Μύτες

Προς το όρος Αραράτ...
Προς το όρος Αραράτ...

Το μυθιστόρημα αφορά σχέσεις. Είναι γνωστό τοις πάσι πως μελετά ανθρώπινες υπάρξεις σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον τους και κυρίως σε σχέση με άλλες ανθρώπινες υπάρξεις. Μπορεί να ασχολείται με την πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των φυσικών χαρακτηριστικών των πρωταγωνιστών του αλλά η ίδια η ιστορία δομείται πάνω στις σχέσεις αυτών των ατόμων μεταξύ τους. Δεν έχει τόσο σημασία η μύτη του κυρίου Μ.
Η ιστορία μπορεί να ξεκινάει από τη στιγμή που μόλις χτες η μεγάλη του μύτη απετέλεσε αιτία αστεϊσμού από δυο υπαλλήλους της ΕΥΔΑΠ που σχολούσαν εκείνη την ώρα από τα γραφεία τους, με αποτέλεσμα να χαλάσει η διάθεση του κυρίου Μ., κατά μία εκδοχή να του κοπεί η όρεξη και να αποφασίσει να επιστρέψει σπίτι νηστικός. Ή αντίθετα να καταφύγει επειγόντως στο κοντινότερο ταχυφαγάδικο για μια πίτσα καπριτσιόζα και μια κόκα κόλα ζίρο προκειμένου, ικανοποιώντας την πείνα του, να ξεχάσει το συμβάν. Ή ακόμη, όπως στα γουέστερν, να γυρίσει και να καταφέρει μια γροθιά σε μια από τις δυο μισητές μύτες αυτών που τον σχολίασαν. Ή, όπως ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ, να τραβήξει το σπαθί του και να σκίσει με μια κίνηση όλο χάρη και ακρίβεια το πουκάμισο αυτού που αποτόλμησε το σχόλιο.
Ήδη έχει εγκαθιδρυθεί μια σχέση μεταξύ ανθρώπων. Μπορώ να επιλέξω κάποια από τις πιο πάνω αφηγηματικές γραμμές που καθεμιά τους θα συνεπάγεται βεβαίως μια διαφορετική τροπή της ιστορίας και πιθανότατα ένα άλλο μυθιστορηματικό είδος. Η παρέμβαση λ.χ. της αστυνομίας είναι ένα ενδεχόμενο, σε ευνομούμενες τουλάχιστον χώρες, αν ο κύριος Μ. επιλέξει την οδό της βίας. Τότε θα έχουμε δικαστήρια, έξοδα, μάρτυρες, δικηγόρους κοκ. Αν όχι, τότε προκύπτει ένας άλλου τύπου ήρωας, αντιδιαμετρικά αντίθετος, που έχοντας καταπιεί την προσβολή, τρώει την πίτσα του χωρίς να καταλαβαίνει τι τρώει, δεν ανταποδίδει την προσπάθεια για συζήτηση του νεαρού σερβιτόρου και μάλιστα, όντας αφηρημένος και καταρώμενος τη μοίρα του, δεν αφήνει καν πουρμπουάρ, πράγμα που διαταράσσει, ελαφρώς έστω, τη σχέση του με το συγκεκριμένο κατάστημα – ένα είδος θεσμού στην γενικά μοναχική ζωή του.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η χώνεψή του θα είναι άσχημη με αποτέλεσμα, μετά την ανονειρική σιέστα του, να πιει βαρύθυμα τον καφέ του και να ξεχάσει να τηλεφωνήσει στη μνηστή του, την κυρία Λ. της διεύθυνσης Υγειονομικού της Περιφέρειας, χήρας και μητέρας ενός δεκαοκτάχρονου φοιτητή στο Παιδαγωγικό της Κομοτινής. Η σχέση του δεν απειλείται βεβαίως απ’ αυτή την παράλειψη –η μνηστή του θα τον πάρει έτσι κι αλλιώς κατά τις οκτώ, όπως κάθε βράδυ, για να διερευνήσει χλιαρά τις προθέσεις του- αλλά όσο να ναι οι εντάσεις είναι πιθανές, καθώς θα έχει διαταραχθεί η συνέπεια του τελευταίου χρόνου που οδήγησε σε αυτόν τον σιωπηρό αρραβώνα, ο οποίος με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε γάμο.
Ως τώρα ο αναγνώστης θα πρόσεξε ότι ουδόλως έχουμε ενδιαφερθεί για τα υπόλοιπα πλην της μύτης χαρακτηριστικά του κυρίου Μ. καθώς αυτό το συγκεκριμένο ήταν που έδωσε το έναυσμα για την έναρξη της αφήγησης και την μνεία κάποιων σχέσεων μεταξύ προσώπων. Δεν έχει ως τώρα καμιά σημασία αν είναι ψηλός ή κοντός, νέος ή γέρος, πολλώ μάλλον δεν έχει σημασία αν σπούδασε χρηματοοικονομικά στο Λονδίνο ή στα τότε ΤΕΙ Αιγάλεω και δουλεύει τώρα ως λογιστής σε μια εταιρεία συμβούλων ακαθορίστου αντικειμένου. Ή μήπως έχουν σημασία όλα τούτα; Θα δείξει. Προς το παρόν αυτό που ξέρουμε είναι ότι προτιμά να κατευθυνθεί στην Πλατεία Ελευθερίας, να καθίσει σε μια αναπαυτική πολυθρόνα κατάφατσα στην κρεμαστή οθόνη τη συντονισμένη στη Νova και να περιμένει την έναρξη του αγώνα Άρη-ΠΑΟΚ για τα πλέι οφ του πρωταθλήματος. Δεν θέλει τίποτα άλλο ο Μ. αυτή την συγκεκριμένη ώρα και κυρίως δεν θέλει σχέσεις με τους τριγύρω του που διασχίζουν την πλατεία οριζοντίως και καθέτως, παιδάκια, γιαγιάδες, γαμπρίζοντες νεαροί, ζευγαράκια, Αλβανοί που καταλήγουν να στήνουν μια παρτίδα ντόμινο στα παγκάκια, παρέες που μαζεύονται σιγά σιγά για το ματς ή απλώς για να ξεσκάσουν αυτό το ανοιξιάτικο βράδυ. Το μόνο που ίσως τον ενδιαφέρει είναι το παιγνίδι γιατί ―πρέπει να το πούμε αυτό― αρκετά πια με τη μύτη, ένα θέμα που τον απασχολεί από τα πολύ μικρά του χρόνια, τότε που τον κορόιδευαν στην τάξη, και στο οποίο ο Μ. διαχρονικά αποδίδει πολλές από τις προσωπικές του αποτυχίες [κάποια στιγμή θα πρέπει ίσως να επανέλθουμε σε αυτές].
Τότε, κι ενώ μπαίνουμε στο τελευταίο δεκάλεπτο του αγώνα, στην οθόνη εμφανίζεται σε γκρο πλαν το κάθιδρο προφίλ του Ιγκόρ Μπογκοσιάν, του Αρμένη σέντερ μπακ του Άρη, να τον συγχαίρουν οι συμπαίκτες του για μια όντως εκπληκτική απόκρουση με ανάποδο ψαλίδι πάνω στη γραμμή του τέρματος, που αποτρέπει την ισοφάριση. Παρατηρεί πως αυτός ο Μπογκοσιάν έχει όντως μεγάλη μύτη, σχεδόν σημιτική καθώς ανοίγει προς τα ρουθούνια, και πάντως σίγουρα μεγαλύτερη απ’ τη δική του. Κανείς πάντως δεν μοιάζει στο γήπεδο να ασχολείται μ’ αυτήν. Και ο Μ. παγιδεύεται, πιάνει τον εαυτό του σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του παιγνιδιού, να αποτυπώνει τις ενέργειές του Αρμένη, να τον επιβραβεύει ή όχι, να τον αναζητεί ακόμη κι όταν δεν βρίσκεται μέσα στο κάδρο ή έχει κάπου χαθεί μέσα σε ένα όμιλο παικτών, ή δεν είναι σαφές αν είναι αυτός, με βάση το μπόι και τα κινησιολογικά χαρακτηριστικά του.

Αναρωτιέται πώς βρέθηκε αυτός ο τύπος στου Χαριλάου και στον Άρη, παρέα με καμιά εικοσαριά άλλους ξένους ― από την Γκάνα ώς την Λευκορωσία. Τι άλλες επιλογές είχε στην καριέρα του, αν του αρέσει η Θεσσαλονίκη, αν του έκαναν αξιοπρεπές συμβόλαιο, αν είναι παντρεμένος, ποιοι υπήρξαν οι σταθμοί της ως τώρα ζωής του, αν έχει συγγενείς στο Ναγκόρνο Καραμπάχ που εκκενώθηκε πρόσφατα από τον αρμένικο πληθυσμό του μετά την πρόσφατη ήττα από τα στρατεύματα του αιώνιου εχθρού, του Αζερμπαϊτζάν, με την σύμπραξη της Τουρκίας. Ο νους του κ. Μ. έχει ξεστρατίσει τώρα για τα καλά. Πώς περνάει τα βράδια του ο Ιγκόρ; Βλέπει πορνό, του ρίξανε οι παράγοντες από δίπλα καμιά τοπική καλλιτέχνιδα για να έχει κάτι να ξεδίνει, του την πέφτουν τίποτα τοπικές νεαρές φαν που διψάνε για λίγη προσοχή και έλκονται από το κατακίτρινο καναρινί Άουντι 3 του για μια βόλτα στην περιφερειακή και ό,τι προκύψει; Ή πάλι αν έχει παιδιά, είναι καλός πατέρας και σύζυγος, πάντα ανήσυχος για το πώς θα προσαρμοστεί η οικογένεια στον νέο σταθμό της καριέρας του;
Ο κύριος Μ. δεν θέλει να τον γκουγκλάρει, κι άλλωστε από το διαδίκτυο δεν θα μάθει τίποτα για όσα όντως τον ενδιαφέρουν. Προτιμά να φαντάζεται τις πιθανότητες για τούτο ή για κείνο, αλλά έτσι βέβαια προκύπτουν διάφορες αφηγηματικές γραμμές, κι αυτές με διάφορα παρακλάδια. Τι βρισιές του λένε λόγω χάριν, και σε ποια γλώσσα, οι οργισμένοι αντίπαλοι τώρα που είναι πρωταγωνιστής ενός σκληρού τάκλιν κι αρπάζει μια κίτρινη κάρτα από τον διαιτητή; Τι του ψιθυρίζει εκείνος ο μοχθηρός αντίπαλος; Να τον λέει μήπως μυταρά; Τον Χριστό του την Παναγία του του κωλόμαυρου ― από το Κονγκό πρέπει να ΄ναι.

Τώρα έχω εγώ [ο συγγραφέας] δύο βασικά ενδεχόμενα μπροστά μου. Πρώτον να επιμείνω προς την σάρκωση μιας από τις πιθανές αφηγηματικές γραμμές, μέχρι και γνωριμία του κυρίου Μ. με αυτόν τον Μπογκοσιάν μπορώ να φανταστώ, μέχρι και ένα ταξίδι των δυο τους στο Ερεβάν της Αρμενίας όπου οι μεγάλες μύτες, κατά μία εκδοχή, είναι πιο αποδεκτές από αισθητική άποψη και όπου μάλιστα ενδέχεται, στην διάρκεια μιας εκδρομής στο όρος Αραράτ να τον ερωτευθεί η μία από τις δύο αδελφές του Μπογκοσιάν. Κι αν ζηλέψει η άλλη που μάλιστα είναι παντρεμένη; Κι αν ο άντρας της είναι αρρωστημένος ζηλιάρης και ζητήσει εξηγήσεις; Κι αν διαφωνήσουν γύρω από τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης ή ακόμα, πολύ πιο πίσω, για το ζήτημα της γενοκτονίας των Αρμενίων;
Λοιπόν το πράγμα γίνεται εξαιρετικά περίπλοκο οπότε δεν μπορώ παρά να προκρίνω μια άσχετη επιλογή. Να παν να γαμηθούν κι ο μυταρόλας λογιστής, και η κυρία Λ. κι ο Ιγκόρ Μπογκοσιάν, κι οι αδελφές του και ο γαμπρός του, και να πάω να ξαπλώσω λίγο γιατί με περιτριγυρίζει από χτες ένα κρύωμα και η μύτη ως συγγραφικό έναυσμα δεν με εμπνέει και τόσο.
Εκτός βέβαια αν πρόκειται για τη δική μου που πρέπει επειγόντως να τη φυσήξω πριν βάλω και κάνα θερμόμετρο να δω πού βρισκόμαστε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: