Αντάρτες στο ψυγείο

Ο ανεμιστήρας δούλευε στο τέσσερα. Ιούλιος και ζέστη – η πολυκατοικία έβραζε. Όλη η πόλη έβραζε. Η τηλεόραση κάτι έλεγε για κάποιο αφιέρωμα: «Εξήντα χρόνια απ’ το τέλος του εμφυλίου». Ο Λάζαρος Κλ. Ασίκογλου, συνταξιούχος δάσκαλος, ήταν μόνος στο σπίτι. Κι έσκαγε. Σηκώθηκε απ’ τον καναπέ, φόρεσε τις παντόφλες του και περπάτησε με μικρά, δύσκολα βηματάκια προς την κουζίνα, να πιει λίγο κρύο νερό, να δροσιστεί. Σταμάτησε μπροστά στο ψυγείο και το άνοιξε – αναπάντεχα, μέσα στο γαλαζωπό, ιριδίζον φως του είδε πάλι τη σκηνή, δίπλα στο νεκροταφείο του χωριού, τη Δήμητρα Σερρών: το σταματημένο Τζέιμς και στρατιώτες και ΜΑΥδες που κατέβαζαν απ’ το αυτοκίνητο έξι σκοτωμένους αντάρτες, κατεψυγμένους. Ξερά κούτσουρα – κρύφτηκε πίσω από κάτι στουρνάρια. Ήταν, τότε, Ιούλιος του ’48 και αυτός στα δεκατρία του χρόνια. Οι αντάρτες ήταν σαν κομμένοι κορμοί, άκαμπτοι, μπουζιασμένοι, ένα κομμάτι πάγου ολόκληρο το σώμα τους. Τους απέθεταν στην είσοδο του κοιμητηρίου σε παράταξη – για θάψιμο. Τους πήγανε προηγουμένως στην πόλη και τους βάλανε σε θαλάμους ψύξης, μέσα σε κομμάτια πάγου, μέχρι να ᾽ρθούνε ειδικοί, να τους αναγνωρίσουν – μήπως ανάμεσά τους ήταν κάποιος καπετάνιος. Και τώρα τους φέρανε, κατεψυγμένους ακόμα, εδώ.

Ο Λάζαρος άρχισε να τρέμει. Περίμενε να φύγουν οι στρατιώτες και οι ΜΑΥδες – μετά από πέντε λεπτά ανέβηκαν στο Τζέιμς και αναχώρησαν. Αλλά αυτός δεν είχε το κουράγιο να βγει, να δει από πιο κοντά. Ήθελε να φύγει, να πάει στη μάνα του, στο σπίτι, να κρυφτεί, όμως και πάλι τον έτρωγε να δει τους σκοτωμένους. Πάνω από ένα δεκάλεπτο καθόταν ακίνητος. Είχε παραλύσει. Μετά βγήκε αργά, προσεκτικά και πλησίασε. Βήμα, βήμα. Σίμωσε, στο μισό μέτρο. Έσκυψε και τους είδε από κοντά. Έναν-έναν. Φαίνονταν έξι παγοκολόνες που μέσα τους ήταν φυλακισμένοι οι αντάρτες σε διάφορες στάσεις, μπλαβιασμένοι, με μαβιά χείλια, μαύρο αίμα στις πληγές, βρόμικα χέρια. Οι δυο με μισάνοιχτα μάτια και ο ένας με τραύμα στον λαιμό και χωρίς το δεξί αυτί. Παγωμένοι – κόκαλα. Αναγνώρισε τους τρεις – ήταν παλικάρια απ’ το χωριό. Τον έναν τον μικρότερο, τον Χρύσανθο τον Χοϊδά, δέκα εφτά χρονών, τον είχαν πάρει οι αντάρτες στο βουνό με το ζόρι – ήταν αυτός με το κομμένο αυτί.

Κάθισε ανακούκουρδα και τους κοιτούσε κι έκλαιγε. Τα δάκρυά του μπλέκονταν με τον ιδρώτα. Ακούμπησε μετά από πολύ δισταγμό με το χέρι του τον μικρότερο, τον Χρύσανθο, και ανατρίχιασε – ένιωσε πόνο απ’ τον πάγο. Σηκώνοντας το κεφάλι, είδε να έρχεται απ’ τον χωματόδρομο, τρεμίζοντας μέσα στη ζέστη και στο φως, ο θείος του ο Ισίδωρος. Είχε μαζί του ένα αλουμινένιο παγούρι και το σήκωνε –άστραψε μια στιγμή αντανακλώντας στον ήλιο– κι έπινε νερόξιδο να δροσιστεί.

– Θείε Ισίδωρε…

Εκείνος πλησίασε και στάθηκε μπροστά στους σκοτωμένους – φαινόταν έξαλλος, απελπισμένος, τρομακτικός. Την προηγούμενη μέρα, Κυριακή, οι αντάρτες του είχαν κάψει την πατόζα με πετρέλαιο. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές λες και καιγόταν ακόμα εντός του η πατόζα, ολόκληρη η περιουσία του – φαινόταν παραλοϊσμένος, παρότι ήταν ανέκαθεν ήρεμος και λιγόλογος, μοναχικός άνθρωπος. Απόφευγε, πάντα. Δεν είχε μπλεχτεί με τις παρατάξεις. Κοίταζε τώρα τους παγωμένους νεκρούς πυρετικά, με απέχθεια αλλά και με κάποια θλίψη. Παρατηρώντας καλύτερα αναγνώρισε τους συγχωριανούς. Συγκλονίστηκε για μια στιγμή, ξεχωρίζοντας τον μικρότερο, τον Χρύσανθο, βούρκωσε, έκανε να κινηθεί, αλλά κρατήθηκε. Έκανε πίσω. Σώπασε. Και σήκωσε πάλι, αμήχανα, το αλουμινένιο παγούρι.
Ο Λάζαρος Κλ. Ασίκογλου έκλεισε με βρόντο την πόρτα του ψυγείου.
Μετά πήγε στον πάγκο της κουζίνας, έσκυψε και ήπιε ζεστό νερό απ’ τη βρύση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: