Παίζουμε ένα ποίημα;

Παίζουμε ένα ποίημα;

Συγ­γρα­φείς, ανα­γνώ­στες και κρι­τι­κοί μπο­ρούν να παί­ξουν, μα­ζί ή μό­νοι, ένα ποί­η­μα με διαφορετι­κούς τρό­πους, σαν παι­χνί­δι, όρ­γα­νο, θέ­α­τρο, στοί­χη­μα, παρ­τι­τού­ρα. Η τα­κτι­κή αυ­τή στή­λη παί­ζει κά­θε φο­ρά ένα πρό­σφα­το ελ­λη­νό­γλωσ­σο ποί­η­μα, για να θέ­σει ένα γε­νι­κό ποι­η­τι­κό, αι­σθη­τι­κό ή άλ­λο πα­ρεμ­φε­ρές θέ­μα.

(7) Ο νέ­ος ποι­η­τής 

Παυλίνα Μάρβιν: «Πρόλαβες να διαβάσεις τον Ρίλκε;» (2014)

Έκοβε τα μαλλιά του στους διαδρόμους
της πολυκατοικίας. Διερωτόμουν,
μαζί του στο ασανσέρ, ενώ ανερχόμουν
στον τρίτο, με ψαλιδισμένους ώμους

από τον φόβο: Δεν έχει καθρέφτες
στο σπίτι; Με κεριά, μου είπαν κατόπιν,
πως τη δόση του φτιάχνει. Με δε φταις
αγόρι μου, του φέρναν γάλα (και το ’πινε

όλο), γειτόνισσες συντρέχτρες, που είναι
δύσκολη η ζωή. Τα Γράμματα σ’ έναν
νέο ποιητή βρήκα μια νύχτα στη θυρίδα.

Ξέσπασε πυρκαγιά· τον βάζαν, είδα,
στο κλουβί, καθώς έπαιζε Kill Bill―και
με ρώτησε αν διάβασα τον Ρίλκε.

(από την υπό έκ­δο­ση συλ­λο­γή Θαύ­μα­τα στου Πο­λύ­φη­μου - 28 σο­νέ­τα για την πο­λυ­κα­τοι­κία μου)

Η ομι­λή­τρια αυ­τού του εντα­τι­κά δρα­μα­το­ποι­η­μέ­νου ποι­ή­μα­τος ανε­βαί­νει στο δια­μέ­ρι­σμά της στον 3ο όρο­φο με ψα­λι­δι­σμέ­νους ώμους, φο­βι­σμέ­νη από τα ψα­λι­δι­σμέ­να μαλ­λιά του ενοί­κου του 2ου που εί­ναι μα­ζί της στο ασαν­σέρ. Διε­ρω­τά­ται για­τί τα κό­βει στους δια­δρό­μους της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δεν του λεί­πουν οι κα­θρέ­φτες, μα­θαί­νει, του λεί­πει το φως επει­δή δεν έχει να πλη­ρώ­σει το ρεύ­μα. Της το εί­παν οι γει­τό­νισ­σες που τον συ­ντρέ­χουν και τον πα­ρη­γο­ρούν. Εκεί­νος φαί­νε­ται πως κα­τά­λα­βε τα συγ­γρα­φι­κά της εν­δια­φέ­ρο­ντα και άφη­σε στη θυ­ρί­δα της τα Γράμ­μα­τα σ’ έναν νέο ποι­η­τή του Ρίλ­κε. Κά­ποιο βρά­δυ ξέ­σπα­σε πυρ­κα­γιά στο δια­μέ­ρι­σμά του, ίσως από τα κε­ριά που ο το­ξι­κο­μα­νής χρη­σι­μο­ποιού­σε για να φτιά­ξει τη δό­ση του. Η τη­λε­ό­ρα­σή της έπαι­ζε την ται­νία Kill Bill όταν εί­δε να τον βά­ζουν στην κλού­βα. Η τε­λευ­ταία σκέ­ψη του πριν μπει μέ­σα ήταν να τη ρω­τή­σει αν πρό­λα­βε να δια­βά­σει τον Ρίλ­κε που της άφη­σε.
Μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σου­με πως το ποί­η­μα αυ­τό εί­ναι η έμπρα­κτη απά­ντη­ση της ομι­λή­τριας στην ερώ­τη­ση του χει­μα­ζό­με­νου άν­δρα. Δεί­χνει πως όχι μό­νο διά­βα­σε τον Ρίλ­κε αλ­λά μπο­ρεί και να αξιο­ποι­ή­σει όλα τα δι­δάγ­μα­τά του, και μά­λι­στα με εντυ­πω­σια­κά τε­χνι­κά μέ­σα (δια­σκε­λι­σμοί, ομοιο­κα­τά­λη­κτοι αιφ­νι­δια­σμοί, αντι­στι­κτι­κή σύ­ντα­ξη και κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή τε­χνι­κή). Αυ­τή η δε­ξιο­τε­χνι­κή αξιο­ποί­η­ση πα­ρά­γει μία ακό­μα πα­ραλ­λα­γή σε μια κε­ντρι­κή μορ­φή της νε­ώ­τε­ρης ποί­η­σης, τον εξαρ­τη­μέ­νο από ου­σί­ες ποι­η­τή που συ­να­ντά­με από τους Άγ­γλους Ρο­μα­ντι­κούς ώς τους Αμε­ρι­κα­νούς Μπητ. Τα Γράμ­μα­τα σ’ έναν νέο ποι­η­τή (γραμ­μέ­να την πε­ρί­ο­δο 1902-1908) δεν εί­ναι εγ­χει­ρί­διο ποι­η­τι­κής αλ­λά αυ­το-μυ­θο­ποί­η­σης, όπως ξέ­ρου­με και από πε­ρι­πτώ­σεις Ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων από το Με­σο­πό­λε­μο ώς σή­με­ρα. Δεν δι­δά­σκουν πώς να γρά­φει κα­νείς αλ­λά πώς να επι­νο­ή­σει τον εαυ­τό του ως Ποι­η­τή. Ακο­λου­θώ­ντας τις οδη­γί­ες των Γραμ­μά­των, αυ­τό ακρι­βώς κα­τα­φέρ­νει με το ποί­η­μά της και η ομι­λή­τρια για τον άν­δρα που η κλού­βα τον πή­ρε το­ξι­κο­μα­νή και το σο­νέ­το της τον έφε­ρε πί­σω ποι­η­τή.
Η ει­κό­να του μο­να­χι­κού και ανέ­στιου ποι­η­τή με­τά τη φω­τιά ενι­σχύ­ε­ται από το ποί­η­μα «Ρίλ­κε: Με­τά τη φω­τιά» (2005) του Σέι­μους Χή­νυ, με­τά­φρα­ση με μι­κρές αλ­λά τολ­μη­ρές ελευ­θε­ρί­ες του ποι­ή­μα­τος του Ρίλ­κε “Die Brandstätte” [= «Η σκη­νή της φω­τιάς»] (1908). Ο ήρω­ας των Ρίλ­κε/Χή­νυ γυ­ρί­ζει στο κα­μέ­νο σπί­τι του με­τά από κά­ποιο διά­στη­μα (όπως θα έκα­νε ο ήρω­ας της Μάρ­βιν επι­στρέ­φο­ντας στο δια­μέ­ρι­σμά του), ανα­σύ­ρει από τα απο­κα­ΐ­δια ένα δο­χείο (όπως εκεί­να που χρη­σι­μο­ποιού­σε ο το­ξι­κο­μα­νής για τη δό­ση του) και το δεί­χνει σε κά­ποια παι­διά που έπαι­ζαν (όπως θα έκα­νε ο ποι­η­τής στις γει­τό­νισ­σες), προ­σπα­θώ­ντας να τα κά­νει να κα­τα­λά­βουν. Εκεί­να όμως δεν φαί­νε­ται να κα­τα­λα­βαί­νουν τί­πο­τε, κά­νο­ντάς τον να αι­σθαν­θεί τε­λεί­ως απο­ξε­νω­μέ­νος τό­σο από το πα­ρελ­θόν όσο και από το πε­ρι­βάλ­λον του.

Seamus Heaney: “Rilke: After the Fire”

Early autumn morning hesitated,
Shying at newness, an emptiness behind
Scorched linden trees still crowding in around
The moorland house, now just one more wallstead
Where youngsters in a pack from god knows where
Hunted and yelled and ran wild in a pack.
Yet all of them fell silent when he appeared,
The son of the place, and with a long forked stick
Dragged an out-of-shape old can or kettle
From under hot, half burnt-away house-beams;
And then, like one with a doubtful tale to tell,
Turned to the others present, at great pains
To make them realise what had stood so.
For now that it was gone, it all seemed
Far stranger: more fantastical than Pharaoh.

And he was changed: a foreigner among them.

Όπου κι αν τον πή­γε η κλού­βα, δια­βά­ζο­ντας το δαι­μό­νιο σο­νέ­το της Παυ­λί­νας Μάρ­βιν, ο ένοι­κος του 2ου ορό­φου θα κα­τά­λα­βε πως, όταν γυ­ρί­σει στο κα­μέ­νο δια­μέ­ρι­σμά του, θα αι­σθαν­θεί ξέ­νος και, αν θέ­λει να επι­κοι­νω­νή­σει ξα­νά, θα χρεια­στεί να ξε­κι­νή­σει κά­νο­ντας την απε­ξαρ­τη­μέ­νη ξε­νό­τη­τα ποί­η­ση. Ταυ­τό­χρο­να όμως θα επι­βε­βαί­ω­σε πως ποι­η­τής δε γί­νε­ται κα­νείς γρά­φο­ντας στί­χους αλ­λά φτιά­χνο­ντας σο­λι­στι­κά σο­νέ­τα «κα­τά τες συ­ντα­γές» κα­θιε­ρω­μέ­νων ποι­η­τών, όπως τα Γράμ­μα­τα σ’ έναν νέο ποι­η­τή του κο­ρυ­φαί­ου σο­νε­το­γρά­φου Ρίλ­κε, και γι’ αυ­τό της τα χά­ρι­σε και ήθε­λε να βε­βαιω­θεί πως πρό­λα­βε να τα δια­βά­σει.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: