Από την στιγμή που ο συγκλονισμός μου ήταν δεδομένος, δεν είχα παρά να αναζητώ τις πηγές του. Ο θαυμαστός κόσμος των ποδιών με περίμενε έξω από την πόρτα κι ο πρώτος κύκλος του ήταν η συνοικία μου, η Κυψέλη. Οι δρόμοι, και ιδίως εκείνοι με τα καταστήματα των καθημερινών συναλλαγών, όπως οι φούρνοι, τα μπακάλικα και τα μανάβικα, αποδεικνύονταν περάσματα ποθητών νοικοκυρών που συχνά φορούσαν με τα απολύτως σπιτικά τους ρούχα ακόμα και μέσα στον χειμώνα, καθιστώντας με αυτόπτη κοινωνό της οικιακής τους θαλπωρής, έτσι όπως πετάγονταν, με πιτζάμες, ρόμπες ή πρόχειρα ριχτές ζακέτες, χωρίς να γνωρίζουν πως κάποιος διέκρινε ευτυχής το λευκό πόδι στις παντόφλες, τις σαγιονάρες και τα πασουμάκια. Η ίδια ενδυματολογία χαρακτήριζε και την επίσκεψη σε γειτονικά σπίτια, στις πληρωμές των κοινοχρήστων και στις συνομιλίες των μπαλκονιών. Το προσφιλέστερο «σημείο συναπαντήματος» ήταν τα καταστήματα των ψιλικών και τα περίπτερα, που ήταν ανοιχτά όλες τις ώρες της ημέρας και αποτελούσαν και το τοπικό τηλεφωνείο, απαραίτητο για τις ενοικιάστριες που δεν διέθεταν τηλέφωνο στα σπίτια τους. Εντόπιζα τα μικρά αυτά μαγαζιά από τις εφημερίδες που σαν τεθλασμένη χάρτινη βιτρίνα μαρτυρούσαν την παρουσία τους σε οποιοδήποτε στενό, ή τα πλαστικά παιχνίδια που χρωμάτιζαν το εξωτερικό τους.
Έξω από ένα τέτοιο κατάστημα, γωνία Λήμνου και Αγίας Ζώνης, κεραυνοβολήθηκα από μια κοπέλα με γυαλάκια, μεσαία μαύρα μαλλιά, γαλάζιο πουλόβερ και τζην, που φορούσε τσόκαρα ξεκάλτσωτη μέσα στον χειμώνα! Μιλούσε στο τηλέφωνο χαμογελαστή, χωρίς να βιάζεται. Θυμάμαι σαν τώρα τα δάχτυλά της, εξέχοντα από την λευκή ρίγα, έξοχα διαπιστευτήρια μιας αυτού εξοχότητας. Η συγκεκριμένη γωνία ευνοούσε ιδιαίτερα την σχετική απόλαυση του θεάματος αλλά και την προσεκτική παρακολούθηση της εκάστοτε γόησσας. Δεν χρειάστηκε, όπως συνήθως, να κοντοστέκομαι, δήθεν πως περιμένω κάποιον, κοιτάζοντας το ρολόι μου και ανοιγοκλείνοντας τα χείλη συλλαβίζοντας «μα γιατί αργεί;». Με βόλευε εκείνο το πόστο γιατί στην πλευρά της Λήμνου, είχε αναρτημένες ως χαμηλά τις αθλητικές εφημερίδες και γονάτιζα για να τις διαβάζω. Μπροστά στο Φως και την Αθλητική Ηχώ, έβλεπα ένα Υπερθέαμα Ήχου (που εξέπεμπε η φωνή της) και Φωτός (που ανέβλυζε από εκείνη η υπέργεια λευκότητα)!
Είχα ήδη παρατηρήσει πως τα κορίτσια που μιλούν στο τηλέφωνο ασυναίσθητα τεντώνουν τα πόδια τους πότε από την μια πότε από την άλλη πλευρά, ενίοτε παρατηρώντας τα, αφηρημένα ή μη, και χορογραφούν τα δαχτυλάκια τους σε πληθώρα κινήσεων, θαρρείς και συμμετέχουν στην συνδιάλεξη με τα δικά τους σημεία στίξης. Εκείνο το κορίτσι μου πρόσφερε ένα αξέχαστο θαυμαστικό, διάρκειας μισού ολόκληρου λεπτού: σήκωσε τα δάχτυλά της, αποκαλύπτοντας τα μαξιλαράκια τους και όλο το ημικύκλιο του πέλματος από κάτω. Μου προσφερόταν σε αποκλειστικότητα ένα σημείο αιωνίως κρυφό και ανείδωτο στους ξένους, πιθανώς και στους οικείους. Ποιος άλλος είχε πρόσβαση στο ύστατο εκείνο υπόστεγο του σώματος; Μπορεί και κανείς! Ένα τέτοιο δώρημα ήταν το απόλυτο λάφυρο κάθε αναζήτησης· η προσγείωση στην γυναικεία πατούσα ισοδυναμούσε με την απόλυτη απογείωση των αισθήσεων. Και τα δάχτυλα που υψώνονταν από το έδαφος και ανοιγόκλειναν παιχνιδιάρικα μου έγνεφαν πως με καταλαβαίνουν ή απλώς χαμογελούσαν.
Οι πρώτες καταχωρήσεις στα δελτία μου ήταν οι ένοικοι της πολυκατοικίας, που κατέγραφα ως ενοίκισσες, ώστε η αυτοσχέδια λέξη, αποκλειστικά θηλυκή, να διαθέτει μια νικητήρια παρήχηση, σαν να μου έλεγαν οι ίδιες: ορίστε λοιπόν, τα κατάφερες και μας είδες, (ε)νίκησες!, ενώ εμπλουτισμένη με δυο σίγμα αργότερα θα συγγένευε ηχητικά με τις άνασσες, και τι άλλο ήταν εκείνες οι γυναίκες παρά βασίλισσες, έστω των οίκων τους και ενός βασιλείου που μπορεί να μην ονειρεύτηκαν αλλά πάντως κυρίευαν, με τα σύνορά του και τα δεσμά του, με τις εξουσίες τους και τα αγαθά του.
Δεν αρκούσε βέβαια να περιμένω την τυχαία συνάντηση αλλά κάποτε έπρεπε και να την κατευθύνω. Αν, για παράδειγμα, έβλεπα την γοητευτική κυρία του δευτέρου ορόφου στον διπλανό φούρνο με την επιθυμητή υπόδηση, έπρεπε να επιβραδύνω, ώστε να συναντηθούμε στην πόρτα της εισόδου ή μπροστά από το ασανσέρ, ή, αντίστροφα, να τρέξω να την προλάβω. Η συνύπαρξή μας στον ανελκυστήρα μου έδινε μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα της κοινής ανόδου την μοναδική ευκαιρία της κάθετης θέας, καθώς κατά τον σχετικό εγκλεισμό, για λόγους ευπρέπειας, κοιτάζουμε όχι ευθεία στο απέναντι πρόσωπο μα προς τα κάτω, συνεπώς το βλέμμα ήταν επιτρεπτό, σχεδόν νόμιμο. Έτσι, τι ειρωνεία, το ασανσέρ γινόταν ένας από τους ερωτικότερους χώρους. Εκείνα που σε άλλους, πιο ανοιχτούς τόπους, ήταν έκθετα στα φώτα του ήλιου, εδώ στην πυκνή αστική συνοικία, που όλοι περπατούσαν γρηγορότερα, μου χρειαζόταν ένα μικρό κουβούκλιο για να αιχμαλωτίσω την πολύτιμη εικόνα τους. Σταδιακά ο ήχος του ασανσέρ, όπως τον άκουγα απ’ το χολ ή το καθιστικό του σπιτιού, με ξεσήκωνε, καθώς μαρτυρούσε το ενδεχόμενο μιας επιθυμητής κυκλοφορίας. Είχα μάθει να μετρώ τον απαιτούμενο χρόνο διαδρομής του προς κάθε όροφο, άρα γνώριζα από ποιον έβγαινε η πιθανή γυναίκα.
Από τον τέταρτο η μάλλον τριανταπεντάχρονη κυρία Φλώρα έβγαινε πάντα με τις γαλάζιες σαγιονάρες της, για να πάει ως την διπλανή «Έβγα», ενώ από κάτω της η κυρία Όλγα, ώριμη των πενήντα, με μια γιαπωνέζικη ρόμπα με πολύχρωμα ανοιχτοπράσινα φυλλώματα σε σιέλ ουρανό, φορούσε ανοιχτές παντόφλες με καλσόν, προσφέροντας μεν το πολυπόθητο θέαμα αλλά συγκαλυμμένο από το διάφανο νάιλον, σαν περιτύλιγμα ζελατίνης σε γλύκισμα· η σιγή του ανελκυστήρα σε συνδυασμό με το ηχηρό κλείσιμο της εξώπορτας πιθανολογούσε την έξοδο της φοιτήτριας του ισογείου, που πήγαινε με τις κόκκινες παντόφλες της στο περίπτερο, αποκαλύπτοντας τους δυο ολόλευκους λοφίσκους των αστραγάλων της.
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
LΧΙΙΙ. Οι ξυπόλητες του ιδιωτικού μου βίου, αρ. 1. Οι γυναίκες της Κυψέλης.


Αλλά κανένα μέρος δεν είχε τόσες πολλές γυναίκες συγκεντρωμένες όσο η λαϊκή αγορά της Τετάρτης. Μου έμοιαζε σαν μια γιορτινή σύναξη όπου μπορούσα να χαζεύω όσες περισσότερες μπορούσα σε έναν μόνο δρόμο, με ώμους χωρίς πανωφόρι, λαιμούς γυμνούς από κάθε κάλυψη, χέρια μαζεμένα στο στήθος για προφύλαξη απ’ το κρύο, και αθλητικές φόρμες, και την πιθανότητα της ανοιχτωσιάς εκεί κάτω, ακόμα και τους λιγότερο γλυκούς μήνες. Τότε έμοιαζαν σα να έχουν βγει για λίγο από το ζεστό τους βασίλειο σε μια άλλη εξίσου δική τους επικράτεια. Δεν γνώριζα ακόμα για έγκλειστους ρόλους και οικιακούς περιορισμούς του λατρευτού μου φύλου, τα αποδεχόμουν όλα ως αυτονόητα, όπως μου τα είχαν συστήσει. Κι έβλεπα τις γυναίκες ερωτικές ιδίως μέσα σε όλα αυτά, στα μυρωμένα από τα μαγειρέματα χέρια, την θερμότητα του σώματος που διαρκώς κινείται αλλά και βρίσκεται πάντα κάπου «μέσα» σε ζεστά σπιτικά. Διαπραγματεύτριες με χαμόγελο ή με την διακριτική αυστηρότητα της οικοκυράς επί των οικονομικών, στέκονταν μπροστά στην πανδαισία φρούτων και λαχανικών κι εγώ σταματούσα δίπλα τους για να γλυκαθώ από τα γυμνά τους μέρη, μετρώντας τα χρόνια μέχρι να τα γευτώ.
Η μια διαδρομή της λαϊκής, τέσσερα ― πέντε τετράγωνα μέχρι το δημοτικό σχολείο στη γωνία με την Φωκίωνος, δεν ήταν ποτέ αρκετή. Πηγαίνοντας στην απογευματινή σχολική βάρδια, την ανεβοκατέβαινα και δυο και τρεις φορές, για να πετυχαίνω περισσότερες κυρίες των τιμών, έστω εδώδιμων και αποικιακών. Ακόμα θυμάμαι μια κυρία με κοντά κοκκινωπά μαλλιά και μια μελαγχολική ευγένεια στο φακιδωτό της πρόσωπο· έβγαινε από έναν παράδρομο με το πορτοφόλι στο χέρι, σταχτοπράσινο ζιβάγκο και παντελόνι και ελεύθερα δάχτυλα, Δεκέμβρη μήνα, ενώ πίσω της, στο ζαχαροπλαστείο Παραντάις, γωνία Σικίνου με Πολυμνίας, αναβόσβηναν τα πρώτα χριστουγεννιάτικα διακοσμήματα - η απόλυτα εορταστική εικόνα.
Έφτανα στο σχολείο ξέπνοος αλλά γεμάτος. Όσο προχωρούσε τα απόγευμα, τόσο λιγόστευαν οι χαρακτηριστικές φωνές των πωλητών. Στο τέλος δεν ακουγόταν παρά τα άσθμα των φορτηγών που συμμάζευαν τα προϊόντα. Άραγε τι έκαναν τώρα εκείνες οι γυναίκες; Ήταν κλεισμένες στα περίγυρα διαμερίσματα; Ξάπλωναν δίπλα σε κάποιο σώμα, ασκήτριες μιας συζυγικής ή άλλης τρυφερότητας ή άχνιζαν τα ψώνια τους στις μικρές κουζίνες, ακούγοντας ραδιόφωνο, μουρμουρίζοντας δυο τρεις στίχους από αγαπημένα τραγούδια; Παρέμεναν ξεκάλτσωτες, με θράσος απέναντι στην μέρα που όλο και ψύχραινε ή αναζητούσαν τα ενδύματα των εσπερινών ωρών για να ζεστάνουν ό,τι άφησαν ελεύθερο μέσα στην ημέρα; Ο έρημος δρόμος της επιστροφής ήταν ολότελα διαφορετικός· διάσπαρτος από πεταμένους καρπούς και μαραμένα φύλλα ή υγρός από τα καταβρέγματα της βυτίων της καθαριότητας δεν είχε τίποτα από την ηλιόλουστη πολυχρωμία του μεσημεριού. Αλλά κυρίως ήταν η απουσία κάθε θηλυκότητας που τον ερήμωνε και η μελαγχολία του ισορροπούσε μόνο από την αναμονή της επόμενης Τετάρτης.
Συνεχίζω να αναζητώ τις αντίστοιχες γυναίκες στις λαϊκές αγορές· σημειώνω τις σχετικές ημέρες της κάθε γειτονιάς και σπεύδω αργά το μεσημέρι, όταν ο ήλιος στέκει από πάνω κι εκείνες σπεύδουν για να καλύψουν κάποια έλλειψη. Τώρα μπορώ να σταματήσω δίπλα τους στον πάγκο, ακόμα και να συνομιλήσουμε με κάποια αφορμή ή ψωνίζοντας να παρατείνω τον χρόνο πλάι τους. Μπορεί το συναίσθημα να μην είναι το ίδιο, παρόλο που τώρα αναρωτιέμαι περισσότερο από ποτέ τι άλλο λείπει στην ημέρα τους ή την δική μου· μα όταν οι ματιές μας διασταυρώνονται εκείνες είναι πάντα βιαστικές και καμιά κρίσιμη φράση δεν ψελλίζεται ποτέ. Μια στις τόσες πηγαίνω και στην οδό Λήμνου, που έγινε Λέλας Καραγιάννη· η ημέρα της λαϊκής παραμένει ίδια, μόνο οι άνθρωποι άλλαξαν. Τώρα βλέπει κανείς ένα μελίσσι μεταναστών που βγαίνουν ιδίως την τελευταία στιγμή για να βρουν τις φτηνότερες τιμές· και σίγουρα ανάμεσα στις γυναίκες μιας ανατολής με τις μαντήλες και τα μακριά ρούχα ή εκείνες ενός ηλιοκαμένου νότου, με τα εκθαμβωτικά χρώματα στα ενδύματά τους, μπορεί κανείς να δει γλυκύτατα πόδια που περιγελούν τις εποχές, ίσως γιατί θυμούνται τα δικά τους κλίματα. Είναι τα ίδια πόδια που τους έφτασαν από πολύ μακριά ως εδώ, κάποτε ανυποψίαστα πως θα ζούσαν αμέτρητα βήματα μακριά από εκεί όπου πρωτοπερπάτησαν. Στους δρόμους και τα μικρά μαγαζιά που ακόμα παραμένουν δεν βλέπω πια γυναίκες ελεύθερες στα πόδια· μπορεί να χάθηκε μια από τις αισθήσεις της γειτονιάς που ευνοούσε κάτι τέτοιο, ή απλά οι νοικοκυρές να συνηθίζουν πλέον άλλου είδους αμφίεση, όπως τα αθλητικά παπούτσια, που έγιναν αρεστά σε όλες τις ηλικίες· εξαφανίστηκαν πια και εκείνες οι τηλεφωνικές συσκευές, και μαζί τους χάθηκαν όλες εκείνες οι εκφράσεις των γυναικείων προσώπων και ποδιών.
Αδυνατούσα, φυσικά, να αγνοήσω το γεγονός ότι στα εσωτερικά των σπιτιών κινούνταν γυναίκες απείρως πολλαπλάσιες από εκείνες των δρόμων. Αντιλαμβανόμουν την Κυψέλη σαν πραγματική κυψέλη γυναικών, γεμάτη πολυκατοικίες ― κερήθρες διαμερισμάτων και με κέντριζε η ιδέα πως σε κάθε σπίτι όλο και κάποια γυναίκα από την ευρύτατη ηλικιακή γκάμα των προτιμήσεών μου μπορεί να είχε τα πόδια της γυμνά, ελεύθερα ή σε παντοφλάκια, ξυπόλητα στα δρύινα πατώματα ή τα μαρμάρινα μωσαϊκά, ξαπλωμένα σε κρεβάτια, ανεβασμένα σε τραπέζια ή βολεμένα σε πολυθρόνες. Μοίραζα με λογικές στατιστικές πιθανότητες όλες τις περιστάσεις στις οποίες θα συμμετείχαν, στην ορθοστασία των νοικοκυρών ή στο ανεπαίσθητο περπάτημα πέρα δώθε στο σπίτι, στο γλίστρημα πάνω στα πατάκια του σφουγγαρίσματος. Ύστερα τα τοποθετούσα σε πιο προσωπικές στιγμές, να πλένονται στις μπανιέρες και στους μπιντέδες, να βουτυρώνονται με κρέμες, να πασπαλίζονται με πούδρες, να βάφονται στα νύχια ή να τρίβονται στις φτέρνες. Στο τέλος τα επέστεφα με φιλήματα εραστών ή άλλων ενδιαφερομένων, όσο κι αν μάντευα την σπανιότητα των σχετικών διαπράξεων.

Τόσο μέλι που αδυνατούσα να τρυγήσω! Αν μπορούσα έστω να το δω να ρέει… Όπου έβρισκα ισόγειο ή υπόγειο ανοιχτό παράθυρο με τραβηγμένες κουρτίνες έσπευδα με αγωνία να δω το εσωτερικό. Δεκάδες φορές στάθηκα μπροστά στο ενδιαφέρον θέαμα ενός προσωπικού χώρου ― ένα κρεβάτι με χρωματιστή κουβέρτα, πορτατίφ με χαμηλό φως, μια πολυθρόνα δίπλα στο ραδιόφωνο, κάδρα και αφίσες. Ακόμα και στις πιο μικρές κι ανήλιαγες κάμαρες, η διακοσμητική που, ήταν πλέον μια μοντέρνα επιστήμη, όπως διατείνονταν οι σχετικές διαφημίσεις των περιοδικών, εδώ αποκτούσε κάποιο περιεχόμενο καθώς οι ένοικοι τις διαρρύθμιζαν τους με μια επάλειψη προσωπικού γούστου στον περιορισμένο χώρο. Συνήθως επρόκειτο για φοιτήτριες ή εργαζόμενες από την επαρχία, ή απλώς γυναίκες που μόνο τέτοια δωμάτια μπορούσαν να πληρώνουν. Για όλες αισθανόμουν αμέριστη τρυφερότητα, καθαρισμένη από οίκτους και συμπόνιες· τις έβρισκα, άλλωστε, αξιοθαύμαστες που ζούσαν χωρίς άπλετο φως και μπαλκόνια, πάντα ορατές απ’ τους περίεργους περαστικούς. Συχνά κυκλοφορούσαν ξυπόλητες στις φλοκάτες ή έβαζαν τα πόδια κάθετα στο καλοριφέρ για να τα ζεστάνουν· κάποτε ξάπλωναν μπρούμυτα στο κρεβάτι, μελετώντας κάποιο πανεπιστημιακό βιβλίο κι είχαν τα πόδια σταυρωτά κι αεριωθούμενα. Δεν ήταν διόλου εύκολο να απολαύσω ανενόχλητος τις ηρωίδες των υποδαπέδιων κάδρων μου. Η θέση τους προφανώς τις είχε εφοδιάσει με πιο ευαίσθητες κεραίες· οι περαστικοί δεν τις απασχολούσαν, αν όμως διαισθάνονταν το παραμικρό βλέμμα, ακόμα κι ένα ανεπαίσθητο σταμάτημα των βημάτων, έδειχναν ενοχλημένες και σηκώνονταν να κλείσουν την κουρτίνα.
Όλες αυτές οι γυναίκες της Κυψέλης έμοιαζαν να παίζουν σε προσωπικές ταινίες μικρού μήκους που έβλεπα ως μοναδικός θεατής, όποτε ήμουν τυχερός. Όταν τις έχανα από το οπτικό μου πεδίο ένοιωθα την ίδια αίσθηση με το τέλος ενός ωραίου έργου, ενώ με βασάνιζε και ταυτόχρονα με ευχαριστούσε η ιδέα ότι θα μπορούσα να μην τις έχω καν δει, να έχουν βγει λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα. Συχνά έμενα με την φευγαλέα εικόνα μιας γυμνής φτέρνας που πιθανώς θα χαίρονταν άλλοι στα ενδότερα ― ή δεν γνώριζαν πώς να την χαρούν. Αυτές ήταν οι πρώτες γυναίκες που άρχισαν να αλλάζουν τον κόσμο μου, δηλαδή όλον τον κόσμο.
{ Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται }