Ο στιγμιαίος λόγος

Ο στιγμιαίος λόγος

Εδώ οι λέξεις μας αρνούνται να προχωρήσουν[1]

Στιγμιαίος λόγος. Όπως στιγμιαίος καφές. Ή στιγμιαίο γεύμα. Άμεσης παρασκευής και ανάλωσης. Να ξεκαθαρίσω εξαρχής:
Στιγμιαίος δεν σημαίνει πρόχειρος. Σημαίνει εκ προθέσεως προσωρινός: χωρίς αξιώσεις διαχρονικότητας. «Αυτό είναι τέχνη...» δήλωνε ο William Carlos Williams μετά τον Αˊ Παγκόσμιο πόλεμο,[2] «...κάτι για να το πάρεις μαζί σου ως την επόμενη στροφή, ένα πολύ μικρό πράγμα, ασύλληπτα πουπουλένιο».  
Σημαίνει και επικοινωνιακά άμεσος: προέρχεται από την καθημερινότητα, την κωδικοποιεί και την ξανα-αποδίδει στον εαυτό της. Ακαριαία. Εξυπηρετεί τις ανάγκες της στιγμής. Μετά τη χρήση του καταστρέφεται ή ξεχνιέται. Σκεπάζεται με το νέο στρώμα γραφής. Η μόνη διαχρονικότητα που πρεσβεύει είναι η διαχρονικότητα αυτής καθαυτής της στιγμιαίας φύσης του, όχι του περιεχομένου του.
Το γκράφιτι και ορισμένα είδη ποίησης υπάγονται σε αυτήν την κατηγορία. Υπονοούν το περιστασιακό, το επιμέρους, το εξπρεσιονιστικό και ιδιοσυγκρασιακό της σύλληψης. Σχολιάζουν χωρίς να ολοκληρώνουν. Παραθέτουν χωρίς να ενοποιούν. Είναι διαπιστώσεις περιπάτου, ευφυολογήματα, φευγαλέες αποκρυσταλλώσεις, συχνά αδιέξοδες ιδιωτικές αναβλύσεις, που μοιάζουν να αποφεύγουν σχεδόν εσκεμμένα την ολοκλήρωση:

Να το πόδι μου ακολουθεί το άλλο πόδι
κι απ’ το μάτι μου γλιστρούν μαλακά
πρόσωπα-μέλη, δέντρα-τζάμια.
Τι να την κάνω την ολόκληρη εικόνα;
Πόσο ολόκληρη και πόσο ολοκληρωτική·[3]

Αναμοχλεύουν τη μνήμη στο συνειρμικό της ταξίδι χωρίς προορισμό. Εν γνώσει τους ότι ο προορισμός είναι ουτοπία. Βρίσκονται πάντα εν κινήσει και πάντα στη μέση της διαδρομής. Λειτουργούν σαν ερέθισμα και σανίδα εκτόξευσης για την επόμενη στιγμιαία δημιουργία, κι εκείνη με τη σειρά της για την επόμενη. Μια καταρρακτώδης αλληλουχία που συχνά οδηγεί (τουλάχιστον στο γκράφιτι) να παραμένουν τα έργα ανυπόγραφα και οι δημιουργοί ανώνυμοι. Οι μορφές στιγμιαίου λόγου αποτελούν επιχείρημα συλλήβδην, αποποιούμενες έτσι αξιώσεις αυτόνομων καλλιτεχνημάτων.
Τι υποκινεί όμως την εμμονή στο εφήμερο, την παραίτηση εντέλει από τη διεκδίκηση της αιωνιότητας, ή την υπόσχεσή της; Είναι μορφή τέχνης ή μορφή αντίστασης; Και τι αναζητά ο στιγμιαίος λόγος: θεατές, κοινωνούς, ή συνεργούς; 
Θέση μου είναι ότι η λειτουργία του στιγμιαίου λόγου δεν είναι η μετάδοση νοήματος αλλά η δήλωση παρουσίας. Το «είμαι ακόμα εδώ» που σκεπάζει σαν υπερβατικό νόημα το όποιο άλλο συγκεκριμένο νόημα. Δήλωση παρουσίας που ισορροπεί συνεχώς στο όριο ύπαρξης και ανυπαρξίας, λήθης και αλήθειας, αρνητικής a priori σε οποιαδήποτε αξιολόγηση που κανείς θα αποπειραθεί επάνω της. Επιβάλλοντας το δικαίωμα της ιδιωτικής ύπαρξης μέσα από τη δημοσιοποίησή της έτσι όπως, τελικά, είναι: γυμνή, μικρή, αποσπασματική.

Και σας αποκαλύπτω την αλήθεια μόλις τώρα 
αφού έχετε πια χάσει κάθε συγγραφικό δικαίωμα
στη ζωή μου...
Ακόμη και στη σκιά ενός εαυτού που δεν μου ανήκει
Θα ’μαι επιτέλους ο ήρωας μιας ταπεινής, αθόρυβης
αλλά δικής μου ζωής[4]

Το γκράφιτι είναι αυτή η ιδιωτική σφραγίδα στον δημόσιο τοίχο. Όπως και η ποίηση στο δημόσιο βλέμμα (μιλώ για την ποίηση σαν πράξη, όχι σαν ενυπόγραφο τεχνούργημα). Αντιστρατεύονται την καθεστηκυία αισθητική και νευρωσικά επαναλαμβάνουν την ίδια ά-χρηστη κίνηση ξανά και ξανά. 
«Τι γνωρίζει η μνήμη τους που ξεχνά η φωνή τους;»[5] Η γραφή και η ζωγραφική στους τοίχους έχουν ιστορία χιλιετηρίδων. Από την απεικόνιση του προσωπικού κυνηγετικού κατορθώματος στην προϊστορική σπηλαιογραφία ώς τα σκαλίσματα των φυλακισμένων θανατοποινιτών στον Πύργο του Λονδίνου. Από τα συνθήματα στο τείχος του Βερολίνου και στους τοίχους του Γαλλικού Μάη ώς τα σκαλισμένα αρχικά των ερωτευμένων στα πεζούλια των σχολείων και τα συνθήματα των χούλιγκαν στα γήπεδα. Ακόμα και οι βωμολόχοι των ουρητηρίων της Ομόνοιας έχουν τους προκατόχους τους: η Κλοακίνα ήταν η αναγνωρισμένη θεά των latrinalia, των γκράφιτι δηλαδή των ουρητηρίων της αρχαίας Ρώμης.[6]
Δεν είναι τυχαίο ότι σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες, που απειλούν σε κάθε βήμα την προσωπική και εθνική ταυτότητα, και ακόμη σε περιόδους πολιτικών καταπιέσεων και συγκρούσεων, μπορεί να βρει κανείς την άνθηση του γκράφιτι και της ποίησης του δρόμου στην πυκνότερη παρουσία τους. «Σε μια εποχή που υπάρχουν τόσες μορφές έκφρασης και επικοινωνίας, η ιδέα να αφήσει κανείς την προσωπική του σφραγίδα μοιάζει να κερδίζει έδαφος. Σε καιρούς που η λογοκρισία ενισχύεται, ο ανταρτοπόλεμος των καλλιτεχνών που βρίσκονται εκτός συρμού θα συνεχίσει για να εκφράσουν τον εαυτό τους, να αφήσουν το σημάδι τους και να προκαλέσουν τους άλλους καθώς υποστηρίζουν την ελευθερία τους.»[7] Ή: 

Να σκαλίζω στην πέτρα τη μορφή της πέτρας:
        
η αλλόκοτη καταδίκη μου.[8]

Η καταδίκη του μη ανήκειν.

Από πλευράς εκφραστικών μέσων οι μορφές του στιγμιαίου λόγου αποτελούν σημείο τομής της ομιλίας, της γραφής και της εικόνας. Διατηρούν ευλαβικά τη σύνδεσή τους με τον πρωτογονισμό και την αρχαϊκότητα των πρώτων γραφών: ιδεογραμμάτων, ιερογλυφικών, σκηνικών αναπαραστάσεων. Χρησιμοποιούν πρόχειρα υλικά (σπρέι, μπογιά, κάρβουνο, μολύβι), όχι όμως με προχειρότητα. Αν δει κανείς το πλήθος και την οργάνωση των προσχεδίων που ετοιμάζουν οι καλλιτέχνες του γκράφιτι που ζωγραφίζουν τα τρένα της Νέας Υόρκης, ώστε σε ελάχιστα λεπτά (πριν φτάσει η αστυνομία) να προλάβουν να τα αναπαραγάγουν, καταλαβαίνει καλά ότι η σύγχυση που προκαλεί το τελικό προϊόν δεν είναι αποτέλεσμα τύχης ή αδεξιότητας.[9] Και τα μέσα (υλικά και εκφραστικά) είναι τέτοια ώστε «να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του ομιλείν και στους καταναγκασμούς της στιγμής: ομιλούσα γραφή και συνθηματική αναπαράσταση».[10] Ο Κ. Σιαμάκης διακρίνει τις γραφές σε τρεις κατηγορίες: «γραφές προόδου, γραφές αδιεξόδου εκτροπής και γραφές λαθραπομιμήσεως».[11] Οι πρώτες είναι επίσημες γραφές που αναπτύχθηκαν μέσα από την ιστορική τους εξέλιξη, και οι τελευταίες υπήρξαν μόνο για να εξυπηρετήσουν εθνικιστικές ματαιοδοξίες. Ο στιγμιαίος λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν σύγχρονη γραφή «αδιεξόδου εκτροπής» που η τελική της μορφή ορίζεται και περιορίζεται από τα διαθέσιμα υλικά ελλείψει (ή αρνήσει στην προκειμένη περίπτωση) άλλων εναλλακτικών. Είναι γνήσια ars povera που ξαναδομεί τον κόσμο με τα καθημερινά απόβλητά του. Ένα αληθινό μουσείο του κόσμου που βρίσκεται στους τοίχους του: 

Τι σημασία έχει τι είδαν και πώς και πότε
Αν είδαν καθαρά εκείνο που ήθελαν.
Ω μέγα ονειρικό εξώφυλλο αληθινής ζωής.
Και κάποτε ανώτερο απ’ το προϊόν το ίδιο.[12]

Αν όμως το γκράφιτι είναι στιγμιαίος λόγος κατ’ αναπαράσταση, η ποίηση (τουλάχιστον η σύγχρονη) είναι στιγμιαίος λόγος κατά φιλοσοφία. Ανταγωνίζεται και ταυτόχρονα συμπράττει με την «πανίσχυρη παρόρμηση του κόσμου ενάντια στη Ρήση».[13] Και έχει εντέλει επίγνωση αυτού του τραγικού αδιεξόδου, με λόγια να προσπαθεί να λύσει το άλεκτο («Άδικα γράφεις. Δεν βγήκε ποτέ κανείς απ’ τη γλώσσα»).[14]
Το 1982 ο Β. Παπαγεωργίου διέκρινε τα ποιήματα σε δύο είδη: «κοσμογραφικά» και «κοσμογονικά», σε σχέση με την αντίθεσή τους στην εγκατεστημένη δομή του κόσμου (τα πρώτα συμπράττουν, τα δεύτερα ανταγωνίζονται).[15]
Στην κοσμογραφική ποίηση του παρελθόντος η νέα ποίηση (ας πούμε απ’ τους σουρρεαλιστές και μετά) κοσμογονεί: αναπλάθει τα υπάρχοντα πρώτα υλικά σε νέες συνθέσεις του κόσμου. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες και αυτό στενεύει: εγκλωβίζεται σε περισσότερο ιδιωτικά σχήματα, υπονομεύει παρά ανασυνθέτει. Το μήκος βραχύνεται, ο λόγος συσπάται και διαλύεται, ψάχνει να βγει από τη γλώσσα και να οπτικοποιηθεί, δεν μαζεύεται για να ανασυνταχθεί αλλά για να προστατευθεί, εκβλύζοντας σε μια αποσπασματική εγγαστρίμυθη τοιχογραφία που δηλώνει την παρουσία της όπως μπορεί, αναιρώντας εντέλει τους κανόνες του λόγου και τη διαχρονικότητά τους. Χρησιμοποιεί τις λέξεις για να τραφεί στιγμιαία, πλησιάζοντας έτσι την αδιέξοδη εκτροπή του γκράφιτι.
Αντιτίθεται ο στιγμιαίος ποιητικός λόγος στη διαχρονικότητα που υπόσχεται ο «μεγάλος» λόγος της υποτιθέμενης Τέχνης και Αλήθειας. Αποτελεί συνέχεια του διονυσιακού στοιχείου (που υπάρχει μόνο μέσα στην πορεία του γίγνεσθαι, πολλαπλό και πολυσήμαντο) στην αντίθεσή του με το απολλώνειο, που στοχεύει στην αιωνιότητα μέσα από την τελειοποίηση της μορφής του για να προσεγγίσει το Θείο.[16]
Με αυτή την έννοια ο στιγμιαίος λόγος είναι συνεχώς αναλώσιμος: ο κόσμος (στις στιγμιαίες φάσεις της εξέλιξής του) τρέφει έναν λόγο (που παρασκευάζεται και αναλώνεται στιγμιαία) για να θρέψει και πάλι τον κόσμο στην αέναη πορεία του. Χωρίς οριστικό νόημα, χωρίς «μεγάλη αλήθεια», χωρίς αξιώσεις διαχρονικότητας, αλλά από την ίδια την ατέρμονα τροχιά του. 
Από τότε που έγινε σαφές ότι με την αιωνιότητα αυταπατάται η ματαιοδοξία μόνο του όποιου δημιουργού, η ποίηση βρίσκει τον εαυτό της όποτε γίνεται στιγμιαία: επανέρχεται στον κόσμο και μετέχει σ’ αυτόν, ακολουθώντας τις μορφολογικές εκτροπές τής κάθε εξελικτικής φάσης. 
Επανέρχεται στον κόσμο και τον ξανα-αποδίδει στους κατοίκους του με κίνητρο όχι την ίδια την ποίηση ή την τέχνη αλλά την ίδια την προσωπική παρουσία, την έκφρασή της, και την επιβεβαίωση αυτής της αλληλουχίας των στιγμών στο πεπερασμένο της ύπαρξης. «Το ποίημα: μια χειρονομία».[17]
Αναλώνεται η ποίηση: ψωμί για να υπάρξει ο κόσμος και ο ποιητής μέσα σ’ αυτόν. Ό,τι σεμνότερο: 

Αν πάλι βαθιά μέσα στο φόρεμα του κόσμου
κουβάρι τυλίχτηκε η φωνή μου
βρείτε την άκρη της 
το ένα και το ω μέγα
είναι δικό σας ρούχο το κορμί
δε μου ανήκει
...................
Δε μιλώ λοιπόν.
Όχι για να χορτάσετε με τις λέξεις μου.
Όχι στο μολύβι το ψωμί.
  – προσέξτε·[18]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιάννη Ζέρβα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: