Ο διάδρομος

Στον ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο

Καθόμαστε με τον γέροντα Ιωάννη στον εξώστη, στο ξύλινο μπαλκόνι του εβδόμου ορόφου της Μονής – ουσιαστικά είναι σαν να βρισκόμαστε σε κάποιον εικοστό πέμπτο όροφο, εφόσον το μοναστήρι είναι χτισμένο στον βράχο και πάνω σε πυργωτή βάση ύψους οχτώ περίπου ορόφων. Από το σημείο αυτό λέγεται πως η θέα είναι από τις πέντε καλύτερες στον κόσμο. Δορυφορική θέα, καραούλι, καταγνάντι. Από τα ριζά του βράχου ξεκινούν οι μεγάλοι αναβαθμοί των μπαχτσέδων, σπαρμένοι με ποικίλα ζαρζαβατικά, και κατεβαίνουν κλιμακωτά, με ενδιάμεσες δροσοπεζούλες σχεδόν ως τον αρσανά, πεντακόσια απόκρημνα μέτρα παρακάτω, όπου δένει η βάρκα της Μονής και ξεκινάει το μέγα της θαλάσσης κράτος.
Απέναντι, αυτό το απόγευμα του Μαΐου που έχει διαφάνεια, βλέπουμε αφ’ υψηλού και στο βάθος, αχνά, την Αλόννησο και την Σκύρο, την σταχτιά, τρεμίζουσα γραμμή του Πηλίου και δεξιά να λευκάζει η Μεγάλη Παναγιά του δεύτερου ποδιού της Χαλκιδικής. Είμαστε πολύ ψηλά, το μπαλκόνι είναι κρεμαστό κι έχω στιγμές την αίσθηση πως κάνω αλεξίπτωτο πλαγιάς. Με πιάνει κάτι σαν ίλιγγος. Αποκάτω μας πετάνε πουλιά, χελιδόνια, δεκοχτούρες, κάργιες και λίγο, ελαφρώς πιο ψηλά, ή στο ίδιο ύψος με εμάς, ζυγιάζονται αετογέρακα και κιρκινέζια χωρίς να φτερουγίζουν, ολισθαίνοντας μεγαλόπρεπα, κυκλικά, στα ανοδικά ρεύματα του αέρα. Από κάπου πλάγια και κάτω, έρχονται και φεύγουν σπαστές ριπές και φωνήεντα σπίνων και μακρινά, αποσπασματικά σχόλια αηδονιών.
Η συγκλονιστική ομορφιά του τοπίου με έχει αφήσει άναυδο – ακόμα και τον γέροντα Ιωάννη που το έχει συνηθίσει, ή έτσι νομίζω. Η ευκρασία του αέρα και το πολύγονο της γης έχει πλημμυρίσει με πράσινο και δέντρα όλη την γύρω περιοχή της Μονής. Νιώθω πως βρίσκομαι στα περίχωρα της Εδέμ. Κατεβάζοντας το βλέμμα παρατηρώ ότι ο γέροντας Ιωάννης φοράει κάτω απ’ το μαύρο ράσο μαύρη φόρμα γυμναστικής και μαύρα αθλητικά παπούτσια. Είναι γύρω στα πενήντα πέντε, κανονικού ύψους, γκριζοδιχαλογένης, λεπτός, γαλανομάτης και στέρεος, γυμνασμένος πολύ, με όμορφα, δουλεμένα χέρια. Τα μάτια του δείχνουν βαθιά μορφωμένο άνθρωπο και μειλίχιο –ξέρω πως τελείωσε την Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης κι έπειτα έκανε Καλές Τέχνες στο Παρίσι– αλλά δεν εύρισκε παρηγορία σε όλα αυτά. Δεν εύρισκε ανάπαυση. Είναι εδώ στο Όρος από τριάντα χρονών κι ασκεί στην Μονή το διακόνημα του ξυλουργού.
– Γέροντα, του λέω, ξαναβλέποντας τα αθλητικά παπούτσια του, φαντάζομαι τι ωραίες πεζοπορίες θα κάνεις μέσα σε αυτό τον Παράδεισο.
– Περπατώ κάθε μέρα, κάθε πρωί, μετά τις οχτώ, μιάμιση ώρα οπωσδήποτε, μου απαντάει ήρεμα. Πράγματι το να τριγυρίζεις στους μπαχτσέδες και γύρω απ’ την Μονή είναι κάτι μαγευτικό. Χάνεις το μυαλό σου. Είναι τόσες οι ευωδίες και η ομορφιά, που νιώθεις άρρωστος από υγεία. Τα δέντρα, τα πουλιά, με ποτίζουν με πειρασμούς. Μερικές στιγμές φτάνω σε δακρυσμό. Αλλά μετά νιώθω, είμαι βέβαιος, πως μέσα στην τόση ωραιότητα, μέσα στις φυλλωσιές, είναι κρυμμένος ο διάβολος και υπογράφει επιταγές.
Σωπαίνει για λίγο και συνεχίζει:
– Καθώς περπατάς στα μονοπατάκια ανάμεσα στα λουλούδια και στα βάτα, πετάγονται δίπλα σου λαγοί. Και τρία λεπτά πιο έξω, τα αγριογούρουνα αφήνουνε τις λούστρες όπου λουτρακίζονται κι έρχονται ενώ περνάς, στέκονται, και σε κοιτούν στα μάτια. Σου είπα: ο διάβολος είναι κρυμμένος μέσα στην ομορφιά. Ο ανυποψίαστος δεν βλέπει τίποτε. Αυτός όμως που ξέρει, τρελαίνεται.
Ένιωσα κάποια αμηχανία. Και μετά τον ρωτώ με σεβασμό:
– Εσύ ποια διαδρομή κάνεις συνήθως, για μιάμιση ώρα;
Διστάζει λίγο, και μετά καταλαβαίνω ότι μου απαντάει μόνο και μόνο επειδή έχουμε αναπτύξει κάποια οικειότητα:
– Εδώ και δυο χρόνια δεν πεζοπορώ έξω, για τους λόγους που σου είπα. Το μυαλό μου μουδιάζει απ’ την ομορφιά και ξαστοχώ το Θεό. Χάνω τους λογισμούς μου. Κι ένιωσα πως κάθε μήνα χειροτέρευα. Άρχισα να κάνω περίεργες σκέψεις κάθε που έβγαινα να περπατήσω. Οπότε πήρα έναν διάδρομο στο κελί και τρέχω εκεί μέσα, ήσυχος, ολομόναχος.
Δεν το συνειδητοποιώ μόλις το λέει. Μετά μού έρχεται να γελάσω, και κρατιέμαι. Δεν το πιστεύω. Περνάει ένα λεπτό για να τον ρωτήσω σχεδόν τραυλίζοντας:
– Τι… τι διάδρομο; Γυμναστικής; Κανονικό διάδρομο, ηλεκτρονικό, για τρέξιμο;
– Ναι, μου απαντάει ήρεμα. Το εξήγησα στον ηγούμενο και έδειξε κατανόηση. Του είπα για τους πειρασμούς που μου έφερνε η βόλτα έξω. Οπότε βγήκα με την άδειά του στην Χαλκιδική, αγόρασα έναν καλό διάδρομο, μάρκας «Technogym», και μου τον έφεραν στο κελί. Από τότε, εδώ και δυο χρόνια, έχω ξαναβρεί τον εαυτό μου. Τρέχοντας επιτόπου και επαναλαμβάνοντας την μονολόγιστο ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ξαναβρίσκω την νηφάλιο μέθη. Την χαρμονή του πένθους μέσα στην κλειστή μοναξιά. Νιώθω ότι έτσι φτάνω στην νήψη, χωρίς τους περισπασμούς της φύσης.
Στρώνει λίγο το ζωστικό του και μετά:
– Κάθε φορά, στην αρχή, λύπη φυτεύεται μέσα μου. Αλλά συνεχίζοντας να τρέχω μέσα στο κελί και να μονολογώ νιώθω ότι ανυψώνομαι, ότι φτάνω σιγά-σιγά στην κατάνευση και μετά σε μια έξαρση. Στην έκσταση. Φτάνω στο αψηλάφιστο, μέχρι που κάποια στιγμή, για λίγο έστω, αγγίζω το φόρεμα της προκαθήμενης της Αγάπης. Της Παναγιάς.
Μένω βουβός. Δυσκολεύομαι να συνειδητοποιήσω αυτά που ακούω. Τον πιστεύω και δεν τον πιστεύω. Τον κοιτώ και προσπαθώ να καταλάβω αν λέει αλήθεια, ή υπερβάλλει. Αν όλα αυτά είναι μια επινόηση, ένα παραλήρημα, ή, αν ο Γέροντας Ιωάννης έχει αρχίσει να χάνει τα μυαλά του πράγματι.
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα και την νύχτα με βασανίζουν αυτές οι σκέψεις. Δεν μπορώ να ησυχάσω.
Το πρωί, μετά την Τράπεζα, το διάστημα που οι καλόγεροι έχουν αρκετό χρόνο δικό τους που τον περνούν έξω, ή στον δικό τους χώρο, αποσύρομαι στον ξενώνα περιμένοντας να φτάσει η ώρα οχτώ. Μετά ξεκινώ διστακτικά, προσεκτικά και μάλλον λαθραία να περπατώ αθόρυβα μέσα απ’ τους περίπλοκους διαδρόμους προς τα κελιά των καλογέρων, φροντίζοντας να μη με δει κανείς. Αν με συναντήσει κάποιος θα πω ότι χάθηκα μέσα στον λαβύρινθο της Μονής. Ξέρω το κελί του Γέροντα Ιωάννη από μια ξενάγηση που μου είχε κάνει σε όλο το μοναστήρι – είναι το προτελευταίο σε έναν μακρύ, καμπυλωτό διάδρομο.
Από τύχη δεν συναντώ κάποιον καλόγερο – φτάνω τελικά, με άγχος πολύ και αδημονία μπροστά στο κελί, πλησιάζω αθόρυβα, σπρώχνω λίγο, απαλά την πόρτα και τον βλέπω απ’ την χαραμάδα. Φοράει μόνο τις μαύρες φόρμες και τα μαύρα αθλητικά παπούτσια. Είναι ανεβασμένος στον διάδρομο, έναν καλό, ακριβό διάδρομο, έχει βάλει την κλίση στις δέκα οχτώ μοίρες, δηλαδή στην ύψιστη ανηφόρα, με ταχύτητα περίπου πέντε χιλιόμετρα την ώρα και μισο-τρέχει, περπατάει γρήγορα, κάθιδρος, σε απόλυτη έξαρση, με κοφτές ανάσες, μονολογώντας χαμηλόφωνα και διαρκώς «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», χαμένος, κρατώντας στον ώμο του έναν ξύλινο σταυρό, όχι πολύ μεγάλο, αλλά όχι λιγότερο βαρύ από είκοσι κιλά, έναν σταυρό που έχει φτιάξει μάλλον ο ίδιος, μόνος του, ως ξυλουργός της Μονής που είναι, κουβαλώντας τον εκούσια και καθημερινά σε αυτό τον θεληματικό, στατικό Γολγοθά. Το πρωινό φως μπαίνει λειψά, πλάγια απ’ το μικρό παραθυράκι του κελιού – μέσα απ’ το κεφάλι του γέροντα βλέπω να πετάγονται γαλαζωπά, φωτεινά αγκάθια, σαν το δεκάκτινο κάλλος των Αποστόλων.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: