Η λάμπα απ’ το Πέρα

Η λάμπα απ’ το Πέρα

Ακούω βραδιάτικα στην τηλεόραση τον Ερντογάν, σήμερα 27 Μαîου 2020, να βρυχιέται και να απειλεί και να ετοιμάζει φιέστα μπροστά την Αγιά Σοφιά για την επέτειο της Άλωσης – ξανασκέφτομαι, κι αυτό έχει χρόνια να συμβεί, την υπέροχη γκαζόλαμπα-πορτατίφ που είχε φέρει ο προπάππος μου ο Φιλόδωρος Σάββας απ’ το αρχοντικό τους στο Πέρα της Πόλης το 1922, όταν τους έγδυσαν απ’ την περιουσία τους οι Τούρκοι και τους έδιωξαν. Δυο πράγματα κουβάλησε φτάνοντας, τότε, στην Σαλονίκη: εκείνη την λάμπα-κόσμημα της εποχής και μια ο Άη Γιάννης ο Αποκεφαλισθείς.
Την εικόνα την έδωσε στον γιό του και η λάμπα έμεινε κληρονομιά-κειμήλιο στην γιαγιά μου κι έφτασε ως εμένα – είναι πακεταρισμένη καλά απ’ τον πατέρα μου, προφυλαγμένη στην αποθήκη.
Η περίκομψη αυτή γκαζόλαμπα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη απ’ τις συνηθισμένες, αγορασμένη περί το 1920, είναι φτιαγμένη με διαφανές χρωματιστό γυαλί και ασήμι: μέσα από την συμπαγή, γυάλινη κυκλική βάση με επίστρωση αλάβαστρου υψώνεται δεμένη με ασημένιο δακτύλιο μια δεύτερη επιμήκης βάση σαν χοντρός δοκιμαστικός σωλήνας που στηρίζει το δοχείο όπου βάζεις το φωτιστικό πετρέλαιο, ή την κηροζίνη. Το κυκλικό αυτό δοχείο είναι από ισχυρό, παχύ γυαλί σε πρασινωπό χρώμα με λευκές, πουά πιτσιλιές και είναι διαφανές για να φαίνεται μέσα το επίπεδο του καυσίμου. Πάνω στο δοχείο στηρίζεται ο μηχανισμός ανάμματος – το εξαιρετικά σπάνιο είναι πως η λάμπα αυτή είναι διφίτιλη (δηλαδή με δυο φιτίλια, ντούμπλεξ), και έχει δυο ασημένιους, κυκλικούς ρεγουλαδόρους που περιστρέφοντάς τους ανεβοκατεβάζεις τα φιτίλια ρυθμίζοντας την ένταση της φλόγας. Απ’ την ακριβώς απέναντι μεριά υπάρχει ένα αργυρό κλαπέ που κατεβάζοντάς το σβήνουν οι φλόγες, χωρίς να βγάζουν δυσάρεστο καπνό. Πάνω απ’ τον μηχανισμό, μέσα σε επίσης ασημένιο δακτύλιο μπαίνει το λαμπόγυαλο που ξεκινάει σαν γυάλινο μπουρί, μετά διαστέλλεται, παίρνει σχήμα φούσκας, και κατόπιν πάλι στενεύει και καταλήγει σε επίμηκες, πιο στενό κυκλικό σχήμα. Γύρω από την βάση του λαμπόγυαλου, έχει μια δεύτερη υποδοχή έδρασης όπου προσαρμόζεται και στηρίζεται ένα πολύ πιο ευρύ, σχεδόν σφαιρικό γυαλί, ανοιχτό στο πάνω μέρος, περίπου σε σχήμα τσαγιέρας, διαφανές πρασινωπό κι αυτό, με λευκά πουά, που περιβάλλει το λαμπόγυαλο κι έτσι όταν ανάβουν οι δυο φλόγες εκπέμπουν πρασινωπές, ονειρώδεις αντανακλάσεις σαν από ερωτικό πορτατίφ.
Πάνω σε αυτό το διακοσμητικό πράσινο πέπλο υπάρχει μικρό, ελάχιστο ράγισμα απ’ το 1933, από ένα μανταλάκι που πέταξε κάποιο απ’ τα παιδιά της οικογένειας και το χτύπησε κατά λάθος. Στην διάρκεια της Κατοχής, στην μεγάλη πείνα, τον Νοέμβριο του 1942, ο παππούς μου, μέσα στην απόγνωσή του και με πόνο ψυχής πήρε την μυθική λάμπα, την τύλιξε πολύ προσεκτικά με χαρτί και από πάνω με λινάτσα, και κρατώντας την τρυφερά στην αγκαλιά σαν να ήταν βρέφος, κατέβηκε με τα πόδια απ’ την Άνω Πόλη όπου έμεναν, να την πουλήσει στο Βαρδάρι, στην Οδό Οδυσσέως που γινότανε τότε η μαύρη αγορά, για να πάρει καμιά οκά σιτάρι να φάει η φαμίλια.
Κατηφορίζοντας αργά στους χωματόδρομους και τρέμοντας να μην σκοντάψει έφτασε στου Καφαντάρη κι από εκεί βγήκε στην Λαγκαδά και προχώρησε προς τα κάτω – αλλά βλέπει από μακριά, στο ύψος του κατοπινού σινεμά «‘Ιλιον», συνωστισμένο πολύ στρατό, πολύν κόσμο και ακούει μεγάλη φασαρία και περίεργες μουσικές. Σιμώνοντας όλο και περισσότερο και σμίγοντας με πολλούς άλλους που πήγαιναν για μαύρη αγορά, αλλά και περίεργους, βλέπει εκατοντάδες Γερμανούς ένοπλους στρατιώτες επί της οδού Λαγκαδά που συνόδευαν σε κιλλίβαντα κάποιον σκοτωμένο υψηλόβαθμο αξιωματικό τους, συνταγματάρχη, ή στρατηγό και πήγαιναν να τον κηδέψουν στα νεκροταφεία του Ζέιτενλικ. Προηγούνταν με αυστηρό, αργό βήμα τιμητικό άγημα περπατώντας πάνω στον πένθιμο ρυθμό της μουσικής που ανέκρουε, ακριβώς πίσω και μπροστά απ’ το νεκρό, μια μπάντα με κόρνες, τύμπανα, σάλπιγγες και πίφερα.
Μέσα στο στρίμωγμα, την περιέργεια, τους ήχους της μουσικής, την αγωνία, τον φόβο και τις μετακινήσεις του κόσμου, κάποιος δίπλα στον παππού μου που κουβαλούσε με δυσκολία στην ράχη του μια μικρή ραπτομηχανή Singer χειρός και την πήγαινε για πούλημα, έστριψε ξαφνικά, ή σπρώχτηκε και χτύπησε με την γωνία του σίδερου την λάμπα που κουβαλούσε ο παππούς στην αγκαλιά του και που κατάλαβε ότι έγινε ζημιά, ζαλίστηκε, και κόντεψε να λιποθυμήσει. Σάστισε, αλλά δεν μπορούσε και να διαμαρτυρηθεί, να κάνει φασαρία, φοβούμενος τους Γερμανούς. Και ούτε είχε πια ελπίδα να πουλήσει την λάμπα. Πήρε τις ανηφόρες πάλι και γύρισε κατάχλωμος και καταρρακωμένος στο σπίτι, έβγαλε απαλά το κειμήλιο απ’ την λινάτσα και είδε πως ευτυχώς είχε σπάσει μόνο σε ένα σημείο το δοχείο που παίρνει μέσα το καύσιμο. Το λαμπόγυαλο και το πράσινο διακοσμητικό ήταν ανέγγιχτα, ακέραια. Και επειδή δεν είχε άλλα υλικά, και δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, πιάνει και κλείνει επιδέξια την μικρή τρύπα με τσιμέντο.
Ωστόσο, αν και τραυματισμένη η λάμπα δούλευε πάλι και την άναβαν σε όλη την διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου γιατί ηλεκτρικό ρεύμα δινόνατε από γεννήτριες και ήταν πανάκριβο, μόνο για τους πλούσιους, μέχρι το 1954 που ήρθε επίσημα η ΔΕΗ.
Αλλά, αρχές του 1950 το λαμπόγυαλο που ήταν μεγαλύτερο και κάπως διαφορετικού σχήματος απ’ τα συνηθισμένα, έσπασε διαγώνια στο πάνω μέρος απ’ την πολλή χρήση – θυμάμαι να λέγεται στην οικογένεια πως παλιά, όταν άναβαν την λάμπα, για να αντέξει, να μην θρυμματιστεί το γυαλί, έβαζαν πάνω στο χείλος του, καβαλητά, μια φουρκέτα ώστε να τραβάει την θερμότητα.

Γύρω στο εβδομήντα και με τον θάνατο του παππού μου, ο πατέρας μου ξαναθυμήθηκε την λάμπα. Ήθελε να αλλάξει λαμπόγυαλο, αλλά τέτοια, ίδια, δεν υπήρχαν πουθενά στην αγορά, ούτε εκείνη την εποχή, ούτε πριν. Τελικά την έβγαλε απ’ την αποθήκη, με πήρε κι εμένα, μικρόν απ’ το χέρι, και κατεβήκαμε με το λεωφορείο στην οδό Σπανδωνή, όπου είχε μάθει πως υπάρχει ένας πολύ καλός τεχνίτης, Εβραίος, που έφτιαχνε είδη με φυσητό γυαλί και επί παραγγελία.
Ο μάστορας μόλις είδε την έξοχη λάμπα-πορτατίφ έμεινε άφωνος. Στεκότανε και την περιεργάζονταν κανένα πεντάλεπτο κοιτώντας κι εξετάζοντάς την με θαυμασμό – μετά άρχιζε να την παζαρεύει επιδέξια για να την αγοράσει. Ο πατέρας μου ξεκαθάρισε πως δεν την πουλάει και πως ήρθε να του φτιάξει παραγγελία, αν μπορεί, ένα λαμπόγυαλο. «Όλα γίνονται», απάντησε ο Εβραίος. Και πήρε μέτρα, μπήκε στο εργαστήρι του και μέσα σε είκοσι λεπτά έφτιαξε με φυσητό γυαλί ένα ολόιδιο, σχεδόν, λαμπογυάλι. Ο πατέρας μου του ζήτησε να του φτιάξει ακόμα ένα για ρεζέρβα. Τα φορέσαμε διαδοχικά στην βάση του μηχανισμού της λάμπας και ήρθαν και κάθισαν ακριβώς – σαν να ήταν απ’ το εργοστάσιο. Μετά ο μάστορας έβγαλε το τσιμέντο με το οποίο είχε κλείσει παππούς το χτύπημα στο δοχείο της λάμπας, το έκλεισε πάλι άψογα με γυαλί, και εξαφάνισε με ακριλική μπογιά και το μικρό ράγισμα στο διαφανές πράσινο πέπλο με τα λευκά πουά. Καθάρισε σχολαστικά όλα τα μέρη και γυάλισε καλά τους ασημένιους δακτύλιους.

Με τον χρόνο η λάμπα κατέληξε, προσεκτικά τυλιγμένη με χαρτί και νάιλον, πακεταρισμένη αυστηρά αλλά και με την στοργή που απαιτεί ένα κειμήλιο, σε κάποιο μπαούλο, ανάμεσα σε άλλα ξεχασμένα πράγματα – πάω τώρα, αναστατωμένος απ’ αυτά που άκουσα στην τηλεόραση, να την ψάξω στην αποθήκη. Σηκώνω, μετακινώ τα πάντα, αλλά δεν την βρίσκω πουθενά – μετά, ξαφνικά, θυμάμαι πως την έχουμε κρύψει στο μεγάλο πατάρι, πάνω απ’ την κεντρική τουαλέτα. Ανεβαίνω με την μεταλλική σκάλα, την βρίσκω, πράγματι, και κατεβάζω όλο το κιβώτιο. Την βγάζω ευλαβικά, αφαιρώ χαρτιά και νάιλον και την στήνω στο κεντρικό τραπεζάκι του σαλονιού, μπροστά στο καναπέ.
Είναι, πράγματι, ένα κομψοτέχνημα. Ελέγχω τα μέρη της απαλά, δοκιμάζω τους ρεγουλαδόρους, τα πάντα. Όλα δουλεύουν άψογα. Της γεμίζω τα δοχείο καυσίμου με παραφινέλαιο που έχω για τον αναπτήρα Zippo και ανάβω και τα δυο φιτίλια. Κατόπιν της φορώ το λαμπόγυαλο κι από πάνω, προσεκτικά, το γυάλινο πρασινωπό πέπλο. Σηκώνομαι, κλείνω τον διακόπτη του ηλεκτρικού και κάθομαι στον καναπέ. Μέσα στο σκοτεινό μεγάλο σαλόνι απλώνεται διακριτικά ένα ελατί, κυμαινόμενο φως με λευκές ανταύγειες που εκπέμπονται καμπυλωτά απ’ τους βόστρυχους της διπλής φλόγας. Νιώθω ότι στον χώρο αλλάζουν σιγά σιγά οι θεσμοί του αέρα κι αρχίζουν να ευφραίνονται. Οι τοίχοι περιαυγάζονται από τρεμουλιαστές μαρμαρυγές γλυκασμού και υπερβατικές δέσμες αντανακλάσεων που αργά, ανεπαίσθητα, αλλοιώνουν τα πάντα. Ανεβάζω ακόμα λίγο τα δυο φιτίλια. Ο χώρος πλημμυρίζει από ευμάρεια και βλέπω τον απέναντι μεγαλοπρεπή καναπέ, να μεταμορφώνεται σε αλλοτινό έπιπλο όπου κάθεται ακίνητη, σαν σε φωτογραφία, η οικογένεια του προπάππου μου: ο πατέρας του Μικές Σάββας που ήταν κερεστετζής, δηλαδή μεγαλέμπορος ξυλείας, η μητέρα του Τζεννόλη Βλαστού, από φημισμένη, παλιά οικογένεια Φαναριωτών της Πόλης, ντυμένοι αριστοκρατικά, και ο προπάππος μου Φιλόδωρος, νεαρός γύρω στα δεκαεννιά, με λευκή στολή του τένις και κρατώντας μια ρακέτα – βρίσκονται στο σαλόνι του αρχοντικού τους, στην κεντρική λεωφόρο του Πέρα, στο Σταυροδρόμι της Ρωμιοσύνης. Κάθονται ακίνητοι και σιωπηροί, πλούσιοι εν Χριστώ πένητες. Πίσω τους είναι κρεμασμένο ένα επιτοίχιο, περίτεχνο χαλί, αριστερά από κάποιο μπαλκόνι-σαχνισί μπαίνουν θολές δέσμες φωτός του απογεύματος και δίπλα στον νεαρό προπάππο μου, πάνω σε μια μνημειακή, σκαλιστή καρυδένια σερβάντα γεμάτη με ασημικά, ποτήρια και φιάλες με παράξενα σχήματα, στέκεται η ίδια λάμπα, αλλά σβηστή.  
Περίεργο. Κοιτάζω μια αυτήν που καίει μπροστά μου, και μια εκείνη. Είναι ολόιδιες.

Και ξαναπαρατηρώντας επίμονα εκείνη την σβηστή βλέπω, αίφνης, να ψυχοσαλεύει και μετά να αναφλέγεται μόνο του το ένα φιτίλι, και μετά το δεύτερο. Αρχίζουν να καίγονται θαρραλέα. Το μελιχρό ελατί φως τους με τις λευκές ανταύγειες πλημμυρίζει με τους κυματισμούς του το σαλόνι και μπλέκεται τερπνά με της λάμπας που είναι μπροστά μου, διάφεγγη, ιερουργώντας μαζί, πάνω και πέρα απ’ τις ανεπίδοτες μέρες και την αισχροκέρδεια του Χρόνου.
Όλη η οικογένεια, απέναντι, συνεχίζει να είναι όπως πριν παγωμένη, ακίνητη σαν σε φωτογραφία. Μόνο ο νεαρός προπάππος μου Φιλόδωρος μου φαίνεται πως έχει μετακινηθεί κάπως και ότι τώρα χαμογελάει ελάχιστα, αινιγματικά. Νομίζω, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι βλέπω να έχει ένα ελάχιστο, οδυνηρό μειδίαμα που χάνεται κι επανέρχεται, καθώς συμπλέκονται και πλέουν γύρω του τρέμοντας οι φωτεινές, καμπυλωτές, πρασινωπές δέσμες.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: