Οι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά

Οι χιονοδρόμοι του Λαϊλιά

Η κυ­ρία Μαί­ρη χά­ρι­σε στην μά­να μου ένα πα­λιό, δι­κό της φό­ρε­μα που εί­χε πρω­το­φο­ρέ­σει σε χο­ρό όταν ήταν δέ­κα εφτά χρο­νών – αδερ­φή του νο­μάρ­χη, τό­τε, στην Ξάν­θη. Το ύφα­σμα ήτα­νε ροζ σα­τέν χο­ντρό με τού­λι απέ­ξω, χα­ντρού­λες κε­ντη­μέ­νες στο στή­θος που γυά­λι­ζαν και βα­θύ ντε­κολ­τέ με τι­ρά­ντες. Η μα­μά μου το στέ­νε­ψε κά­πως επά­νω κι επει­δή ήταν μα­κρύ, μου το γύ­ρι­σε από κά­τω δυο φο­ρές και το έκα­νε κο­ντό, μί­νι. Έβα­λα στα μαλ­λιά ένα μα­τσά­κι λου­λού­δια, φό­ρε­σα άσπρο καλ­σόν, πα­που­τσά­κια μπα­λέ­του και ντύ­θη­κα μπα­λα­ρί­να. Ήμουν μια υπέ­ρο­χη, πο­λύ πε­ρή­φα­νη για την στο­λή της δω­δε­κά­χρο­νη, ροζ μπα­λα­ρί­να.
Ήταν η μέ­ρα της Απο­κριάς και τα φρο­ντι­στή­ρια Στρα­τη­γά­κη, όπου πή­γαι­να Αγ­γλι­κά, ορ­γά­νω­ναν τον ετή­σιο χο­ρό Bal d’ enfant – η μα­μά μου την προη­γού­με­νη χρο­νιά με εί­χε ντύ­σει χα­νού­μισ­σα: έκο­ψε ένα ντι­βα­νο­σκέ­πα­σμα λί­γο γυα­λι­στε­ρό προς το χρυ­σα­φί και μου έφτια­ξε μια βρά­κα, ένα σαλ­βά­ρι φαρ­δύ. Για από πά­νω μου έφτια­ξε ένα κο­ντό που­κα­μι­σά­κι ώστε εν­διά­με­σα να φαί­νε­ται γυ­μνή η κοι­λί­τσα μου – στο ύφα­σμά έρα­ψε φλου­ρά­κια που στρα­φτά­λι­ζαν, μου έκα­νε από τού­λι έναν φε­ρε­τζέ όπου επί­σης σκά­λω­σε φλου­ρά­κια. Και μου έφτια­ξε τα μαλ­λιά μου σγου­ρού­τσι­κα, κα­τσα­ρά, με ρο­λά που φό­ρε­σα υπο­μο­νε­τι­κά όλη την προη­γού­με­νη νύ­χτα.
Μέ­να­με στις Σέρ­ρες εκεί­να τα χρό­νια, στην οδό Κύ­πρου, που ήταν προ­έ­κτα­ση της Οδού Με­ραρ­χί­ας, λί­γο πιο πά­νω απ’ την πλα­τεία. Νοι­κιά­ζα­με το ισό­γειο μιας μο­νο­κα­τοι­κί­ας – στον πά­νω όρο­φο έμε­νε ο κύ­ριος Αλέ­κος, ταγ­μα­τάρ­χης της στρα­το­λο­γί­ας. Αυ­τός εί­χε με­τα­τε­θεί δυ­σμε­νώς εδώ και ένα χρό­νο στην Με­ραρ­χία απ’ την Αθή­να, με την γυ­ναί­κα του, την υπέ­ρο­χη κυ­ρία Μαί­ρη την οποία όπως έλε­γε την ερω­τεύ­τη­κε κε­ραυ­νο­βό­λα: την πρό­σε­ξε μέ­σα στο λε­ω­φο­ρείο όταν αυ­τή κά­θι­σε απέ­να­ντί του και τρά­βη­ξε την φού­στα της να εί­ναι πο­λύ κά­τω απ’ το γό­να­το. Η ομορ­φιά της και εκεί­νη η χει­ρο­νο­μία της με την φού­στα τον εντυ­πω­σί­α­σε – παι­διά δεν εί­χαν, αλ­λά φαί­νο­νταν να περ­νού­νε πο­λύ κα­λά. Εμέ­να ο πα­τέ­ρας μου τό­τε δού­λευε στην εται­ρία ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ που έφτια­χνε τους πε­ρι­φε­ρεια­κούς δρό­μους των Σερ­ρών, την σύν­δε­ση με τα χω­ριά, ως μη­χα­νο­τε­χνί­της. 1971. Τα με­ρο­κά­μα­τα ήταν κα­λά αλ­λά δού­λευε μό­νο αυ­τός απ’ την οι­κο­γέ­νεια και τα φέρ­να­με βόλ­τα κά­πως δύ­σκο­λα, για­τί εί­χε γεν­νη­θεί πριν δυο χρό­νια και ο μι­κρός μου αδερ­φός – οπό­τε φέ­τος, στις Απο­κριές, επει­δή δεν εί­χα­με χρή­μα­τα να νοι­κιά­σω, ή να αγο­ρά­σω κά­ποια στο­λή, μας έδω­σε την λύ­ση ευ­τυ­χώς η κυ­ρία Μαί­ρη, με την οποία η μά­να μου εί­χε πο­λύ κα­λή κι εγκάρ­δια σχέ­ση.
Γε­νι­κώς περ­νού­σα­με όχι άσκη­μα – ζού­σα­με την Μπελ Επόκ της φτώ­χειας. Εγώ πή­γαι­να στο 9ο Δη­μο­τι­κό Σχο­λείο που ήταν το πιο κα­λό της πό­λης, πέ­τρι­νο με κη­πά­κι, όπου φοι­τού­σαν τα παι­διά των κά­πως αστι­κών οι­κο­γε­νειών. Θυ­μά­μαι ότι ήμα­σταν στην ίδια τά­ξη με τον γιό του πρώ­ην δη­μάρ­χου (απο­λυ­μέ­νου απ’ την δι­κτα­το­ρία), τον Γιώρ­γο Αν­δρέ­ου, τον γνω­στό συν­θέ­τη σή­με­ρα, που έρ­χο­νταν τό­τε στο σχο­λείο κά­θε πρωί πε­ντα­κά­θα­ρος, με κο­ντό πα­ντε­λο­νά­κι, που­κά­μι­σο, πα­πι­γιόν και ζα­κε­τού­λα. Έκα­να πα­ρέα με την Κα­τε­ρί­να Τε­νε­κε­τζή, μια τσα­ού­σα με ξαν­θο­κόκ­κι­να μαλ­λιά – πή­γαι­να σπί­τι της που ήταν ένα διώ­ρο­φο στην πε­ριο­χή των Εμπο­ρι­κών. Ο πα­τέ­ρας της εί­χε κα­τά­στη­μα σι­δη­ρι­κών. Ανε­βαί­να­με να παί­ξου­με στον πά­νω όρο­φο όπου η μα­μά της Κα­τε­ρί­νας φυ­λού­σε σε μια τρί­φυλ­λη ντου­λά­πα με κα­θρέ­φτες όλα της τα σετ για μα­κι­γιάζ: πού­δρες, θή­κες πε­ρι­ποί­η­σης νυ­χιών, καλ­σόν και φο­ρέ­μα­τα. Όλα της τα ρού­χα τα βγά­ζα­με και τα φο­ρού­σα­με, αν και μας έρ­χο­νταν με­γά­λα, τε­ρά­στια: νυ­χτι­κιές, φού­στες, διά­φο­ρα κο­μπι­ναι­ζόν: σο­μόν, στο χρώ­μα της σα­μπά­νιας, στο γκρί του πά­γου, σε ανοι­χτό κυ­πα­ρισ­σί, με τι­ρα­ντά­κια. Από πά­νω τυ­λι­γό­μα­σταν με εσάρ­πες, βά­φα­με τα χεί­λη μας με διά­φο­ρα κρα­γιόν και πη­γαι­νο­ερ­χό­μα­σταν πέ­ρα-δώ­θε κου­νι­στές, κα­μα­ρω­τές, και κά­να­με τις κυ­ρί­ες. Έναν διά­δρο­μο που έβγα­ζε στο τα­ρα­τσά­κι τον εί­χα­με με­τα­τρέ­ψει σε πα­σα­ρέ­λα.
Τα απο­γεύ­μα­τα κά­να­με συ­χνά βόλ­τα οι­κο­γε­νεια­κώς στην οδό Με­ραρ­χί­ας, έχο­ντας τον μι­κρό μου αδερ­φό στο κα­ρο­τσά­κι – συ­νή­θως, με­τά από με­ρι­κές δια­δρο­μές, μας πή­γαι­νε ο μπα­μπάς μου λί­γο πα­ρα­κά­τω, στο πε­ρί­φη­μο ζα­χα­ρο­πλα­στείο Βα­σά­κη, να φά­με που­τί­γκα.
Σε μια κά­θε­το της οδού Με­ραρ­χί­ας ήταν τα φρο­ντι­στή­ρια του Στρα­τη­γά­κη όπου έκα­να δυο φο­ρές την εβδο­μά­δα αγ­γλι­κά – ντυ­μέ­νη τώ­ρα μπα­λα­ρί­να, πο­λύ πε­ρή­φα­νη μέ­σα στο κο­ντό, με­τα­ποι­η­μέ­νο ροζ φό­ρε­μα της κυ­ρί­ας Μαί­ρης, λα­μπε­ρή, ξε­κί­νη­σα απ’ το σπί­τι να πάω στο Bal d’ enfant. Εί­χα αρ­χί­σει να μπαί­νω στην εφη­βεία, να σχη­μα­τί­ζο­μαι. Το στή­θος μου εί­χε με­γα­λώ­σει κά­πως και τα μπου­τά­κια μου εί­χαν αρ­χί­σει να σαρ­κώ­νο­νται – ένιω­θα ήδη ανη­συ­χί­ες και να έχω κά­ποιο εν­δια­φέ­ρον για τα αγό­ρια και τους άν­δρες.
Στο μέ­σον της δια­δρο­μής, στην πλα­τεία, ήταν ένα πε­ρί­πτε­ρο απ’ όπου συ­νή­θως αγό­ρα­ζα Μί­κυ Μά­ους, Κα­τε­ρί­να και Μπλεκ – με­ρι­κές φο­ρές που δεν εί­χα χρή­μα­τα, στε­κό­μου­να όρ­θια και τα ξε­φύλ­λι­ζα, δη­λα­δή ο πε­ρι­πτε­ράς, ο κύ­ριος Λου­κάς, ένας μο­νό­χει­ρας ανά­πη­ρος, με άφη­νε να τα ξε­φυλ­λί­ζω, να τα δια­βά­ζω στα γρή­γο­ρα χω­ρίς χρή­μα­τα. Περ­νώ­ντας εί­δα πως εί­χε έρ­θει και­νούρ­γιο τεύ­χος του Μπλεκ, αλ­λά εμέ­να το μυα­λό μου ήταν στον χο­ρό και προ­χώ­ρη­σα γρή­γο­ρα.
Το Bal d’ enfant γι­νό­τα­νε σε μια με­γά­λη, φω­τι­σμέ­νη σά­λα στον πρώ­το όρο­φο του Στρα­τη­γά­κη, με κρε­μα­σμέ­νες πα­ντού σερ­πα­ντί­νες, διά­σπαρ­το χαρ­το­πό­λε­μο, ανα­ψυ­κτι­κά και μου­σι­κή από μα­γνη­τό­φω­νο – παί­ζα­νε δυ­να­τά Μπή­τλς και ελ­λη­νι­κή πόπ. Εί­χε πολ­λά παι­διά, αγό­ρια και κο­ρί­τσια. Η Κα­τε­ρί­να ήρ­θε ντυ­μέ­νη Κο­λο­μπί­να. Ξε­σά­λω­ναν όλοι στον χο­ρό, κυ­ρί­ως σέικ – αλ­λά κά­ποια στιγ­μή χο­ρέ­ψα­με και γιάν­κα, ομα­δι­κά, όλοι μα­ζί. Οι πά­ντες, σχε­δόν, επαι­νού­σαν την στο­λή μου της μπα­λα­ρί­νας, και πολ­λά αγό­ρια ήθε­λαν να χο­ρέ­ψου­με μα­ζί – νο­μί­ζω ότι κά­ποια με φλέρ­τα­ραν, αλ­λά εμέ­να δεν μου άρε­σε κα­νέ­να ιδιαί­τε­ρα. Δεν ξέ­ρω πως, μου εί­χαν κολ­λή­σει στο μυα­λό οι χιο­νο­δρό­μοι που εί­δα την προη­γού­με­νη χρο­νιά, την 25η Μαρ­τί­ου. Στην οδό Με­ραρ­χί­ας εί­χε γί­νει η στρα­τιω­τι­κή πα­ρέ­λα­ση όπου εί­χα πά­ει με την φί­λη μου την Κα­τε­ρί­να. Κά­ποια στιγ­μή με­τά τους λο­κα­τζή­δες, πα­ρέ­λα­σε το τμή­μα του Χιο­νο­δρο­μι­κού Ομί­λου Λαϊ­λιά, ψη­λοί, πα­νέ­μορ­φοι νέ­οι άν­δρες με ολό­α­σπρες στο­λές, κα­τά­λευ­κες κου­κού­λες, άσπρες αρ­βύ­λες και κρα­τώ­ντας τα σκι επ’ ώμου. Ήταν σαν να περ­νού­σε ένα τάγ­μα αγ­γέ­λων και μείς με την Κα­τε­ρί­να στε­κό­μα­σταν και τους θαυ­μά­ζα­με άναυ­δες, με ανοι­χτό το στό­μα.
Λί­γο με­τά το με­ση­με­ρά­κι ο χο­ρός στου Στρα­τη­γά­κη εί­χε κο­πά­σει κά­πως. Εί­χα­με κου­ρα­στεί, ξε­πο­δα­ρια­στεί – οπό­τε τα παι­διά άρ­χι­σαν σι­γά σι­γά να φεύ­γουν. Βγή­κα­με και εμείς με την φί­λη μου και απο­χαι­ρε­τι­στή­κα­με στην εί­σο­δο – επι­στρέ­φο­ντας σκέ­φτη­κα να πε­ρά­σω απ’ το πε­ρί­πτε­ρο, να πά­ρω κα­νέ­να πε­ριο­δι­κό για­τί μου εί­χε δώ­σει η μη­τέ­ρα μου πέ­ντε δραχ­μές, να έχω μα­ζί μου μή­πως τις χρεια­ζό­μουν. Έφτα­σα στο πε­ρί­πτε­ρο κά­πως ξα­ναμ­μέ­νη ακό­μα απ’ τον χο­ρό, πή­γα δί­πλα, στα ρά­φια, κι άρ­χι­σα να ψά­χνω να πά­ρω κα­νέ­να Μπλεκ, ή κα­μιά Κα­τε­ρί­να – ξαφ­νι­κά, ενώ ξε­φύλ­λι­ζα ένα τεύ­χος και ήμουν έτοι­μη να γυ­ρί­σω για να το αγο­ρά­σω, νιώ­θω το χέ­ρι του μο­νό­χει­ρα πε­ρι­πτε­ρά, του κυ­ρί­ου Λου­κά, ο οποί­ος ήταν φα­λα­κρός, γύ­ρω στα πε­νή­ντα και εί­χε γεί­ρει απ’ το μι­σά­νοι­χτο πορ­τά­κι και με κοί­τα­ζε λαί­μαρ­γα, νιώ­θω λοι­πόν το απλω­μέ­νο χέ­ρι του να μου χαϊ­δεύ­ει το μπού­τι μου με το καλ­σόν, που φαι­νό­τα­νε ως ψη­λά, λό­γω της κο­ντής φου­στί­τσας της στο­λής.
Τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη πε­τάω κά­τω το πε­ριο­δι­κό και τρέ­χο­ντας και κλαί­γο­ντας φεύ­γω αλα­φια­σμέ­νη - φτά­νω στο σπί­τι λα­χα­νια­σμέ­νη, τρο­μαγ­μέ­νη, μέ­σα στα δά­κρια, και τα λέω όλα στην μά­να μου που δεν μπο­ρού­σε να με συ­νε­φέ­ρει. Ο πα­τέ­ρας μου λό­γω αρ­γί­ας ήταν στο δι­πλα­νό δω­μά­τιο και ξε­κου­ρα­ζό­ταν δια­βά­ζο­ντας εφη­με­ρί­δα, κα­πνί­ζο­ντας και πί­νο­ντας κα­φέ. Μό­λις ακού­ει και κα­τα­λα­βαί­νει τι συμ­βαί­νει, πε­τιέ­ται όπως ήταν με τις πα­ντό­φλες, ρί­χνει πά­νω του ένα σα­κά­κι, πά­ει στην κου­ζί­να, αρ­πά­ζει ένα κου­ζι­νο­μά­χαι­ρο και βγαί­νει τρέ­χο­ντας έξω αλα­λια­σμέ­νος – δια­σχί­ζει την από­στα­ση σε χρό­νο μη­δέν, φτά­νει στον πε­ρι­πτε­ρά, τον αρ­πά­ζει, τον σέρ­νει έξω με χα­στού­κια και κλω­τσιές. Εκεί­νος τρέ­μο­ντας τον πα­ρα­κα­λεί να μην πει τί­πο­τε στην γυ­ναί­κα και στα παι­διά του, κα­θώς ο μπα­μπάς μου τον έχει βά­λει από κά­τω και κρα­τώ­ντας με το δε­ξί το κου­ζι­νο­μά­χαι­ρο, του λέ­ει «θα σου κό­ψω και το άλ­λο χέ­ρι, πα­λιο­τό­μα­ρο, απ’ τον ώμο, και θα δί­νεις τα τσι­γά­ρα με το στό­μα». Εκεί­νος κλα­ψου­ρί­ζει, πα­ρα­κα­λεί. Απ’ την φα­σα­ρία και τις φω­νές μα­ζεύ­ε­ται κό­σμος από γύ­ρω, σπεύ­δου­νε κά­να δυο χω­ρο­φύ­λα­κες, τρέ­χου­νε αξιω­μα­τι­κοί κι απ’ την Με­ραρ­χία να μά­θουν τι συμ­βαί­νει, και προ­σπα­θού­νε όλοι να πά­ρου­νε το μα­χαί­ρι απ’ τον πα­τέ­ρα μου για να μη τον σφά­ξει. Εκεί­νος, τον έδει­ρε τον πε­ρι­πτε­ρά και τον ξε­φτί­λι­σε αρ­κε­τά, τον πα­ρά­τη­σε αι­μό­φυρ­το – τους πή­ρα­νε και τους δύο τε­λι­κά οι χω­ρο­φύ­λα­κες στο Τμή­μα, για κα­τά­θε­ση και τους κρά­τη­σαν όλη την νύ­χτα.
Ο πα­τέ­ρας μου δεν θέ­λη­σε να του κά­νει μή­νυ­ση – πή­ρε το μά­θη­μά του, εί­πε, στους αστυ­νο­μι­κούς, και έγι­νε ρε­ζί­λι σε όλες τις Σέρ­ρες.
Πράγ­μα­τι, το γε­γο­νός δια­δό­θη­κε μέ­σα σε μια ώρα σε όλη την πό­λη.
Από εκεί­νη την μέ­ρα, όπο­τε περ­νού­σα, ακό­μα κι απέ­να­ντι απ’ το πε­ρί­πτε­ρο, ο πε­ρι­πτε­ράς μ’ έβλε­πε, γύ­ρι­ζε το κε­φά­λι του αλ­λού κι άρ­χι­ζε να τρέ­μει ολό­κλη­ρος.
Μια διε­τία με­τά φύ­γα­με απ’ τις Σέρ­ρες για τον Άγιο Αθα­νά­σιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Η εται­ρία ΕΔΟΚ-ΕΤΕΡ εί­χε ανα­λά­βει μιαν ασφαλ­τό­στρω­ση της πε­ριο­χής, ως την Σίν­δο. Την ροζ στο­λή της μπα­λα­ρί­νας την έχω ακό­μα κρα­τη­μέ­νη μέ­σα σε νάι­λον, ανέγ­γι­χτη, με­τά από σα­ρά­ντα τό­σα χρό­νια – προ­χτές, λό­γω των Από­κρεω, ήμου­να μό­νη στο σπί­τι και εί­δα τυ­χαία σε μια τη­λε­ο­πτι­κή εκ­πο­μπή τον συμ­μα­θη­τή μου στις Σέρ­ρες και συν­θέ­τη Γιώρ­γο Αν­δρέ­ου (με γκρί­ζα μαλ­λιά, πια) να παί­ζει πιά­νο. Ση­κώ­θη­κα, πή­γα στην απο­θή­κη κι έψα­ξα την στο­λή για να την ξα­να­δώ. Εί­χα να το κά­νω αυ­τό πά­νω από τρεις δε­κα­ε­τί­ες. Άνοι­ξα το νάι­λον: το σα­τέν έχει χά­σει κά­πως την λάμ­ψη του, τα τού­λια έχουν αρ­κε­τά κι­τρι­νί­σει. Το καλ­σόν δεν το εί­χα κρα­τή­σει. Και το ένα πα­που­τσά­κι μου του μπα­λέ­του χά­θη­κε – έψα­ξα σχο­λα­στι­κά πα­ντού αλ­λά δεν μπό­ρε­σα να το βρω που­θε­νά. Πή­ρα το πα­που­τσά­κι που έχει σω­θεί, κά­θι­σα απο­κα­μω­μέ­νη σε μια κα­ρέ­κλα και το κοί­τα­ζα επί­μο­να, επί ώρα. Μό­λις σή­κω­σα τα μά­τια, άρ­χι­σαν να πα­ρε­λαύ­νουν μπρο­στά μου σε άψο­γη πα­ρά­τα­ξη και με κι­νή­σεις ακρι­βεί­ας εκεί­νοι οι πα­νέ­μορ­φοι, ψη­λοί, ει­κο­σά­χρο­νοι χιο­νο­δρό­μοι του Λαϊ­λιά, ολόϊ­διοι, κα­μα­ρω­τοί, ντυ­μέ­νοι στα ολό­λευ­κα, με άσπρες κου­κού­λες και λευ­κές αρ­βύ­λες, ανέγ­γι­χτοι απ’ τον χρό­νο – ένα τάγ­μα αγ­γέ­λων με τα σκι κρα­τη­μέ­να πλά­για επ’ ώμου που περ­νού­νε με βα­ρύ, συγ­χρο­νι­σμέ­νο δια­σκε­λι­σμό εδώ μπρο­στά μου, τρα­ντά­ζο­ντάς με ολό­κλη­ρη, σύ­γκορ­μη.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: