σε να (μην;) κα­τα­νο­ή­σει την κα­τά­στα­σή της, τον έκα­νε να την επι­θυ­μεί όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο ως πο­λύ­τι­μο έντο­μο στο ερ­γα­στή­ριό του. Ανα­ζη­τού­σε τα στοι­χεία του συ­ζύ­γου της και την δυ­να­τό­τη­τα δια­ζυ­γί­ου, ψα­χού­λευε τις φω­το­γρα­φί­ες της με άλ­λους άντρες ώστε να την ανα­κρί­νει για το ποιον τους, την πα­ρα­κο­λου­θού­σε στον δρό­μο. Στην αί­θου­σα δι­δα­σκα­λί­ας υπο­στή­ρι­ζε πως βρι­σκό­μα­στε όλοι σε συ­νε­χή απο­μό­νω­ση, αλ­λά κα­τα­σκο­πεύ­ου­με οποιον­δή­πο­τε και οτι­δή­πο­τε γύ­ρω μας. Στην ερώ­τη­ση ενός φοι­τη­τή αν και ο ίδιος αι­σθα­νό­ταν ως ένας κα­τά­σκο­πος απά­ντη­σε πως θα προ­τι­μού­σε τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό του «πα­ρα­τη­ρη­τή».

Έρευ­να. Όταν η Μι­λέ­να βρι­σκό­ταν με­τα­ξύ ζω­ής και θα­νά­του, ένα άλ­λο ζεύ­γος βρι­σκό­ταν σε άλ­λου εί­δους σύ­γκρου­ση. Ένας πα­ρά­ξε­νος ντε­τέ­κτιβ ξε­κί­νη­σε να ερευ­νά το πε­ρι­στα­τι­κό, πα­ρα­τη­ρώ­ντας με κα­χυ­πο­ψία τον ψυ­χρό Άλεξ o οποί­ος δή­λω­νε απλώς φί­λος της αλ­λά δεν απέ­φυ­γε αντι­φά­σεις και ανα­κο­λου­θί­ες. Οι πρώ­τες τους αντι­πα­ρα­θέ­σεις ήταν γλωσ­σι­κής φύ­σης: όταν ο ντε­τέ­κτιβ ανέ­φε­ρε την έκ­φρα­ση normal people, ο για­τρός του εί­πε ότι ξό­δε­ψε ένα με­γά­λο μέ­ρος της ζω­ής του προ­σπα­θώ­ντας να κα­τα­λά­βει τι ση­μαί­νει νορ­μάλ, χω­ρίς να το έχει ακό­μα κα­τα­φέ­ρει· όταν ο πρώ­τος απο­τόλ­μη­σε τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό mad, ο δεύ­τε­ρος τό­νι­σε ότι πρό­κει­ται για έκ­φρα­ση που πο­τέ δεν χρη­σι­μο­ποιεί. Η εναλ­λα­γή των θραυ­σμά­των, από το πα­ρελ­θόν στο πα­ρόν, από την ερω­τι­κή ευ­τυ­χία στην από­γνω­ση και από την συ­ναρ­μο­λό­γη­ση της τε­λευ­ταί­ας τους βρα­διάς στην ανά­κρι­ση του ντε­τέ­κτιβ εί­ναι διαρ­κής. Μό­νο ο τε­λευ­ταί­ος μπο­ρού­σε να ενώ­σει τα κομ­μά­τια της αλυ­σί­δας, υπο­τε­λής και αυ­τός της δι­κής του μα­νί­ας, της ει­σό­δου στον εγκέ­φα­λο των δυο ερα­στών, ενί­ο­τε ζώ­ντας και ο ίδιος τα γε­γο­νό­τα σαν σε δα­νει­κή πα­ραί­σθη­ση. Το ντου­έ­το τους εξε­λί­χθη­κε σε μο­νο­μα­χία λο­γι­κής, στρα­τη­γι­κής και ψυ­χο­λο­γί­ας.

Ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέ­ρες. Στις ευ­τυ­χι­σμέ­νες τους μέ­ρες τα πό­δια της ήταν μο­νί­μως γυ­μνά. Τον προ­σκα­λού­σαν στο κρε­βά­τι να μοι­ρα­στεί το πα­γω­τό της ή να χα­θούν στο λευ­κό­τε­ρο σε­ντό­νι. Όταν έκα­ναν έρω­τα τα μά­τια της ήταν χα­μο­γε­λα­στά, τα δό­ντια της πε­ρι­χα­ρή. Τα βι­βλία πα­ρέ­με­ναν ανοι­χτά, ο κα­πνός έφτα­νε ως το τα­βά­νι. Το δια­μέ­ρι­σμα γι­νό­ταν ολο­έ­να και πιο ακα­τά­στα­το – σκόρ­πιες εφη­με­ρί­δες, ρού­χα ριγ­μέ­να στο πά­τω­μα, στοι­βαγ­μέ­να πιά­τα. Τα ζω­γρα­φι­κά έρ­γα στους τοί­χους έμοια­ζαν σιω­πη­λές υπο­ση­μειώ­σεις της δι­κής τους ιστο­ρί­ας. Κά­πο­τε άπλω­σε το γυ­μνό της πό­δι να αγ­γί­ξει την δι­πλα­νή βι­βλιο­θή­κη. Τα δά­χτυ­λά της διέ­τρε­ξαν τις ρά­χες των βι­βλί­ων, εί­χαν ήδη όμως τους δι­κούς τους τί­τλους.

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)



Χά­σμα.
Ο ανή­θι­κος ερευ­νη­τής πλε­ο­νε­κτού­σε απέ­να­ντι στην ευά­λω­τη με­λε­τώ­με­νη, αλ­λά η Μι­λέ­να δεν ήταν μια άγου­ρη μα­θή­τρια αλ­λά μια προ­σω­πι­κό­τη­τα που λυσ­σού­σε για ελευ­θε­ρία, ακό­μα κι αν αυ­τή γειτ­νί­α­ζε με την αυ­το­κα­τα­στρο­φή. Η ανά­γκη της να δί­δε­ται χω­ρίς φραγ­μούς και να συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται όπως αι­σθά­νε­ται εξέ­λυε μια ενέρ­γεια χα­ο­τι­κή, εμ­φα­νή ακό­μα και στον τρό­πο με τον οποίο εκ­φρα­ζό­ταν με όλο της το σώ­μα. Όσο πε­ρισ­σό­τε­ρους κα­νό­νες έβα­ζε στον εαυ­τό της, του έλε­γε, τό­σο πιο δυ­στυ­χής ένοιω­θε. Θα μπο­ρού­σε να την κα­τα­λά­βει, το πώς εί­ναι και το πό­σο θέ­λει να γί­νει αυ­τή που εί­ναι; Κά­πο­τε τον υπο­δέ­χτη­κε με ένα πορ­το­κα­λο­κόκ­κι­νο φό­ρε­μα και ανά­λο­γες γό­βες, πε­ρί­λα­μπρη και ανυ­πό­μο­νη για την αντί­δρα­σή του. Κι ύστε­ρα κα­τα­κρη­μνί­στη­κε από το αδιά­φο­ρο βλέμ­μα του.

Πτώ­ση. Ο Άλεξ άρ­χι­σε να εξα­ντλεί­ται από τα τα­ρα­χώ­δη σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα της. Με μια ζή­λεια δια­βρω­τι­κή, αδυ­να­τού­σε να αντέ­ξει στη σκέ­ψη της με άλ­λους άν­δρες. Η Μι­λέ­να με­τα­τρά­πη­κε σε αντι­κεί­με­νο φθό­νου και απέ­χθειας. Σε μια εν­δει­κτι­κή σκη­νή μπή­κε στο σπί­τι συ­νο­φρυω­μέ­νος, χω­ρίς να της ρί­ξει ένα βλέμ­μα. Η Μι­λέ­να με μια κο­ντή ρό­μπα κα­θό­ταν σε μια κα­ρέ­κλα, τα γυ­μνά πό­δια της σε μια άλ­λη, στα χέ­ρια της το The sheltering sky του Paul Bowls, στο τρα­πέ­ζι δί­πλα της ένα γε­μά­το στα­χτο­δο­χείο κι ένα πα­κέ­το Milde Sorte. Μια τό­σο ερω­τι­κή γυ­ναί­κα πε­ριο­ρι­σμέ­νη στην ανα­μο­νή, ημί­γυ­μνη στη μο­να­ξιά. Οι ερω­τα­πο­κρί­σεις τρυ­πού­σαν σαν βε­λό­νες και οδή­γη­σαν σε σπα­ραγ­μό. Το σεξ κα­τέ­λη­ξε και πά­λι σε πε­δίο μά­χης, συμ­φι­λί­ω­σης, ικε­σί­ας, από­δρα­σης· ένα διά­λειμ­μα στην απελ­πι­σία, μια προ­σω­ρι­νή ανα­κω­χή.

Οπου­δή­πο­τε. Κι όμως, αυ­τός ο έρω­τας δεν απο­μο­νώ­θη­κε στο τε­χνη­τό ημί­φως του δια­με­ρί­σμα­τος με την οσμή του σεξ και του αλ­κο­όλ. Τα­ξί­δε­ψαν στο Μα­ρό­κο, μή­πως το έκλυ­το φως στέ­γνω­νε κά­τι από την υγρα­σία ανά­με­σά τους. Δεν γνώ­ρι­ζαν ότι οι απο­δρά­σεις όχι μό­νο δεν κλεί­νουν τα χά­σμα­τα αλ­λά ενί­ο­τε τα ανοί­γουν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Η γε­λοία του προ­σπά­θεια όταν ανε­βα­σμέ­νος στην κα­ρό­τσα ενός φορ­τη­γού έσκυ­βε για να δει τι συ­νέ­βαι­νε στη Μι­λέ­να που κα­θό­ταν ανά­με­σα στον οδη­γό και στον συ­νο­δη­γό…· η σκέ­ψη του να επι­στρέ­ψουν στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες για να δι­δά­ξει, την στιγ­μή που εκεί­νη επέ­με­νε να ζή­σουν την στιγ­μή…· η πρό­τα­σή του να πα­ντρευ­τούν στο εγ­γύς μέλ­λον και η εν­θου­σια­σμέ­νη της αντι­πρό­τα­ση να συμ­βεί εκεί και τό­τε. Κα­θο­δι­κά βή­μα­τα σε ένα κλι­μα­κο­στά­σιο όπως της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας της, όπου του φώ­να­ξε πως την θέ­λει μό­νο για να την κα­τέ­χει και να την απορ­ρί­πτει και πως δεν θέ­λει να εί­ναι δι­κή του ού­τε κα­νε­νός. Σ’ εκεί­νες τις σκά­λες την χα­στού­κι­σε όταν του απα­γό­ρευ­σε να ξα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την λέ­ξη αγά­πη, κι ύστε­ρα οι γό­βες της πε­τά­χτη­καν μα­κριά και τα πέλ­μα­τά της βρέ­θη­καν στον αέ­ρα, σ’ έναν ακό­μα πα­θια­σμέ­νο έρω­τα ανά­με­σα σε δυο ορό­φους.

Προ­ε­πί­λο­γος. Στην τε­λευ­ταία πρά­ξη της τρα­γω­δί­ας που παί­ζε­ται σε κά­θε έρω­τα η Μι­λέ­να τον υπο­δέ­χτη­κε με έντο­νο μα­κι­γιάζ σαν ηρω­ί­δα αρ­χαί­ου ια­πω­νι­κού θε­ά­τρου, γε­λώ­ντας σαρ­κα­στι­κά, γιορ­τά­ζο­ντας «το τέ­λος της Μι­λέ­νας που δεν του αρέ­σει». Η νέα Μι­λέ­να σκό­πευε να εί­ναι μα­ριο­νέ­τα, κλό­ουν και θε­α­τρί­να. Ο Άλεξ απο­χώ­ρη­σε αη­δια­σμέ­νος, οι φω­νές της από το πα­ρά­θυ­ρο έσκι­σαν την ησυ­χία της νύ­χτας χω­ρίς να τον αγ­γί­ξουν. Ίσως ήταν εκεί­νη η νύ­χτα, ή κά­ποια επό­με­νη, που η φω­νή της πά­σχι­ζε να συρ­θεί μέ­σα από τα τη­λε­φω­νι­κά κα­λώ­δια, για να ακου­στεί η επι­θυ­μία της λή­θης ή του θα­νά­του.

Κτη­νω­δία. Ο Δρ. Λί­νεν άκου­σε και ξα­νά­κου­σε την κα­σέ­τα του τη­λε­φω­νη­τή, σα να εν­δια­φε­ρό­ταν μο­νά­χα για το λε­ξι­λό­γιο της βύ­θι­σης, τους ήχους της φυ­γής. Έσβη­σε τα φώ­τα, βγή­κε, στα­μά­τη­σε σε κά­ποιο μπαρ. Χω­ρίς βιά­ση ανέ­βη­κε στο δια­μέ­ρι­σμα και την βρή­κε ημια­ναί­σθη­τη. Εί­δε το άδειο μπου­κα­λά­κι και το πέ­τα­ξε στα πό­δια της μα­ζι με με­ρι­κές βα­ριές λέ­ξεις. Εκεί­νη τι­νά­χτη­κε ελα­φρά, ως ελά­χι­στη δυ­να­τή αντί­δρα­ση. Την ανέ­βα­σε στο κρε­βά­τι, κά­θι­σε δί­πλα της και την πα­ρα­κο­λού­θη­σε να κυ­λά­ει στην αναι­σθη­σία. «Εί­μα­στε μό­νοι μας, δεν χρεια­ζό­μα­στε κα­νέ­ναν άλ­λον», της ψι­θύ­ρι­σε, ψεύ­της ακό­μα και στον εαυ­τό του, για­τί ήταν μό­νος του, εκεί­νη δεν ήταν εκεί, μό­νο ένα σώ­μα - σαρ­κίο κρε­μά­με­νο. Την αγκά­λια­σε και την πε­ριερ­γά­στη­κε από πά­νω έως κά­τω, σα να ήθε­λε να βε­βαιω­θεί για ό,τι επι­θυ­μού­σε να κά­νει. Εμείς οι κα­τά­σκο­ποι ανε­βή­κα­με με την κά­με­ρα ψη­λά, να τα βλέ­που­με όλα. Το δω­μά­τιο ήταν ακα­τά­στα­το πε­ρισ­σό­τε­ρο από κά­θε άλ­λη φο­ρά· το ακου­στι­κό του τη­λε­φώ­νου ριγ­μέ­νο, στο πά­τω­μα σκορ­πι­σμέ­νοι δί­σκοι, βι­βλία και εφη­με­ρί­δες – η ζωή που συ­νε­χι­ζό­ταν ή οι αδύ­να­τες δια­φυ­γές. Στο τζά­μι ενός πα­ρα­βάν μια φρά­ση της γραμ­μέ­νη με κρα­γιόν: πού πη­γαί­νω τώ­ρα;
O Άλεξ πα­ρα­μέ­ρι­σε την ρό­μπα της Μι­λέ­να, έσκι­σε τα εσώ­τε­ρα υφά­σμα­τα με έναν χαρ­το­κό­πτη και την βί­α­σε. Γυ­μνοί, αρ­γά, ψυ­χρός. Κα­τό­πιν την έντυ­σε ξα­νά στα μωβ και την έβα­λε ανά­σκε­λα στο κρε­βά­τι, έτοι­μη για το ασθε­νο­φό­ρο. Προ­τού φύ­γει της άνοι­ξε για λί­γο το ένα βλέ­φα­ρο και άνα­ψε έναν ανα­πτή­ρα κο­ντά στην κα­μά­ρα του πέλ­μα­τός της κι ύστε­ρα δυο φο­ρές από την φτέρ­να ως τα δά­χτυ­λα για επα­λη­θευ­τεί η απου­σία κά­θε ερε­θί­σμα­τος. Τα πό­δια που θα έπρε­πε να θερ­μαί­νο­νται από λα­τρεία, τώ­ρα χρη­σί­μευαν ως ασφα­λείς εν­δεί­ξεις αναι­σθη­σί­ας.

Μα­κριά. Η τρα­χειο­το­μή που της έσω­σε την ζωή εναλ­λά­χθη­κε στο μο­ντάζ με τις στιγ­μές των ορ­γα­σμών που της απο­γεί­ω­ναν την ζωή. Μό­λις πά­ψου­με να την πα­ρα­κο­λου­θού­με, θα επι­στρέ­ψει σε αυ­τούς, μα­κριά από τον δό­κτο­ρα η τι­μω­ρία του οποί­ου εί­ναι ο ίδιος του ο εαυ­τός. Όταν τον συ­νά­ντη­σε σ’ έναν κε­ντρι­κό δρό­μο της Νέ­ας Υόρ­κης και εκεί­νος στά­θη­κε να της μι­λή­σει, τον προ­σπέ­ρα­σε αδιά­φο­ρη.

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)

«Bad timing» (Νicolas Roeg, 1980)


Υστε­ρο­γρα­φή­μα­τα.
Με­τά από τέσ­σε­ρις μέ­ρες γυ­ρι­σμά­των οι υπο­κρι­τές ερα­στές ήθε­λαν να απο­χω­ρή­σουν λό­γω συ­ναι­σθη­μά­των ενο­χής και απο­στρο­φής, τα οποία όμως ακρι­βώς επι­θυ­μού­σε ο σκη­νο­θέ­της. Σύμ­φω­να με τον ίδιο, ο άντρας (Art Garfunkel) πα­ρου­σί­α­ζε εν­δεί­ξεις πα­νι­κού, ίσως λό­γω του ρό­λου που θα έκα­νε και άλ­λους να ανα­κα­λύ­ψουν την δι­κή τους μαύ­ρη τρύ­πα, ενώ συ­νά­δελ­φοι και ηθο­ποιοί στα­μά­τη­σαν να του μι­λούν για και­ρό, πράγ­μα που απέ­δω­σε στο γε­γο­νός ότι οι άν­θρω­ποι σε απε­χθά­νο­νται όταν κρα­τή­σεις έναν κα­θρέ­φτη μπρο­στά στο πρό­σω­πό τους. / Πό­τε άλ­λο­τε εί­χε κι­νη­μα­το­γρα­φη­θεί ο βια­σμός μιας γυ­ναί­κας σε πλή­ρη αναι­σθη­σία; Μέ­χρι τό­τε κά­θε βια­ζό­με­νη αντι­δρού­σε με ουρ­λια­χτά, δά­κρυα, ικε­σί­ες. Τώ­ρα σιω­πού­σε, ήταν αλ­λού. / Κα­τά την διάρ­κεια των γυ­ρι­σμά­των, η σύ­ντρο­φος του Art Garfunkel, ηθο­ποιός Laurie Bird, αυ­το­κτό­νη­σε στη Νέα Υόρ­κη. Σύμ­φω­να με τις δη­λώ­σεις του ήταν όμορ­φη με έναν μο­να­χι­κό, στοι­χειω­μέ­νο τρό­πο, δεν ένοιω­θε ευ­τυ­χής με τον εαυ­τό της και έφυ­γε στα εί­κο­σι πέ­ντε, ηλι­κία στην οποία αυ­το­κτό­νη­σε και η μη­τέ­ρα της. Όσον αφο­ρά τον ίδιο, «δεν ήταν έτοι­μος για γά­μο μα­ζί της». / Η εται­ρεία δια­νο­μής χα­ρα­κτή­ρι­σε την ται­νία «άρ­ρω­στο φιλμ φτιαγ­μέ­νο από άρ­ρω­στους αν­θρώ­πους για άρ­ρω­στους αν­θρώ­πους», ενώ στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες έμει­νε εκτός κυ­κλο­φο­ρί­ας σε βι­ντε­ο­κα­σέ­τα ή dvd μέ­χρι το 2005. Ο κα­θρέ­φτης έμει­νε για χρό­νια σκε­πα­σμέ­νος. / Η γυ­ναί­κα και ο σκη­νο­θέ­της ερω­τεύ­τη­καν αλ­λή­λους και γύ­ρι­σαν άλ­λες έξι ται­νί­ες μα­ζί.



{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}.


Η ται­νία: Bad timing (Νicolas Roeg, 1980) [Αρ­χι­κός/εναλ­λα­κτι­κός τί­τλος: Bad timing: A sensual obsession]. H γυ­ναί­κα: Theresa Russell.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: