Ακραία καιρικά φαινόμενα

Ακραία καιρικά φαινόμενα

Π Ο Λ Υ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
[ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ]

Η πόλη σε κατάσταση εξαίρεσης και ασθένειας




To καινούργιο βιβλίο Ακραία καιρικά φαινόμενα (2023) του Δημήτρη Γκιούλου είναι μια δυναμική, μαχητική, προκλητική σύνθεση που εξακτινώνεται προς πολλές κατευθύνσεις και διατρέχει πολλά πεδία. Για να δείξω το εύρος της κυκλοφορίας της θα την συζητήσω σε τέσσερα από τα διαφορετικά πλαίσια στα οποία λειτουργεί.

1. Αν τοποθετηθεί σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, η σύνθεση επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο καθεστώς ιστορικότητας, τον παροντισμό. Ο Γερμανός ιστορικός Ράινχαρτ Κοζέλεκ παρατήρησε πως στη νεωτερικότητα, που εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα, η εμπειρία του παρελθόντος και η προσδοκία του μέλλοντος αποκλίνουν και απομακρύνονται. Έτσι το βίωμα του ιστορικού χρόνου αλλάζει καθώς ανοίγει ένα χάσμα στο παρόν. Η απόσταση μεταξύ των γενεών μεγαλώνει καθώς κάθε γενιά αναπτύσσει το δικό της ιστορικό στίγμα. Η ιστορία χάνει τη συνοχή και τη γραμμικότητά της, και αποκτά μοναδικότητα και ασυνέχεια, καθώς βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση κερματισμού και κρίσης. Οι άνθρωποι διακατέχονται από την αβεβαιότητα και ανασφάλεια που χαρακτηρίζουν την αίσθηση ανομίας της νεωτερικότητας, και η έντονη αίσθηση ιστορικότητας που τους κατατρύχει κάνει τη σχέση τους με το χρόνο προβληματική.

Ο Γάλλος ιστορικός Φρανσουά Αρτόγκ πρόσθεσε ένα τρίτο στα δύο χρονικά στάδια του Κοζέλεκ και έτσι διακρίνει τρία «καθεστώτα ιστορικότητας» — το Αρχαίο, το Νέο (που αρχίζει με τη νεωτερικότητα) και το Τωρινό (που αρχίζει στη δεκαετία του 1990). Το Τωρινό καθεστώς έχει αποκόψει το σήμερα από παρελθόν και μέλλον. Ένα εκτεταμένο παρόν έχει καταλάβει το χώρο και του παρελθόντος (που έχει χάσει την απόστασή του) και του μέλλοντος (που έχει χάσει την κατεύθυνσή του). Αυτός ο παροντισμός διακατέχεται από την τυραννία της στιγμής και ένα ακατάπαυστο τώρα που διαρκώς επιταχύνεται. Ο Γκιούλος καταγράφει την αδυσώπητη λειτουργία του σε μια πόλη που «σε ασθενεί» (σελ. 7) και μια «λήθηνη» (59) εποχή: «Η ζωή συμβαίνει αλλού/μέχρι να φτάσει σε εμάς/ως αποτέλεσμα/αλληλουχίας/γεγονότων/χάους» (28).

2. Αν τοποθετηθεί σε ένα ειδολογικό πλαίσιο, η σύνθεση αναδεικνύει την τριμερή χρονική δομή της. Οι συγγραφείς της ποιητικής γενιάς του 2000, οι περισσότεροι από τους οποίους γεννήθηκαν γύρω στο 1980, ανέπτυξαν εξ αρχής μια έντονη ιστορική εγρήγορση. Απορρίπτοντας την εμμονή στην ενιαία και διαρκή παράδοση που διέκρινε τους προγενέστερους, ενδιαφέρθηκαν συχνά για τη συγκρότηση του ιστορικού χρόνου, και τη διερεύνησαν συνομιλώντας με την πρώτη και δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Όπως έχω αναφέρει αλλού, από πολύ νωρίς άρχισαν να εκδίδουν βιβλία τα οποία δεν αποτελούν συλλογές ποιημάτων αλλά ολοκληρωμένες συνθέσεις-καντάτες. Πολύ πρόσφατα όμως παρουσίασαν ένα ιδιαίτερο είδος βιβλίου, μια φιλόδοξη τριμερή ποιητική σύνθεση που καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό εύρος καθώς αναστοχάζεται το παρελθόν, αναμετριέται με το παρόν και αναρωτιέται για το μέλλον. Είναι η στιγμή που η μελαγχολία αποκτά ιστορική θέση και ευθύνη ιχνηλατώντας την απρόβλεπτη διαδοχή γενεών και γεγονότων. Μαζί με του Γκιούλου, σε αυτό το είδος ανήκουν επίσης, κατά χρονολογική σειρά έκδοσης, τα εξής βιβλία τα οποία θεωρώ τα πιο αντιπροσωπευτικά του είδους: Γιάννη Δούκα: η θήβα μέμφις (Πόλις 2020), Αλέκου Λούντζη: Οι επόμενοι εμείς (Στιγμός 2021), Ζ. Δ. Αϊναλή: Ένα κάτι πιο αργά (Υποκείμενο 2021), Δημήτρη Πέτρου: Εικοστός κόσμος (Πόλις 2022) και Γιώργου Πρεβεδουράκη: Δίστομο (Πανοπτικόν 2024).

Στα σημαντικά αυτά βιβλία, που διαθέτουν μια ισχυρή αίσθηση διαχρονικής ιστορικότητας, γίνεται μια σαφής διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν (τον καταστροφικό 20ο αιώνα), το παρόν (τον μεταιχμιακό, μεσοπολεμικό και μετέωρο 21ο αιώνα) και το (αβέβαιο, ασταθές και αμφίθυμο) μέλλον. Είναι επίσης χαρακτηριστικό της τριμερούς ιστορικής εποπτείας των ποιητών που ανέφερα πως ο Γκιούλος σχεδιάζει να ολοκληρώσει μια τριλογία βιβλίων: από τα Αστικά δύστυχα (2020) των οικογενειακών τραπεζιών της μεταπολίτευσης στην πόλη του 21ου αιώνα, η οποία «σε ασθενεί/θα πέσει» υφιστάμενη «ακραία καιρικά φαινόμενα», σε ένα μελλοντικό βιβλίο που θα είναι η ιστορία μετά την πτώση.

3. Αν τοποθετηθεί σε ένα πολιτικό πλαίσιο, η σύνθεση δείχνει πώς η ιστορικότητα συναντά την πολιτική, και συγκεκριμένα πως ο παροντισμός τέμνει τη μελαγχολία – όχι την υπαρξιακή αλλά την αριστερή. Μόλις πέντε εβδομάδες πριν την πρώτη εκλογική νίκη του Σύριζα, το Δεκέμβριο του 2014, ο ιστορικός Έντσο Τραβέρσο έδωσε στην Αθήνα την ετήσια διάλεξη στο Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς με τίτλο «Αναμνήσεις από το μέλλον: Οι πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος» και αναφέρθηκε στον Αρτόγκ: «Ορισμένοι ιστορικοί, όπως ο Φρανσουά Αρτόγκ, χαρακτηρίζουν το καθεστώς ιστορικότητας που παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 1990 ως ‘παροντισμό’: ένα νερουλό και φουσκωμένο παρόν που απορροφά και διασπά μέσα του και το παρελθόν και το μέλλον. [...] Ο ‘παροντισμός’ συνιστά ένα μετέωρο χρόνο ανάμεσα σε ένα παρελθόν που δεν ελέγχουμε κι ένα μέλλον που δεν μας δόθηκε». Και πρόσθεσε: «Μια Αριστερά που αντιστοιχεί στο δικό μας καθεστώς ιστορικότητας – μιας χρονικότητας που αποσύρθηκε στο παρόν και είναι ανίκανη για πρόγνωση – αποκτά αναπόφευκτα μια μελαγχολική τονικότητα». Έτσι λοιπόν την παραμονή της ιστορικής νίκης του Σύριζα ο Τραβέρσο εισάγει την έννοια της αριστερής μελαγχολίας που χαρακτηρίζει τον παροντισμό.

Στο βιβλίο του Γκιούλου μιλούν στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο τα παιδιά της γενιάς η οποία στα χρόνια της χούντας ήταν οι «Νέοι της Σιδώνος, 1970» (Ο στόχος) του Μανώλη Αναγνωστάκη και αργότερα έγινε οι «Γέροι της Σιδώνος» (Στα μέσα σύνορα, 2011, σ. 30-1) του Γιάννη Δούκα – τα παιδιά δηλαδή των επαναστατών οι οποίοι συμβιβάστηκαν και προσαρμόστηκαν. Τα παιδιά αυτά δεν πρόλαβαν καν να γίνουν «νέοι» και τώρα ζουν με άχρηστες εμπειρίες και χωρίς ορίζοντα προσδοκιών. Μετέωροι ανάμεσα σε ένα «πίσω» και ένα «μπροστά», πορεύονται «χωρίς εναλλακτική» και δεν μιλούν για κάποιο παρελθόν ούτε ιχνηλατούν μια ιστορική διαδρομή. Το κεντρικό κομμάτι της σύνθεσης, «νέοι (σίγουρα όχι) της Σιδώνος 2023 μ.Χ.», περιγράφει τον παροντισμό τους και τελειώνει ως εξής:

«εμείς που ξεκινήσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, εμείς οι καλύτεροι, οι πιο καταρτισμένοι, ταλαντούχοι, υπέρ το δέον ευφυείς, όμορφοι, γοητευτικοί, αρκούντως μυστηριώδεις, και συνάμα γήινοι και ευαίσθητοι, σίγουρα η καλύτερη βερσιόν του μοντέλου έως εκείνη τη στιγμή, συνεπείς καλλιεργητές κάθε είδους αυταπάτης, δεν δρέπουμε καμιά δάφνη, δεν διάγουμε τα καλύτερά μας χρόνια, δεν αναμένεται να λάμψουμε σαν ουράνια σώματα, πιθανώς ούτε και μετά θάνατον. Ας παραδεχτούμε πως τα καλύτερά μας χρόνια δεν είναι πίσω μας, μήτε και αναμένονται μπροστά μας, τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα, ας παραδεχτούμε στην τελική πώς μας έστησαν στο ραντεβού, και δεν είναι πως πονάω για όλα αυτά, μήτε παραπονιέμαι. Είναι που τελευταία, όνειρα δεν μπορώ να δω. Έτσι χωρίς εναλλακτική πορεύομαι, με μόνο άγχος, άραγε ο ιστορικός του μέλλοντος, όλα τούτα, μεταμοντέρνα θα τα πει;» (40-1)

Ανάμεσα στην αποξένωση και την ανασφάλεια, οι «νέοι» του 2023 βιώνουν την απόλυτη «κρίση του παρόντος».

4. Αν τοποθετηθεί σε ένα πλαίσιο λογοτεχνικής ιστορίας, η σύνθεση εμπεριέχει μια εναλλακτική ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στις περισσότερες πρόσφατες συνθέσεις πραγματοποιείται μια κατάβαση όπου ο ποιητής επισκέπτεται τη λογοτεχνική ιστορία για να συνομιλήσει με διάφορους τρόπους με Έλληνες και ξένους, ζώντες και μη συγγραφείς. Έτσι ο Γκιούλος συνομιλεί με τον Καβάφη και έξι επόμενες ποιητικές γενιές – του ’20 (Καρυωτάκης), του ’30 (Ελύτης), του ’50 (Αναγνωστάκης, Κατσαρός), του ’60 (Λεοντάρης, Μέσκος), του ’70 (Γώγου, Μπακιρτζής) και του 2000 (Πρεβεδουράκης). Η σύνθεση έχει λοιπόν ένα αξιοπρόσεκτο ιστορικό βάθος ενός τουλάχιστον αιώνα ως προς την ποιητική γενεαλογία της. Βρίζοντας το ελληνικό καλοκαίρι (23) και αδιαφορώντας για το εθνικό «μπλε» του Ελύτη (46), ανοίγεται θεματικά και μορφικά από την αριστερή μελαγχολία του παροντισμού προς την κρίση της νεωτερικότητας (παρελθόν) και τη μεταμοντέρνα δυστοπικότητα (μέλλον), διερευνόντας τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο σε μια πόλη σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» (από τον Καρλ Σμιτ ως τον Τζιόρτζιο Αγκάμπεν).

Τοποθετώντας πειραματικά το ερεθιστικά αξιόλογο βιβλίο του Γκιούλου σε τέσσερα ερμηνευτικά πλαίσια θέλησα να δείξω πως προσκαλεί την ενεργητική συμμετοχή του αναγνωστικού κοινού. Η γλώσσα του φαίνεται απατηλά καθημερινή και το μήνυμα απλό αλλά τα στοιχεία θεατρικότητας, δραστικότητας και μοριακότητας που σχηματίζουν ρευστά μορφώματα κάνουν το έργο πολυδιάστατο και διαθέσιμο σε πολλές μεταμορφώσεις.

Στη δεκαετία του 1990 η ελληνική ποίηση έχασε το εθνικό κύρος της και τον καθοδηγητικό προορισμό της. “Η καινούργια ποίηση δεν είναι καθεστώς αλήθειας αλλά άσκηση παρρησίας. Επέρχεται καταστασιακά και λειτουργεί με πρακτικές, όχι συμβάσεις. Η ποίηση του 21ου αιώνα συμβαίνει εκεί που ο στίχος ομιλεί με παρρησία για καταστάσεις όπου διακυβεύεται ποιος αποφασίζει και με ποιους μηχανισμούς επιβάλλει τι είναι αλήθεια. Επεξεργάζεται διάγνωση, δεν απονέμει δικαίωση. Η ποίηση αυτή είναι διερευνητική, πρισματική, πειραματική, αγωνιστική, δραστική.» Η σθεναρή ιστορική αντίληψη που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική και πολιτική στάση της γενιάς του 2000 μελαγχολεί από τις απογοητευτικές εμπειρίες της αλλά δεν απελπίζεται από «ακραία καιρικά φαινόμενα». Δικάζει την ιστορία, αντιμετωπίζει κριτικά το Τωρινό καθεστώς ιστορικότητας, αντιστέκεται στον παροντισμό και δοκιμάζει να ανοίξει καινούργιους ορίζοντες προσδοκίας.



ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Αυτή η βιβλιοπαρουσίαση αντλεί ιδέες και παραθέματα από τη μελέτη μου «Ιστορικότητα και πολιτική στις συνθέσεις της ποιητικής γενιάς του 2000» (Τα ποιητικά 48, Ιανουάριος-Μάρτιος 2023).


Ακραία καιρικά φαινόμενα

Ποίηση ακραίων κοινωνικών φαινομένων

__________

Της Αθηνάς Ρώσσογλου

Ακραία καιρικά φαινόμενα (2023) είναι ο τίτλος του δεύτερου προσωπικού βιβλίου του Δημήτρη Γκιούλου. Ακραία φαινόμενα των καιρών και ήδη από τον ευφάνταστο υπότιτλο «σε ασθενεί/ η πόλις/ θα πέσει», ο ποιητής θέτει στο επίκεντρο της προβληματικής του την σύγχρονη πόλη για να μιλήσει για την κατακερματισμένη ζωή της δικής του γενιάς, μιας γενιάς που προσπαθεί να ενηλικιωθεί, κινούμενη μεταξύ ενός παρελθόντος που ξέρει ότι δεν αντέχει και ενός μέλλοντος που δεν ξέρει αν μπορεί να προσδοκά. «Όταν το παλιό πεθαίνει και το καινούριο δεν μπορεί να γεννηθεί, είναι η εποχή των τεράτων», έγραφε ο Αntonio Gramsci[1] και σε αυτό ακριβώς το μεταιχμιακό σημείο τοποθετείται η κατακερματισμένη ποιητική «πόλις» του Γκιούλου, βιώνοντας ένα ατομικό και συλλογικό τραύμα ανάμεσα σε μια συνολική κατάρρευση και ένα άγνωστο αύριο. Αυτό αποτυπώνεται και στο εξαιρετικό εξώφυλλο της Μελισσάνθης Σαλίμπα, όπου τα νήματα που κινούν τους τροχούς της ιστορίας φαίνονται εύθραυστα, έτοιμα σε κάθε στιγμή να σπάσουν, καθιστώντας το μέλλον αβέβαιο, ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα.

Ενηλικιωθήκαμε σημαίνει
αγκαλιάσαμε τον τρόμο

γράφει, για να προσθέσει στη συνέχεια:

Εξασκηθήκαμε στη νομιμότητα
και μοιραστήκαμε το βάρος της βίας με υπομονή χριστιανική
Κάναμε εικονοστάσι την αξιοπρέπεια
εμείς που είπαμε θ' αλλάξουμε τον κόσμο
μα περάσαμε καιρό πολύ
σε σάπια δυάρια

Σε ένα δυστοπικό παρόν συχνά απόλυτης συντριβής, το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να βρίσκεται σε έναν αέναο μετεωρισμό, με τον Γκιούλο να ορίζει εξαρχής τα δύο όρια αυτής της ταλάντωσης: η σύγχρονη πόλη «σε ασθενεί» έρχεται να δηλώσει εμφατικά, για αυτό και στο τέλος, με μαθηματική ακρίβεια, «θα πέσει». Στο πλαίσιο αυτό, κάθε ποίημα της πόλης που «σε ασθενεί» βρίσκεται σε διαρκή αντίστιξη και διαλεκτική με το αντίστοιχο ποίημα της πόλης που «θα πέσει». Πολύ έξυπνα ο ποιητής την στιγμή που θέτει ως πρόβλημα ή προβληματισμό μια μορφή πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής, αισθητικής παθογένειας, έρχεται να δείξει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Τη στιγμή που περιγράφει ένα αδιέξοδο παρόν, είναι σαν να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη λέγοντάς του ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Δεν του δίνει τις απαντήσεις, αλλά τον καλεί να οραματιστεί την προοπτική ενός διαφορετικού μέλλοντος και το κάνει με τρόπο που αυτό το μέλλον είναι κάτι για το οποίο αξίζει να αγωνιστείς.

Φωτιά να βάλουμε
να καούμε
σε θέα κοινή
Να αναγκαστούν να ψελλίσουν
πως τον θάνατο
ολόκληρο
επιλέξαμε
από μία ακόμη
διχοτόμηση


Οι νέοι άνθρωποι, οι συνοδοιπόροι του, που καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα κοινωνικοπολιτικό και αισθητικό πλαίσιο απογυμνωμένο από κάθε λογής φαντασιώσεις, βρίσκονται στο επίκεντρο της ποίησης του Γκιούλου. Μια γενιά ματαιωμένη εξαρχής, μια γενιά που αδυνατεί να ονειρευτεί, μια γενιά που έχει μάθει να αντιμετωπίζει τη φράση «εσωτερική υποτίμηση» όχι ως οικονομική πολιτική αλλά ως καθημερινό βίωμα:

Οι φίλοι αρχίζουν να μετράνε απώλειες
Τις δικές μου
από νωρίς τις συλλέγω
Άλλος ανθρώπους
άλλος δουλειά
άλλος χώρα
ή πράγματα
σαν ανθρώπους, δουλειά, χώρα
Κοιτώ αβοήθητος να βοηθήσω

Σε αυτό το σύγχρονο πρεκαριάτο, που στερείται τόσο της προβλεπτικής δυνατότητας, όσο και της αίσθησης της ασφάλειας, βλέποντας το μέλλον του να απο-υποστασιοποιείται, επικεντρώνεται η ποίηση του Γκιούλου. Στην αναβίωση των όσων δεν επιτεύχθηκαν, των όσων χάθηκαν:

Να έρθεις στο οκτάωρο,
να σταματήσουν να πονάνε
τα πόδια μου
λες
και σκέφτομαι
αν τις γάμπες σου θέλω να σφίξω
ή
τους λαιμούς των αφεντικών

Λέξεις ασύνδετες αποκτούν καινοφανείς συνδέσεις, «η οδύνη/ με την ηδονή/ μπερδεύονται/ στην έξοδο/ από το στόμα μου», σε μια γλώσσα γρήγορη, στακάτη, απέριττη, καθώς όπως παραδέχεται ο ποιητής, «οι δικές του [λέξεις]/ μετρημένες είναι». Και το χιούμορ, συχνά αλλόκοτο και γκροτέσκο, επιστρατεύεται ως διέξοδος από αυτή την κατάσταση αναπόδραστης ταλάντωσης, για να διασφαλίσει τη δική του «κατάσταση εξαίρεσης».

Δυο μέτρα τα χρειάζεσαι
Να φυλάξεις τα παιδικά παιχνίδια
Να σκάψεις τον λάκκο σου

Ο Γκιούλος δεν επιλέγει τυχαία τους συνομιλητές του, καταδεικνύοντας εξαρχής τις επιρροές του, το ποιητικό νήμα των οποίων επιθυμεί να μεταποιήσει, ώστε να καταστεί επίκαιρο στον δική του μεταιχμιακή εποχή. Παραφράζοντας τους στίχους του Μάρκου Μέσκου «όσα είπαμε παλιά ισχύουν», έρχεται να συμπληρώσει ότι «ισχύουν και αυτά που δεν είπαμε Μάρκο, κυρίως αυτά». Είναι η ποίηση του Μέσκου και η σημασία που αποδίδει στην ιστορία των καθημερινών ανθρώπων, μιας ιστορίας από τα κάτω στο περιθώριο των επίσημων αφηγήσεων και των καταγεγραμμένων γεγονότων, που απεικονίζει τον πόνο, την αγωνία, την απογοήτευση ή την ελπίδα, αυτή που συγκινεί τον Γκιούλο. Μια ποίηση που διατρέχει την κοινωνική πραγματικότητα καταθέτοντας «μια γραφή που παλινωδεί ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη απόγνωση και τη συλλογική ελπίδα», όπως αυτή του Μέσκου[2], αναμφίβολα βρίσκει συνεχιστή στον Γκιούλο, η ποίηση του οποίου φιλοδοξεί να καταστεί πολιτική με τη βαθύτερη έννοια του όρου, παίρνοντας τη μορφή της πιο προσωπικής ανθρώπινης κραυγής. 
Και σίγουρα δεν είναι τυχαίοι οι στίχοι που επιλέγει στην απεύθυνσή του, καθώς πρόκειται για τους στίχους που ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος επέλεξε για τον επίλογο της «ρωμιοσύνης στον παράδεισο», τονίζοντας πως πρόκειται για την «τήρηση κάποιας παλαιόθεν δοσμένης υπόσχεσης – κάτι σαν επικύρωση, έστω και μονομερώς, κάποιου αμοιβαίου λόγου τιμής»[3]. Αν όσα δεν είπαμε, όσα επιλέξαμε να αποσιωπήσουμε, για όσα αποφασίσαμε να μην αγωνιστούμε, φαίνεται να λέει ο Γκιούλος, αποτελούν σήμερα έναν λόγο αμοιβαίας συνενοχής, την ίδια στιγμή στη σιωπή υπάρχει πάντα η πιθανότητα να υπερβείς τον εαυτό σου και να επιστρέψεις σε όσα φαντάστηκες αλλά δεν τόλμησες να πεις, σε όσα οραματίστηκες αλλά δεν μπόρεσες να πραγματώσεις. Και τότε η αμοιβαία αυτή συνενοχή μπορεί πράγματι να αποτελέσει έναν νέο «λόγο τιμής», μια νέα αμοιβαία δέσμευση σε όσα από κοινού αξίζει να αγωνιστούμε.
Είναι λοιπόν οι ποιητές της ήττας στους οποίους κατά κύριο λόγο στρέφεται, προκειμένου να κατανοήσει ο ίδιος και ταυτόχρονα να επικοινωνήσει τη σύγχρονη δική του κατακερματισμένη πόλη που «ασθενεί». Η «ποίηση της ήττας[4]» ήρθε «σαν δημιούργημα έντονης εσωτερικής σύγκρουσης, σαν λειτουργία συνείδησης σε κρίση» εμφορούμενη από μια πρωτοφανή ένταση συγκίνησης και από έναν ιδιαίτερα εξομολογητικό τόνο, να περιγράψει την καθολική ήττα της ανθρωπότητας και του πολιτισμού σε μια εποχή που τα αριστερά οράματα είχαν διαψευστεί και εκπέσει. Και το έκανε, όπως σημειώνει ο Αναγνωστάκης, δίνοντας αύξουσα βαρύτητα στις «μικρές προσωπικές φωνές», ως σημαντικών φορέων μετάδοσης της κοινωνικής εμπειρίας[5]. Μια εποχή που αναμφίβολα βρίσκει το αντίστοιχό της στο σήμερα, σε μια στιγμή που τα όνειρα έχουν εκ νέου διαψευστεί, όπου οι ουτοπίες έχουν εκ νέου εκπέσει και μια γενιά αναζητά τη θέση της πάνω στα συντρίμμια.
Αν η πρώτη μεταπολεμική γενιά σημαδεύτηκε από την «ήττα της επανάστασης» όταν η βαριά κληρονομιά που άφησε ο Εμφύλιος δεν επέτρεπε στους ποιητές να έχουν ψευδαισθήσεις και οράματα, και η δεύτερη από την «απόγνωση της διάψευσης», όντας αντιμέτωπη με την απομυθοποίηση ιδεολογιών και το συνακόλουθο πένθος για τις πολλαπλές ματαιώσεις, η ποιητική γενιά της νέας χιλιετίας μελαγχολεί για μια επανάσταση στην οποία εξαρχής δεν μπόρεσε να πιστέψει και μια Αριστερά, η οποία τελικά διέψευσε τις ελπίδες, τα οράματα και τις προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον. Πρόκειται για μια ποιητική γενιά, η ταυτότητα της οποίας οδηγείται από την άρνηση αλλά όχι την παραίτηση, την αψηφισιά και όχι την ήττα, την οργή αλλά όχι την υποχώρηση[6].

Είναι λοιπόν στον Βύρωνα Λεοντάρη και στους στίχους του «Ας πάμε/ λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου/ να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε» (Ψυχοστασία, 1972) που απευθύνεται ο Γκιούλος για να μιλήσει για τη δική του κούραση, για τη δική του απογοήτευση, για τη δική του διάψευση, καθώς «ούτε που βρήκα/ τόσα χρόνια/ τρόπο άλλο/ από το να σκοτώνομαι». Σε μια εποχή που όλα έχουν ειπωθεί, που φαίνονται σαν από καιρό εξαντλημένα και χαμένα, ο Γκιούλος ζητά την υπέρβαση. Αν ο «μεσοπόλεμος» επιβιώνει στις μέρες μας, αν η απογοήτευση και η μελαγχολία αποτελούν ταυτοτικά στοιχεία μιας εποχής σε αδιέξοδο, ο Γκιούλος διεκδικεί την ορατότητα και τη συμπερίληψη. Ως επιτακτική ατομική αλλά και συλλογική ανάγκη, ως τη μόνη διέξοδο από το φαύλο κύκλο μιας ιστορίας που επαναλαμβάνεται, ενός μέλλοντος που βρίσκεται για μια ακόμη φορά σε εκκρεμότητα. Και το κάνει με τη δική του «προσωπική φωνή», ως ατομική υπόθεση άμεσα συναρτημένη με την πολιτική, που σκοπό έχει όχι πλέον να στηρίξει κάποια ιδεολογία αλλά να εκφράσει μια συλλογικότητα. 
Χαρακτηριστικό αυτού του διαλόγου που ανοίγει με ποιητές των προηγούμενων γενεών, αποτελεί το πεζοποίημα του με τίτλο «νέοι (σίγουρα όχι) της Σιδώνος 2023 μ.Χ.». Δίπλα στους νέους της Σιδώνος του Καβάφη που αδυνατούν να κατανοήσουν την απόλυτη αξία που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στην ελευθερία, και στους «νέους της Σιδώνος» της δικτατορίας του Αναγνωστάκη που αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν πόσο ανεπίτρεπτο είναι να συμβιβάζονται με τη στέρηση της ελευθερίας τους, αρκούμενοι σε υποτυπώδη μόνο αγωνιστική δράση, ο Γκιούλος έρχεται να μιλήσει για τους δικούς του (σίγουρα όχι) νέους της Σιδώνος του σήμερα, στους οποίους συγκαταλέγει τον εαυτό του, γράφοντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Πρόκειται για την δική του γενιά, μια γενιά καταδικασμένη σε ένα αέναο δυστοπικό παρόν, με την προσδοκία ενός μέλλοντος σε εκκρεμότητα. Μια γενιά που φαίνεται προορισμένη να παίξει ρόλο αναλώσιμου στην ιστορία.
Με μια βαθιά αριστερά μελαγχολική ματιά, ο Γκιούλος έρχεται να μιλήσει για μια ήττα παγιωμένη και εξακολουθητική, μια ήττα που μαθαίνεις να ζεις μαζί της. Είναι ουσιαστικά η έλλειψη ενός νέου οράματος – «το δυσάρεστο αίσθημα όχι μόνο του χαμένου κινήματος αλλά επιπλέον της χαμένης ιστορικής στιγμής, όχι μόνο της χαμένης θεωρητικής και εμπειρικής συνοχής αλλά και ενός χαμένου τρόπου ζωής και μιας χαμένης πορείας», όπως σημειώνει η Wendy Brown[7] - αυτό που καθηλώνει τη γενιά της κρίσης σε ένα αναπόδραστο αδιέξοδο.

«Ας παραδεχτούμε πως τα καλύτερά μας χρόνια δεν είναι πίσω μας, μήτε και αναμένονται μπροστά μας, τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα, ας παραδεχτούμε στην τελική πως μας έστησαν στο ραντεβού, και δεν είναι πως πονάω για όλα αυτά, μήτε παραπονιέμαι. Είναι που τελευταία, όνειρα δεν μπορώ να δω. Έτσι χωρίς εναλλακτική πορεύομαι, με μόνο άγχος, άραγε ο ιστορικός του μέλλοντος, όλα τούτα, μεταμοντέρνα θα τα πει;»

Εντούτοις, σε αντίθεση με τον Αναγνωστάκη που επιλέγει ως συνομιλητή του τον φίλο και συναγωνιστή του Γιώργο Αποστολίδη για να του μιλήσει με πίκρα και απογοήτευση, μελαγχολώντας για την παθητικότητα και την έλλειψη αγωνιστικότητας των δικών του «νέων της Σιδώνος», ο Γκιούλος επιλέγει ως συνομιλητή του τον ποιητή του «Κλέφτικου[8]» Γιώργο Πρεβεδουράκη, με την βεβαιότητα ότι «η πόλις θα πέσει», θυμίζοντάς του ότι είναι κοινή τους δουλειά να το πετύχουν αυτό. Και η επιλογή σίγουρα δεν είναι τυχαία αφού λίγα ποιητικά βιβλία είναι τόσο ουσιακά συνυφασμένα με την σύγχρονη ποιητική γενιά και την ιστορική πραγματικότητά της, περιγράφοντας ένα αποκαθηλωμένο, αποδομημένο και αποσαθρωμένο ιστορικό παρόν, που απορρίπτεται όχι μόνο για αυτό που είναι αλλά κυρίως για εκείνο που θέλει να είναι ή που φαντασιώνεται ότι είναι.
Πράγματι, στην ποίηση του Γκιούλου η μελαγχολία μιας πόλης που «σε ασθενεί» αποκτά έντονα εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, ως δύναμη χειραφέτησης και επαναστατικής αλλαγής του κόσμου. Αναμφίβολα, παίρνει χρόνο να συμβιβαστείς, να αποδεχθείς ή και να ενσωματώσεις την απώλεια των χαμένων ιδανικών. Εντούτοις, κάποια στιγμή το πένθος περνάει και τότε ο θρήνος μιας χαμένης ουτοπίας δίνει τη θέση του σε μια εξεγερμένη μελαγχολία[9]. Μια μελαγχολία, η οποία ξεπερνώντας πια τον θρήνο μιας χαμένης ουτοπίας, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «παράγοντας μετασχηματισμού της απώλειας», κατά την έκφραση της Judith Butler[10].

Θα 'ρθει μια μέρα
—στο υπόσχομαι—
που αντίο δεν θα λέμε
ούτε εις το επανιδείν
θα έχουμε απαλλαγεί από όλες
τις αστικές ευγένειες
Θα 'ρθει μια μέρα
στο λέω
που θα κολλήσουμε εν σάρκα μία
συσσωμάτωμα που λένε στη φυσική
και θα γκρεμίσουμε τη νύχτα
που βαριά πέφτει
κι απόψε

Και ο ρόλος που διατηρεί για τον εαυτό του ο ποιητής σε αυτή την προσπάθεια είναι ξεκάθαρος:

Η εποχή είναι  λ ή θ η ν η
μα εγώ
είμαι ολόκληρος μια σύγκρουση
Είμαι ήδη σε τροχιά


Ως άλλος Δον Κιχώτης των πόλεων, ο ποιητής περιπλανιέται στα αδιέξοδά του, και εκεί, στη μάχη του με φανταστικούς ανεμόμυλους καταστρώνει τα δικά του ανατρεπτικά σχέδια επί χάρτου, αναζητώντας μια νέα συμμετρία, υπερβαίνοντας την ήττα, την ερείπωση και το χάος, διεκδικώντας με όπλο τους στίχους, την ιδιότητα ενός πολίτη που αντιδρά, μοχλό πίεσης για την επόμενη εξέγερση, παράγοντα μετασχηματισμού του κόσμου. Είναι εκεί που το «κάτι πρέπει να γίνει» μετασχηματίζεται σε «κάτι πρέπει να κάνουμε», η επιμονή στη δυνατότητα της ριζοσπαστικής τομής, και ταυτόχρονα η επιθυμία και η ικανότητά του ποιητικού υποκειμένου να τη διεκδικήσουν.

Και είναι εκεί που η ποίηση του Γκιούλου, ακόμη και στις πιο προσωπικές της στιγμές καθίσταται βαθιά πολιτική, εκεί όπου η επανακάλυψη του εγώ στο εσύ, η πίστη στη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη προσφέρει την αλχημεία μιας άλλης τάξης ζωής, αναπτερώνοντας την πίστη στην υπέρβαση, για ένα «τέλος καλό»:

Τα παραμύθια θα έπρεπε να ξεκινάνε με τη φράση:
Ήταν οι δυο τους, απέναντι στον κόσμο όλο, πόσο καλά θα μπορούσε να πάει;
Κι ύστερα ό,τι κι αν μεσολαβεί
να τελειώνουν έτσι:
Ήταν οι δυο τους, απέναντι στον κόσμο όλο, πόσο στραβά θα μπορούσε να πάει;
Να θαρρεύουν και τα μολυβένια στρατιωτάκια που την αναπηρία
μέσα τους την κουβαλάνε
κι ούτε μια σφαίρα δεν έριξαν
Να θαρρεύουν κι οι μπαλαρίνες
που σπούδασαν για να σερβίρουν για μηνιάτικο μαύρο
3,90 ευρώ
κάτω από τον κατώτατο μισθό
Για να ξέρουν πως
ό,τι κι αν μεσολαβεί
στο τέλος
θα νικήσουν


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: