Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 κι επί πολλά χρόνια στη συνέχεια, ένας άντρας τριγυρίζει μονάχος καθημερινά στους υδροβιότοπους της νοτιοανατολικής Αγγλίας. Παρατηρεί εμμονικά ένα είδος γερακιού, τον πετρίτη. Να ανεμοπορεί, να κυνηγά, να κάνει το καθημερινό του μπάνιο σε ρυάκια και νεροσυρμές, να σκοτώνει, να ξεπουπουλιάζει, να τρέφεται, να εκκολάπτει τα αυγά του, να παίζει εκπαιδεύοντας τους νεοσσούς του. Θαυμάζει αυτόν τον απαράμιλλο θηρευτή, το ταχύτερο πλάσμα στον κόσμο, που εξαιτίας του ανθρώπου κινδύνευε τότε να χαθεί από το πρόσωπο της γης. Τον ακολουθεί αδιάκοπα, καταγράφοντας σε μια πρόζα εκστατικής, βίαιας σαγήνης τις κινήσεις του πουλιού.
Σταδιακά υιοθετεί τη ματιά του πετρίτη, γίνεται μέρος του οπτικού του πεδίου, εντάσσεται στο οικοσύστημά του. Ο άντρας καταγράφει τα πάντα στο ημερολόγιό του και τα συμπυκνώνει, μυθοπλαστική αδεία, σε ένα αφηγηματικό εξάμηνο, δίνοντάς μας τελικά ένα φυσιολατρικό αριστούργημα της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας, σε προσωδία πυκνή και τσεκουράτη, που ξανανακαλύφθηκε πρόσφατα εν μέσω της αναβίωσης του τελεολογικού τύπου ενδιαφέροντος για τη φύση.
«Το πιο δύσκολο πράγμα να δει κανείς, είναι αυτό που όντως υπάρχει» λέει ο συγγραφέας του κλασικού αυτού έργου της φυσιογραφικής γραμματείας Τζον Άλεκ Μπέικερ. Πράγματι, το εντυπωσιακό εδώ είναι ότι ο Πετρίτης του προτείνει έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπουμε τη φύση· μια οπτική που μόνο με την άνευ όρων υποταγή του θεατή στο αντικείμενο της παρατήρησής του μπορεί να κερδηθεί. Ταυτόχρονα, αποτελεί ένα ανυπέρβλητο κείμενο πάνω στην φύση της γλώσσας και στο πώς οι λέξεις μπορούν να αντεπεξέλθουν στη δυσκολότερη αποστολή: να μιλήσουν για «αυτό που όντως υπάρχει». Γιατί το όντως υπαρκτό μπορεί να συλληφθεί μέσα από τη μεταφορική χρήση του συνόλου των αισθήσεων. «Ο αέρας γλυκός, χωρίς γωνίες», σημειώνει κάποια στιγμή ο Μπέικερ. Σε άλλο σημείο διαβάζουμε: «Αθόρυβο το φως του ήλιου έκανε να λάμπουν τα νερά που κατέβαιναν». Ή ακόμη: «Τα ψαρόνια εξουρανίζονται βίαια». «Ο βοριάς γινόταν κοφτερός πάγος στο πλεχτό των θαμνοφραχτών. Και «γλάροι λευκοί σαν κόκκαλα μέσα σε ουράνιες στάχτες».
Τα ποιητικά, υπαρξιακού τύπου ξεσπάσματα της γραφής ισιάζουν ωστόσο μέσω της αμεσότητας της ρεαλιστικής παρατήρησης, και μιας πραγραμματικά κουραστικής επαναληπτικότητας που υπενθυμίζει τον μακρύ χρόνο της φυσικής ιστορίας, αλλά και την κυκλικότητα των οικολογικών λειτουργιών. Έπειτα, ξανά ένα δραματικό λεκτικό ξέσπασμα απογειώνει το κείμενο σε σαιξπηρικές σχεδόν σφαίρες, σαν ο πετρίτης να αποφάσισε να εφορμήσει στους αιθέρες με το μέγιστο των πτητικών δυνατοτήτων του: «Όρμηξα σε λεστεριανές εξοχές γοργού πράσινου φωτός».
Ο συγγραφέας είναι ένα δεξιοτέχνης του κενού. Πουλιά τον παρατηρούν, έπειτα πετάνε στο τίποτα. Οι σταχτιοί ορίζοντες του βορρά ξεδιπλώνονται στο πουθενά. Η θάλασσα αποτραβιέται κατά την αμπώτιδα σαν να αποσύρεται στα τενάγη της. Αλμυροί βάλτοι, άπειρα είδη πτηνών και άλλων όντων παρελαύνουν με τις συνήθειες και τα αναπαραγωγικά τους ήθη, και με το φυσικό στοιχείο να κυριαρχεί ακόμη τότε [δεκαετία του '60] στους υγροτόπους του Έσεξ, πριν η περιοχή αστικοποιηθεί και προσαρτηθεί ad hoc στην μείζονα μητροπολιτική περιοχή του Λονδίνου. Ακόμα κι αν ο αναγνώστης έχει άγνοια των φυσικών λειτουργιών, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τίποτα για φάσες και καλιακούδες, σταχτοτσικνιάδες και κότσυφες, πέρδικες και τουρλίδες, θα βρεί γοητευτικό τον κόσμο που ανοίγεται μπρος του καλύπτοντας με όσο πάθος διαθέτει τα κενά της άγνοιάς του.
Είχα ακούσει πολλά για το βιβλίο αυτό του Μπέικερ από τα χρόνια που διηύθυνα τη Νέα Οικολογία, αλλά δεν είχα καταπιαστεί μαζί του, φοβούμενος μεταξύ άλλων τον όγκο της πληροφορίας και της φυσιολατρικής ορολογίας που δεν ήταν ακόμα οικεία στον Έλληνα αναγνώστη. Έτσι η έκπληξή μου που το είδα τυπωμένο τώρα στα ελληνικά σε πραγματικά αξιέπαινη μεταφραστική και εκδοτική προσπάθεια [που συνοδεύεται μάλιστα με εξαιρετικά κριτικά κείμενα] υπήρξε μεγάλη. Και με συγκίνησε και πάλι η προκαταρκτική δήλωση του συγγραφέα:
«Πάντα λαχταρούσα να ζήσω την έξω ζωή, να είμαι στο όριο των πραγμάτων. Οι ανοιχτοί τόποι και η σιωπή να ξεπλύνουν από πάνω μου το ανθρώπινο άγος, όπως η αλεπού αποβάλλει τη μυρωδιά της μες στην ψυχρή αθωότητα του νερού. Να επιστρέψω στην πόλη σαν ξένος. Η περιπλάνηση σκορπάει μια μεγαλοσύνη που σβήνει όταν επιστρέφεις».