
Ο Γουόκερ Πέρσι [1916- 1990] μας παρέδωσε με τον Σινεφίλ του ένα έξοχο υπαρξιακό μυθιστόρημα τοποθετημένο στη Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του ’60, όπου ο μεταφορικά περιπλανώμενος ήρωας μπορεί εν αγνοία του να είναι και άγιος. Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου γι’ αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1961. Ενδιαφέρον είναι ότι ο ορφανός από νωρίς Πέρσι προοριζόταν για γιατρός αλλά αποφάσισε να καταφύγει στη γραφή μετά από μια μακρά ταλαιπωρία με την φυματίωση. Θεωρήθηκε ως ένας κατ’ εξοχήν δύσκολος, υπαρξιστής συγγραφέας και αυτό γίνεται εμφανές μέσω της εμμονικής αναζήτησης της ουσίας του κόσμου και συνεπώς του εαυτού.
Ο ήρωας του βιβλίου, ο Μπινξ Μπόλινγκ είναι ένας αυθεντικός μυθιστορηματικός flaneur που τρέφεται από ήρωες του σινεμά – τους μόνους πραγματικούς στα μάτια του. Η αφήγηση ξεκινά μια βδομάδα πριν κλείσει τα τριάντα του χρόνια, εν μέσω των προετοιμασιών για το περίφημο καρναβάλι της Νέας Ορλεάνης. Γόνος ευγενούς οικογενείας του αμερικάνικου Νότου, δουλεύει ως ανεξάρτητος χρηματιστής στην εταιρεία του θείου του. Με τον πατέρα του να έχει σκοτωθεί πολεμώντας ως εθελοντής της καναδικής αεροπορίας στην καθ’ ημάς Μάχη της Κρήτης και την μητέρα του ξαναπαντρεμένη, έχει αποκτήσει έξη ετεροθαλή αδέλφια, αλλά τον έχουν μεγαλώσει οι θείοι του. Μάλιστα η θεία εμφανίζεται ως καθοδηγητής και επιστάτης του - μια γυναίκα φιλοτεχνημένη αδρά ως φύλακας της κοινωνικής της τάξης, με τον παλιό ιδεαλισμό, την μεγαλοψυχία, την ευγένεια και τη, κομψή δοτικότητα του παλιού Νότου να δίνονται υπαινικτικά σε σειρά διαλόγων.
Η θεία εμπιστεύεται στον Μπινξ την «σωτηρία» της ξαδέλφης του Κέιτ, μιας ευφυούς και ελκυστικής εικοσιπεντάρας, με την οποία εκείνος διατηρεί έναν ειδικό κώδικα επικοινωνίας. Η Κέιτ έχει επιβιώσει ως εκ θαύματος από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο οποίο σκοτώθηκε ο αρραβωνιαστικός της, αλλά έχει αντιμετωπίσει το συμβάν με ψυχραιμία και από κάποια απόσταση, παρεξηγήσιμη από πολλούς. Τώρα βρίσκεται προ της διάλυσης του δεύτερου αρραβώνα της, καθώς δεν θέλει να εγκλωβισθεί στις συμβάσεις ενός συνηθισμένου γάμου. Λίγο πολύ τα ίδια ισχύουν με τον Μπινξ. Η διαφορά τους είναι πως η Κέιτ ξεφεύγει από την πραγματικότητα αποδρώντας από το σπίτι ή παίρνοντας βαρβιτουρικά, ενώ ο Μπινξ επιχειρεί να την αντιμετωπίσει κατά μέτωπο, ακόμη και να την ανασκάψει από τους κρυψώνες της. Έχει εφεύρει μερικούς δικούς του όρους για να περιγράψει αυτό που αποκαλεί «αναζήτηση» [ο αγγλικός όρος search θα μπορούσε να αποδοθεί και ως απλό ψάξιμο ή έρευνα]. Αυτό που ψάχνει είναι οι κρυφές πτυχές της πραγματικότητας, οι ήπειροι του ανείπωτου και η διεπιφάνεια μεταξύ καθημερινότητας και νοήματος. Δεν αναζητεί τον Θεό, ούτε ο ίδιος ο Θεός άλλωστε πιστεύει στην ύπαρξή του.
Πού και πού η πραγματικότητα ―την οποία παρατηρεί με συστηματικό πάθος― του αποκαλύπτει κάποια άκρη στο κουβάρι της αναζήτησης νοήματος. Κι η άκρη αυτή βρίσκεται σε πραγματικά γεγονότα, όπως λ.χ. ο βαρύς τραυματισμός του στον πόλεμο της Κορέας, όπου πεσμένος για ώρες στο χώμα, ημιθανής και παγωμένος, παρατηρούσε τον τρόπο που ένας σκαραβαίος ροκάνιζε ένα φύλλο, μερικά εκατοστά από τη μύτη του. Άλλοτε πάλι η έρευνά του βρίσκει νόημα στην πεζή καθημερινότητα, με τη φύση του βαθιού Νότου ―τα μπαγιού, τα έλη, τους καρπούς των αζαλεών και των καμφορόδεντρων, να του αποκαλύπτονται με απρόσμενη διαύγεια. Σε τέτοιες στιγμές ο συγγραφέας μάς αιφνιδιάζει με διαυγείς ποιητικές εικόνες, αποκαλύπτοντας την «μαγική ψυχή των τόπων» που διασχίζει ο ήρωάς του. Γιατί ο κάθε τόπος έχει την δική του ψυχή και καλό είναι να την τιθασεύσεις πριν σε πάρει στο κυνήγι. Έτσι διαβάζουμε φράσεις όπως, «Μια θλίψη εγκαθίσταται πάνω τους σαν ομίχλη από τη λίμνη», ή ακόμα «…ο ουρανός ξεθωριάζει και σύντομα η αυγή θα λάμψει γύρω μας σαν το βυθό της θάλασσας».
Ο Μπινξ νιώθει τρόπον τινά την κατά Μποντλέρ δυσφορία της ύπαρξης. Τρέμει το κενό. Έχει επιλέξει μια μετριοπαθή ζωή, παρά το ότι απολαμβάνει το να βγάζει χρήματα, σε ένα μάλλον υποβαθμισμένο προάστιο, ένα μέτριο διαμέρισμα κι ένα σεμνό γραφείο. Λατρεύει ωστόσο δύο πράγματα, το σινεμά και τα κορίτσια, μαζί με όλες τις διαδικασίες που συνήθως τα συνοδεύουν: αναζητεί συνοικιακούς κινηματογράφους που προσφέρουν «ευτυχία με πολύ μικρό αντίτιμο». Εκεί όπου του αρέσει να συζητά με την ταμία ή τον αιθουσάρχη για τη ζωή τους. Συνδέει τις αίθουσες με εποχές, συγκεκριμένες καιρικές συνθήκες, περιστατικά, τη φθορά των καθισμάτων, το ξέβαμμα ενός τοίχου και το κορίτσι που τον συνόδευσε στην προηγούμενη επίσκεψή του εδώ. Συνδέεται με την επιλογή της ταινίας όπως άλλωστε και με τους ήρωες, μια μακρά σειρά από τους οποίους παρελαύνει στις σελίδες του βιβλίου μαζί με τις αντίστοιχες σκηνές από ταινίες, προσφέροντας πρότυπα λύτρωσης και προσωπικής απόλαυσης. Ειδικά μάλιστα ο Ουίλιαμ Χόλντεν εμφανίζεται μπροστά του με σάρκα και οστά να περπατά στο Φρεντς Κουόρτερ της Νέας Ορλεάνης.
Έτσι και με τα κορίτσια. Ο Μπινξ απολαμβάνει το χνούδι στο δέρμα τους, τη σταγόνα της κόκα κόλα που αιωρείται αναποφάσιστη στον μηρό τους, τον αέρα του Κόλπου που ανεμίζει τα μαλλιά τους στο αυτοκίνητο. Απολαμβάνει τις στρατηγικές, τις πόζες, την πανάρχαια σοφία του φύλου, το ερωτικό παιγνίδι για χάρη του παιγνιδιού. Συνήθως ανατροφοδοτεί το ρεπερτόριό του μέσω των γραμματέων που προσλαμβάνει στο γραφείο, αν και τούτες οι σχέσεις καταλήγουν νομοτελειακά σε πικρίες κι αλληλοκατηγορίες. Ίσως οι καλύτερες σελίδες του βιβλίου προκύπτουν όταν αναστοχάζεται τον έρωτα στη σύγχρονη μεταχριστιανική εποχή, και τους βασανισμούς που συνεπιφέρει η απειρία επιλογών, η πολλαπλότητα νεαρών καλλονών αγροτικής προέλευσης [όλες ίδιες μεταξύ τους καθώς υπακούουν στα κυρίαρχα πρότυπα του αστικού χώρου], τα μαρτύρια της σάρκας που συχνά κάμπτεται υπό το βάρος των ελπίδων που έχουμε επενδύσει πάνω της. Έξοχα δοσμένη είναι η σκηνή όπου σχεδόν συνευρίσκεται με την Κέιτ σε ένα τρένο για το Σικάγο]. Και όταν τα πράγματα φτάσουν στο μη περαιτέρω, όταν παύει να αντέχει την καθημερινότητα με τις απαιτήσεις της, αποδύεται στην αναζήτηση μιας νέας περιπέτειας ή ίσως μιας άλλης ταινίας [ακόμα καλύτερα, και των δύο μαζί].
Πάνω απ’ όλα πάντως ο Μπινξ αναρωτιέται για την υφή και το βάρος των πραγμάτων, και συνδέει την αναζήτηση νοήματος με την άρνηση της απελπισίας, θεωρώντας τους ανυποψίαστους συμπολίτες του ως τους πραγματικούς απελπισμένους. Άλλωστε το μότο του βιβλίου είναι δανεισμένο από τον Δανό φιλόσοφο Σέρεν Κίρκεγκορ: « ….ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της απελπισίας είναι ακριβώς αυτός: δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι απελπισία».
Η δράση περιορίζεται στη βδομάδα που προηγείται του Μαρντί Γκρα των παλιών Γάλλων εποίκων, οι χρονικές αναδρομές, οι συνόψεις και οι συνάψεις είναι πολλές και αφορούν όχι μόνο τον ίδιο αλλά και τους οικείους ή άλλους. Γιατί ο ήρωάς μας, ακόμη κι όταν δεν μπορεί να απαντήσει σε θεμελιακά ερωτήματα και απορίες, νοιάζεται για τους άλλους. Έχει αναπτύξει εξαιρετική σχέση με τον ανάπηρο ετεροθαλή αδελφό του, συνοδεύοντάς τον στο σινεμά ή συμμετέχοντας στα ενδιαφέροντά του. Καταλαβαίνει τα υπαρξιακά αδιέξοδα της Κέιτ γι’ αυτό και έρχονται όλο και περισσότερο κοντά ο ένας προς τον άλλο. Θαυμάζει τη θεία κι απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της μέχρι που ο ίδιος την προδίδει λόγω της Κέιτ. Όταν η ελκυστική νέα του γραμματέας, η Σάρον, αποδεικνύεται πως είναι αρραβωνιασμένη δεν την πιέζει να προχωρήσουν, κι ας φτάνουν πολύ κοντά στον αμφίπλευρα επιθυμητό στόχο. Αιτιολογεί, βρίσκει ελαφρυντικά για τους άλλους και, το κυριότερο, δεν είναι ανταγωνιστικός. Μάλλον αγωνίζεται να περικόψει κάποια από τα προνόμιά του παρά να τα επαυξήσει. Η ματιά του στους γύρω του και στα πράγματα γίνεται στην τελευταία σελίδα του βιβλίου συγκινητική. Αλλά το ίδιο συγκινητική γίνεται, προϊόντος του βιβλίου, και η αναζήτηση της ψυχής τόπων και τοπίων με προεξάρχουσα φυσικά την ευρύτερη ακτή της Λουιζιάνα, χωρίς καμιά καταφυγή στα τουριστικά στερεότυπα που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες απόπειρες ― απλά χρησιμοποιώντας απλές, αδρές, εύστοχες πινελιές. Με την ίδια ικανότητα αδράχνει την ψυχή άλλων πόλεων όπως το άξενο μέσα στους ανέμους και την απεραντοσύνη των ουρανών του Σικάγο ή ο θλιμμένος ηλιόλουστος ωκεανός όταν φτάνεις επιτέλους στην δυτική ακτή και το Σαν Φρανσίσκο. Τελικά, αυτός ο Μπινξ Μπόλινγκ έχει εξαιρετικά διακριτές ιδιότητες, κι ας μην το ξέρει ούτε ο ίδιος. Ακριβώς εκεί έγκειται η δύναμη και η … αγιοσύνη του.
Κάποιοι κριτικοί έχουν καταλογίσει στον Γουόκερ Πέρσι ότι τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του γινόντουσαν όλο και δυσκολότερα. Μπορεί, δεν ξέρω. Σκέφτομαι πάντως πως ίσως, στιλιστικά μιλώντας, να έπεσε θύμα της εξαιρετικής ευφυίας και πρωτοτυπίας της σκέψης του, που ξεχειλίζει εδώ σε κάθε σελίδα μέσα από έναν απολαυστικό ιμπρεσιονιστικού τύπου καταιγισμό. Η Μυρσίνη Γκανά είχε μπρος της ένα εξαιρετικά δύσκολο κείμενο για να παλέψει και τα κατάφερε. Σημειωτέον ότι εξαιρετικό είναι το επίμετρο του Θωμά Λιναρά – από τις σπάνιες περιπτώσεις που ένας σεμνός επίλογος αιτιολογεί τον εαυτό του στα εκδοτικά μας πράγματα.