Η μεταφυσική του τέλους και η λογοτεχνία

Πίνδος, 1990
Πίνδος, 1990 / φωτ. Άρις Γεωργίου

«Σ’ έναν επι­τα­χυ­νό­με­να με­τα­βαλ­λό­με­νο, χα­ο­τι­κό και ελά­χι­στα κα­τα­νοη­τό κό­σμο, μή­πως εντέ­λει πέ­φτει στους ώμους της λο­γο­τε­χνί­ας η κα­τα­σκευή μιας ορ­γα­νι­κής σύν­θε­σης που ο δο­κι­μια­κός/επι­στη­μο­νι­κός λό­γος αδυ­να­τεί να δια­τυ­πώ­σει;»

Αν «η ανα­πτυσ­σό­με­νη κοι­νω­νία κα­τά της συρ­ρι­κνού­με­νης φύ­σης» εί­ναι το κε­ντρι­κό μο­τί­βο του οι­κο­λο­γι­κού αντι­λό­γου, δεν πρέ­πει να προ­κα­λεί έκ­πλη­ξη η φι­λο­λο­γία πε­ρί του τέ­λους του κό­σμου ή έστω του πο­λι­τι­σμού όπως τον γνω­ρί­ζου­με. Η Απο­κά­λυ­ψη, η Ημέ­ρα της Κρί­σε­ως, η Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σία ή, επί το πραγ­μα­τι­στι­κό­τε­ρον, το Τέ­λος της Ιστο­ρί­ας έρ­χο­νται και επα­νέρ­χο­νται στις με­γά­λες αφη­γή­σεις – από τις μο­νο­θεϊ­στι­κές θρη­σκεί­ες ώς τον Μαρ­ξι­σμό. Όμως η οι­κο­λο­γι­κή προ­φη­τεία δια­φέ­ρει κα­τά το ότι βα­σί­ζε­ται σε πολ­λή και σκλη­ρή επι­στή­μη (όταν λό­γου χά­ριν κά­νει τις προ­βο­λές της ως προς τον ρυθ­μό εξα­φά­νι­σης των ει­δών, την εξά­ντλη­ση των φυ­σι­κών πό­ρων και την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή). Μό­νο που η πο­λυ­πλο­κό­τη­τα των φυ­σι­κών και κοι­νω­νι­κών φαι­νο­μέ­νων, πολ­λώ μάλ­λον η με­τα­ξύ τους δια­πλο­κή, κα­θι­στούν τις όποιες προ­βλέ­ψεις ανε­παρ­κείς και τα­κτι­κά αυ­το­δια­ψευ­δό­με­νες. Στο βι­βλίο μου Η αρ­χαιο­λο­γία της ανά­πτυ­ξης (Πα­νε­πι­στη­μια­κές Εκ­δό­σεις Κρή­της, 1996) εί­χα ονο­μά­σει τις οι­κο­λο­γι­κές προ­φη­τεί­ες δια­ψεύ­σι­μες με την πο­λι­τι­κή έν­νοια του όρου. Λ.χ., η πρό­βλε­ψη ότι θα υπάρ­ξει έλ­λει­ψη νε­ρού στην Ελ­λά­δα (και αλ­λού) το 2030 κα­λεί σε αυ­το­διά­ψευ­σή της, και αυ­τή η αυ­το­διά­ψευ­ση εί­ναι εφι­κτή μέ­σω μιας αλ­λα­γής πο­ρεί­ας – ίσως μιας επα­νά­στα­σης, συ­χνό­τε­ρα μέ­σω χά­ρα­ξης δια­φο­ρε­τι­κού μείγ­μα­τος με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών πο­λι­τι­κών. Αυ­τό, πά­ντως, που δεν εί­ναι δια­ψεύ­σι­μο –ού­τε και το αντί­θε­τό του– εί­ναι το τέ­λος κα­θαυ­τό. Και η οι­κο­λο­γι­κή κρι­τι­κή μάς το θυ­μί­ζει με σχε­δόν πλη­κτι­κή επι­μο­νή.

Ό,τι δεν μπο­ρούν να κά­νουν στις μέ­ρες μας οι κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες –το βλέ­που­με ξε­κά­θα­ρα σε όλο τον κό­σμο– κα­λεί­ται να το κά­νει επαρ­κέ­στε­ρα η τέ­χνη, επα­να­φέ­ρο­ντας ένα εί­δος συν­θε­τι­κής προ­σέγ­γι­σης στα πράγ­μα­τα που μπο­ρεί να οδη­γή­σει, αν όχι σε απτά πο­λι­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, πά­ντως σε σφαι­ρι­κό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση του κό­σμου και σε εν δυ­νά­μει λύ­τρω­ση (κά­θαρ­ση, θα λέ­γα­με, μιας και η αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή έν­νοια, κε­ντρι­κή στην Τρα­γω­δία, έχει προ­φα­νείς συ­μπα­ρα­δη­λώ­σεις με το σύγ­χρο­νο οι­κο­λο­γι­κό αί­τη­μα). Έχει απο­δει­χθεί στην πρά­ξη ότι το φαι­νό­με­νο του θερ­μο­κη­πί­ου ή ο πυ­ρη­νι­κός όλε­θρος δεν εί­ναι δυ­να­τόν να κοι­νο­ποι­η­θούν με επαρ­κή μέ­σα στο κοι­νό, ού­τε άλ­λω­στε στις ανε­παρ­κέ­στα­τες πο­λι­τι­κές ηγε­σί­ες των ημε­ρών μας. Πολ­λώ μάλ­λον όταν ο επι­στη­μο­νι­κός λό­γος εί­ναι ο επί τού­του δυσ­νό­η­τος λό­γος ενός εκ­παι­δευ­μέ­νου ιε­ρα­τεί­ου που δια­σφα­λί­ζει τη συ­νο­χή της κοι­νό­τη­τας μέ­σω του εκά­στο­τε Πα­ρα­δείγ­μα­τος που δια­κο­νεί. Ένας πρό­σθε­τος λό­γος εί­ναι ότι οι αλ­λα­γές που συμ­βαί­νουν γύ­ρω μας εί­ναι μη αντι­λη­πτές από τα αι­σθη­τή­ρια όρ­γα­νά μας και συ­νή­θως έξω από το πε­δίο των άμε­σων εμπει­ριών μας. Ένας τρί­τος, ότι νιώ­θου­με πως πα­ρό­μοια φαι­νό­με­να δεν μας αφο­ρούν άμε­σα, και όσο για τα παι­διά και τα εγ­γό­νια μας – ε! ας βρουν εκεί­να τη λύ­ση... Ένας τέ­ταρ­τος εί­ναι η εγκα­τά­λει­ψη στη μοι­ρο­λα­τρι­κή πε­ποί­θη­ση ότι σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση εί­ναι δου­λειά της τε­χνο­λο­γί­ας (και της αγο­ράς) να υπο­δεί­ξει και επι­βάλ­λει διε­ξό­δους. Και ένας πέμ­πτος ότι η αν­θρω­πό­τη­τα έχει κο­ντή μνή­μη, ει­δι­κά στους και­ρούς των ρα­γδαί­ων εξε­λί­ξε­ων και της άμε­τρης πλη­ρο­φο­ρια­κής ρο­ής. Γι’ αυ­τό ο κό­σμος συ­νε­χί­ζει απε­ρί­σπα­στος την πο­ρεία του, ακό­μη και εν μέ­σω κρί­σης, με επι­τα­χυ­νό­με­νη κα­τα­να­λω­τι­κή βου­λι­μία και πα­ρά­λο­γη απλη­στία, επα­να­λαμ­βά­νο­ντας πε­ρί­που τε­λε­τουρ­γι­κά τις ίδιες κα­θη­με­ρι­νές «χει­ρο­νο­μί­ες».

Ίσως, λοι­πόν, πέ­φτει στις πλά­τες της λο­γο­τε­χνί­ας το κα­θή­κον της κα­τα­σκευ­ής του πε­ρι­γράμ­μα­τος ενός μέλ­λο­ντος που δεν απο­τε­λεί απλή συ­νέ­χεια του πα­ρό­ντος – ενός πλαι­σί­ου όπου τα υπο­κεί­με­να της δρά­σης κι­νού­νται πει­στι­κά μέ­σα στον χα­ο­τι­κό κό­σμο της κοι­νω­νί­ας του ρί­σκου και της αβε­βαιό­τη­τας. Ένα τέ­τοιο έρ­γο εί­ναι το Solar του Ίαν Μακ­γιού­αν, που θέ­τει στο επί­κε­ντρό του την κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή. Πε­ρισ­σό­τε­ρο, όμως, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό έρ­γο του εί­δους του «τέ­λους του κό­σμου» βρί­σκω το Οι δα­κτύ­λιοι του Κρό­νου του Ζέ­μπαλντ, ένα έκ­κε­ντρο οδοι­πο­ρι­κό στην Ανα­το­λι­κή Αγ­γλία, στο με­ταίχ­μιο δο­κι­μί­ου και μυ­θο­πλα­σί­ας, με απο­λή­ξεις στη βιω­μέ­νη ιστο­ρία του πλα­νή­τη. Το έρ­γο αν­θί­στα­ται σε οποια­δή­πο­τε από­πει­ρα τα­ξι­νό­μη­σης ή έντα­ξης στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και έχει θε­ω­ρη­θεί προ­άγ­γε­λος ενός νέ­ου λο­γο­τε­χνι­κού εί­δους. Τα χα­λα­ρά συν­δε­ό­με­να δο­κι­μια­κά του μέ­ρη εί­ναι ένα χρο­νι­κό της κοι­νω­νι­κής, πο­λι­τι­σμι­κής και οι­κο­λο­γι­κής φθο­ράς. Οι ίδιοι οι τό­ποι που πε­ρι­δια­βά­ζει ο συγ­γρα­φέ­ας/αφη­γη­τής εί­ναι εγκα­τα­λειμ­μέ­νοι, η αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία ελά­χι­στη, ενώ τα τε­χνή­μα­τα δια­βρώ­νο­νται ανε­πι­στρε­πτί και το το­πίο εί­ναι εμπο­τι­σμέ­νο με τη με­λαγ­χο­λία της Πτώ­σης. Μοιά­ζει σαν το τέ­λος του κό­σμου να έχει ήδη επέλ­θει και εμείς απλώς να πε­ρι­φε­ρό­μα­στε εντός του χω­ρίς να το έχου­με αντι­λη­φθεί. Το ανοί­κειο κυ­ριαρ­χεί, η νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα άφη­σε πί­σω της ερεί­πια, μοιά­ζει να μας λέ­ει ο Ζέ­μπαλντ, όπως άλ­λω­στε και ο Β.Σ. Νάι­πολ στο μη με­τα­φρα­σμέ­νο στα ελ­λη­νι­κά The Enigma of Arrival (1987), βι­βλίο δια­πο­τι­σμέ­νο από το αί­σθη­μα του κε­νού της αστι­κο­ποί­η­σης και της εγκα­τά­λει­ψης της υπαί­θρου. Ελε­γεια­κά και τρα­γι­κά μα­ζί αυ­τά τα έρ­γα επι­βε­βαιώ­νουν την άπο­ψη ότι η λο­γο­τε­χνία εί­ναι δυ­να­τόν να συλ­λά­βει την προ­φη­τεία πε­ρισ­σό­τε­ρο ως προ­μή­νυ­μα αυ­τού που επι­φυ­λάσ­σει το μέλ­λον, πα­ρά ως μία εκ των πραγ­μά­των δια­ψεύ­σι­μη προ­βο­λή του πα­ρό­ντος.

Αλ­λά το πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο έρ­γο από τη σκο­πιά ενός επι­κει­μέ­νου τέ­λους, που ίσως εί­ναι ακό­μη απο­τρε­πτό, το βρί­σκου­με, κα­τά την άπο­ψή μου, στον Ντον Ντε­λίλ­λο. Η πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση κυ­ριαρ­χεί, η τε­χνο­λο­γι­κή αλ­λο­τρί­ω­ση εί­ναι πα­ρού­σα και ο πυ­ρη­νι­κός όλε­θρος ήδη πα­ρών στο πε­ρί­φη­μο έρ­γο του Υπό­γειος κό­σμος. Στον Λευ­κό θό­ρυ­βο πά­λι πα­ρα­κο­λου­θού­με ένα τυ­πι­κό ατύ­χη­μα με­γά­λης κλί­μα­κας, με υπαί­τια τη χη­μι­κή βιο­μη­χα­νία και κα­λά σκια­γρα­φη­μέ­νους απο­δέ­κτες των δρα­μα­τι­κών επι­πτώ­σε­ων της κα­τα­στρο­φής τούς τυ­πι­κούς Αμε­ρι­κα­νούς με­σο­α­στούς. Αλ­λά μια πραγ­μα­τι­κή πλην έμ­με­ση αί­σθη­ση τέ­λους απο­κο­μί­ζου­με και στο φαι­νο­με­νι­κά λι­γό­τε­ρο φι­λό­δο­ξο έρ­γο του Κο­σμό­πο­λις, όπου ο ήρω­ας, ένας σύγ­χρο­νος άρ­χο­ντας του κό­σμου, κι­νεί τα νή­μα­τα των επεν­δύ­σε­ών του μέ­σα από μια λι­μου­ζί­να την οποία έχει με­τα­τρέ­ψει σε τό­πο κα­τοι­κί­ας του. Πε­ρι­φε­ρό­με­νος στη Νέα Υόρ­κη, πα­ρα­κο­λου­θεί τις πα­γκό­σμιες εξε­λί­ξεις από οθό­νες και ασύρ­μα­τα δί­κτυα, δέ­χε­ται τις επι­σκέ­ψεις του χρη­μα­τι­στή, του δι­κη­γό­ρου ή μιας πε­ρι­στα­σια­κής ερω­μέ­νης, απει­λεί­ται από ποι­κί­λες εξω­τε­ρι­κές μορ­φές βί­ας, αλ­λά αυ­τό που πραγ­μα­τι­κά θα φέ­ρει το τέ­λος εί­ναι η νο­σταλ­γία για την πα­ρελ­θού­σα ζωή του, ίχνη της οποί­ας θα ανα­ζη­τή­σει στη γει­το­νιά όπου με­γά­λω­σε. Εντέ­χνως καρ­του­νί­στι­κη και εντό­νως αλ­λη­γο­ρι­κή, αυ­τή η ιστο­ρία του Ντε­λίλ­λο δεί­χνει κα­θα­ρά το τι μπο­ρεί να πε­τύ­χει η λο­γο­τε­χνία ως προς τη συν­θε­τι­κή απο­τί­μη­ση της επο­χής και τη δια­τύ­πω­ση ευ­λό­γων ει­κα­σιών για το μέλ­λον.

Ο Δρό­μος του Κόρ­μακ Μακ­Κάρ­θι αντλεί από ποι­κί­λα έρ­γα επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας. Εδώ, το τέ­λος έχει επέλ­θει από ένα εί­δος κα­τα­στρο­φής που θυ­μί­ζει κρά­μα φαι­νο­μέ­νου του θερ­μο­κη­πί­ου και πυ­ρη­νι­κού χει­μώ­να. Η βία, που απο­τε­λεί εμ­μο­νι­κά τον κι­νη­τή­ριο μο­χλό των προ­γε­νέ­στε­ρων βι­βλί­ων του Αμε­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα, έχει φέ­ρει εδώ τα απο­τε­λέ­σμα­τά της. Ένας πα­τέ­ρας με τον γιο του κι­νού­νται μέ­σα σ’ ένα απο­γυ­μνω­μέ­νο από ζωή το­πίο προς τον Νό­το, ανα­ζη­τώ­ντας τη θά­λασ­σα. Ο πρω­το­γο­νι­σμός βα­σι­λεύ­ει στο πλαί­σιο των λι­γο­στών ενα­πο­μει­να­σών αν­θρώ­πι­νων κοι­νο­τή­των, ο κα­νι­βα­λι­σμός δεν απο­τε­λεί πια τα­μπού, η δια­τρο­φή εί­ναι προ­βλη­μα­τι­κή, το το­πίο και ο έμ­βιος κό­σμος προ­βάλ­λουν κα­τα­σπα­ραγ­μέ­να σε όλη τη διάρ­κεια αυ­τού του σκο­τει­νού οδοι­πο­ρι­κού. Και όμως κά­τι σαν αχνή ελ­πί­δα ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από τις σχέ­σεις πα­τέ­ρα-γιου, ή μέ­σω της οι­κο­γέ­νειας που θα απο­τε­λέ­σει τη σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας για το παι­δί στο τέ­λος του βι­βλί­ου. Σε πα­ρό­μοιο μή­κος κύ­μα­τος κι­νεί­ται Η Χρο­νιά της ερή­μου του Αρ­γε­ντι­νού Πέ­δρο Μαϊ­ράλ, όπου η «κο­σμο­χα­λα­σιά» –ένα ιδιό­τυ­πο εί­δος ερη­μο­ποί­η­σης– επε­κτεί­νε­ται κα­τα­στρέ­φο­ντας το Μπου­έ­νος Άι­ρες και εξα­να­γκά­ζο­ντας τον αστι­κό πλη­θυ­σμό να συ­γκρο­τή­σει νέ­ες «φυ­λές» ή και να κα­τα­φύ­γει στην ύπαι­θρο, η οποία όμως έχει πά­ψει προ πολ­λού να συ­νι­στά κα­τα­φύ­γιο.

Απ’ αυ­τό το απάν­θι­σμα δυ­στο­πιών δεν θα πρέ­πει να λεί­ψει ο πο­λυ­συ­ζη­τη­μέ­νος Μι­σέλ Ου­ελ­μπέκ, που οι αμ­φι­λε­γό­με­νες από­ψεις του έχουν συ­χνά εξε­γεί­ρει το κλαμπ της πο­λι­τι­κής ορ­θό­τη­τας. Ήδη από Τα στοι­χειώ­δη σω­μα­τί­δια ο Ου­ελ­μπέκ εί­χε προ­α­ναγ­γεί­λει την ενα­σχό­λη­σή του με τον άν­θρω­πο ως βιο­λο­γι­κό εί­δος και την πι­θα­νή με­τάλ­λα­ξή του. Στο Η δυ­να­τό­τη­τα ενός νη­σιού, η δυ­στο­πία της κλω­νο­ποί­η­σης έχει υλο­ποι­η­θεί. Το τέ­λος του κό­σμου έχει προ πολ­λού επέλ­θει υπό τη μορ­φή της αιώ­νιας ζω­ής που έχει ως αντί­τι­μο την απου­σία συ­ναι­σθη­μα­τι­κής εμπλο­κής και το τέ­λος του έρω­τα. Τα το­πία εί­ναι έντο­να αλ­λη­γο­ρι­κά, όμως γε­ρά ρι­ζω­μέ­να στην απο­ξέ­νω­ση από τη φύ­ση που βιώ­νει ο σύγ­χρο­νος πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νος άν­θρω­πος. Ο «ιδιο­φυ­ής απελ­πι­σμέ­νος» Ου­ελ­μπέκ μοιά­ζει απο­φα­σι­σμέ­νος να μην υπο­χω­ρή­σει ού­τε βή­μα από την κυ­νι­κή πε­ρι­γρα­φή των αδιε­ξό­δων μιας αν­θρω­πό­τη­τας όπου «κυ­ρί­αρ­χος τρό­πος πα­ρα­γω­γής» εί­ναι πλέ­ον ο μα­ζι­κός του­ρι­σμός, η πορ­νεία και η ανα­κα­τα­σκευή μιας πα­ρά­δο­σης εν εί­δει σκη­νι­κού, όπως πε­ρι­γρά­φει ευ­ρη­μα­τι­κά στο προ­τε­λευ­ταίο του έρ­γο Ο χάρ­της και η επι­κρά­τεια.

Ίσως, λοιπόν, πέφτει στις πλάτες της λογοτεχνίας το καθήκον της κατασκευής του περιγράμματος ενός μέλλοντος που δεν αποτελεί απλή συνέχεια του παρόντος – ενός πλαισίου όπου τα υποκείμενα της δράσης κινούνται πειστικά μέσα στον χαοτικό κόσμο της κοινωνίας του ρίσκου και της αβεβαιότητας.

Αντί επι­λό­γου

Τέ­τοιου τύ­που έρ­γα ανα­δια­τυ­πώ­νουν με σα­φή­νεια το ερώ­τη­μα του κα­τά πό­σον η λο­γο­τε­χνία, πέ­ραν του να συν­θέ­τει με επάρ­κεια την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μπο­ρεί και να την αλ­λά­ξει. Ο Τζωρτζ Όρ­γου­ελ, με το 1984 και τη Φάρ­μα των ζώ­ων, ανα­προ­σα­να­τό­λι­σε την οπτι­κή μιας ολό­κλη­ρης γε­νιάς για το πο­λι­τι­κό μας μέλ­λον. Δεν ήταν ο πρώ­τος. Ο Σίν­κλερ Λιού­ις στη δε­κα­ε­τία του 1920 εί­χε συ­ντε­λέ­σει με τη Ζού­γκλα του στην αλ­λα­γή της ερ­γα­τι­κής νο­μο­θε­σί­ας και με το Πε­τρέ­λαιο! κα­τα­σκεύ­α­σε την πρώ­τη επαρ­κή ερ­μη­νεία ως προς –με­τα­ξύ άλ­λων– την επερ­χό­με­νη σπά­νι των πρώ­των υλών στην κυο­φο­ρού­με­νη κοι­νω­νία της ανά­πτυ­ξης. Ο Τζό­ζεφ Κόν­ραντ με την Καρ­διά του σκό­τους, το Νο­στρό­μο και το Λόρ­δος Τζιμ εί­χε συμ­βάλ­λει στην απο­κά­λυ­ψη των κα­τα­πιε­στι­κών μη­χα­νι­σμών της αποι­κιο­κρα­τί­ας και στο ανέ­φι­κτο της δυ­τι­κής κα­τά­κτη­σης του πλα­νή­τη. Ο Ερα­στής της Λαί­δης Τσά­τερ­λυ του Ντ. Χ. Λώ­ρενς συ­νε­τέ­λε­σε σε με­γά­λο βαθ­μό στην απα­γκί­στρω­ση από τις πα­ρα­δο­σια­κές πε­ρί σε­ξουα­λι­κό­τη­τας αντι­λή­ψεις, ενώ, αν θέ­λου­με να τρα­βή­ξου­με τη γραμ­μή ακό­μη πιο πί­σω, θα βρού­με στην Κα­λύ­βα του Μπαρ­μπα-Θω­μά, της Χά­ριετ Μπί­τσερ Στό­ου, τις απαρ­χές του κι­νή­μα­τος για τα πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα. Πα­ρό­τι η δρα­μα­τι­κή επι­τά­χυν­ση της ιστο­ρί­ας στις μέ­ρες μας δεν ευ­νο­εί τον δη­μιουρ­γι­κό στο­χα­σμό, και η αύ­ξου­σα πο­λυ­πλο­κό­τη­τα του κό­σμου στο­μώ­νει την έμπνευ­ση, ίσως η λο­γο­τε­χνία μπο­ρεί και πά­λι να δεί­ξει τον δρό­μο.

Σε τε­λευ­ταία ανά­λυ­ση, μια λο­γο­τε­χνία του τέ­λους του κό­σμου οφεί­λει να ανα­δο­μή­σει τα ερ­γα­λεία της, και ήδη το κά­νει σε με­γά­λο βαθ­μό, στο­χεύ­ο­ντας σ’ ένα ενο­ποι­η­τι­κό όρα­μα αφη­γη­μα­τι­κού και επι­στη­μο­νι­κού/δο­κι­μια­κού λό­γου. Η αφθο­νία πλη­ρο­φο­ριών στις μέ­ρες μας απο­τε­λεί πρό­κλη­ση αλ­λά και πα­γί­δα. Απαι­τεί­ται αυ­το­συ­γκρά­τη­ση και χα­μη­λοί τό­νοι αν εί­ναι να απο­δώ­σεις τον υπό­κω­φο θρή­νο γι’ αυ­τό που έχει χα­θεί. Απαι­τεί­ται λε­λο­γι­σμέ­νη επα­νε­πί­σκε­ψη του πα­ρελ­θό­ντος, συν­θε­τι­κή δου­λειά βα­σι­σμέ­νη στην άφθο­νη πε­ριρ­ρέ­ου­σα επι­στή­μη, σε­μνό­τη­τα ενώ­πιον ενός μέλ­λο­ντος όπου βα­σι­λεύ­ει η αρ­χή της απροσ­διο­ρι­στί­ας και όπου η ύπαρ­ξη και μό­νο του πα­ρα­τη­ρη­τή τρο­πο­ποιεί το αντι­κεί­με­νο της πα­ρα­τή­ρη­σης, όπως μας δι­δά­σκει η κβα­ντι­κή φυ­σι­κή. Απαι­τεί­ται ακό­μη αί­σθη­ση του κυ­κλι­κού και επι­τα­χυ­νό­με­νου χρό­νου – του χρό­νου ακορ­ντε­όν ή, κα­λύ­τε­ρα, του σπει­ροει­δούς χρό­νου. Και πά­νω απ’ όλα –κι αυ­τό εί­ναι ίσως το μο­να­δι­κό κα­το­χυ­ρω­μέ­νο δί­δαγ­μα– απαι­τεί­ται λι­τό­τη­τα των μέ­σων εν μέ­σω της πλη­ρο­φο­ρια­κής και ενερ­γεια­κής εντρο­πί­ας, αν εί­ναι να ικα­νο­ποι­η­θεί το αί­τη­μα του ορ­γα­νι­κι­σμού, της πα­ρα­δο­χής, δη­λα­δή, ότι «ένα συν ένα κά­νουν δύο και κά­τι».

Κα­λού­μα­στε στις μέ­ρες μας να κα­τα­νο­ή­σου­με και απο­δώ­σου­με όχι πια την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλ­λά την απώ­λεια. Αν έτσι έχουν τα πράγ­μα­τα, η φύ­ση, εγκι­βω­τι­σμέ­νη, κα­θη­μαγ­μέ­νη ή πο­δη­γε­τη­μέ­νη, συ­νι­στά τον κα­θρέ­φτη όπου μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με το ανε­στραμ­μέ­νο μας εί­δω­λο – την ανα­δια­τύ­πω­ση των ιδρυ­τι­κών μύ­θων της αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας. Πα­ρα­μέ­νει, με άλ­λα λό­για, ο εν δυ­νά­μει κε­ντρι­κός ήρω­ας της αφή­γη­σης της αν­θρώ­πι­νης πε­ρι­πέ­τειας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: