Aρνητικά χαρακτηριστικά / Σβησίματα και νέες γραμμές

Β.Λ. Τα αρ­νη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της «ποί­η­σης της αρι­στε­ρής με­λαγ­χο­λί­ας»

Γ.Χ. Σβη­σί­μα­τα και νέ­ες γραμ­μές του απο­φα­τι­κού πορ­τρέ­του μιας μη γε­νιάς

Μέρος Α΄, Εισαγωγή

Θα επι­χει­ρή­σω να ορί­σω την κύ­ρια και βα­σι­κή τά­ση της ποί­η­σης που εμ­φα­νί­στη­κε τα πρώ­τα χρό­νια του 21ου αιώ­να και συ­νε­χί­ζει να γρά­φε­ται ως σή­με­ρα. Πρό­κει­ται για την ποί­η­ση της αρι­στε­ρής με­λαγ­χο­λί­ας. Δεν εί­ναι η μό­νη τά­ση […] αλ­λά η πιο αν­θε­κτι­κή. Σε άλ­λα κεί­με­να έχω προσ­διο­ρί­σει τα θε­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ποί­η­σης της αρι­στε­ρής με­λαγ­χο­λί­ας. Σε αυ­τό θα δο­κι­μά­σω μια αρ­νη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση, απα­ριθ­μώ­ντας στοι­χεία που δεν έχει. Ίσως αυ­τό εί­ναι συ­νε­πέ­στε­ρο προς την ασυμ­φι­λί­ω­τη δια­λε­κτι­κή της. Ιδού λοι­πόν τι δεν θα βρού­με στο έρ­γο της. (Β.Λ.)

Δεν απο­δέ­χο­μαι τον όρο γε­νιά της αρι­στε­ρής με­λαγ­χο­λί­ας. Συμ­φω­νώ ωστό­σο πως με­ρι­κές ομά­δες ξε­χω­ρί­ζουν ένα­ντι άλ­λων. Σκέ­φτο­μαι ωστό­σο μια μη γε­νιά που δρα­στη­ριο­ποιεί­ται ως με­ρι­κό­τη­τα εν μέ­σω με­ρι­κο­τή­των με ιδιαι­τέ­ρως ετε­ρό­κλη­τα project. Δεν ποιεί και δεν εκλύ­ει αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία με τους στί­χους της. Αρ­νεί­ται δε να κα­τα­χω­ρι­στεί στο πε­ρι­κεί­με­νο μιας πα­γκό­σμιας, ή ει­δι­κό­τε­ρα, της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Εν­δει­κτι­κά, πα­ρό­τι ως Dept Poet Society απο­δέ­χθη­κε να συ­μπε­ρι­λη­φθούν τα ποι­ή­μα­τά της σε αν­θο­λο­γί­ες χρέ­ους ꟷόπως η Αν­θο­λο­γία Αusterity Mesures για αδη­φά­γους ανα­γνώ­στες· οι ποι­η­τές, έδω­σαν λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο, πα­λιό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα του ποι­η­τι­κού τους μύ­θου ή των νέ­ων πλά­νων τους. Ρί­χτη­καν ως θέ­α­μα προς βο­ρά αλ­λά δεν υπέ­κυ­ψαν στη θε/θυ­μα­το­ποί­η­σή τους ως εκ­πρό­σω­ποι κα­τα­πιε­σμέ­νων ή ως όρ­γι­λοι, έγ­χαρ­τοι δια­νο­ού­με­νοι. Ρι­ζο­σπά­στες διό­τι πι­στεύ­ουν στο έρ­γο τους, δεν υπο­χω­ρούν στις Σει­ρή­νες της εύ­κο­λης επι­και­ρό­τη­τας, εγ­γρά­φο­νται για το Dasein, το εδώ και τώ­ρα του ποι­η­τι­κού δια­κυ­βεύ­μα­τος, όχι για τις πε­τρο­μα­χί­ες στους δρό­μους ού­τε για το «συλ­λο­γι­κό πέν­θος» (α, σ’ευ­χα­ρι­στώ Γιάν­νη Δ. για το δά­νειο). Άλ­λω­στε και η Κate Kallaway, κρι­τι­κός που υπο­δέ­χθη­κε θερ­μά την πα­ρα­πά­νω αν­θο­λο­γία, έγρα­ψε θα­ραλ­λέα πως τα ποι­ή­μα­τα λί­γο έχουν να κά­νουν με την κρί­ση1 άρα κα­τά δια­σταλ­τι­κή συ­νέ­πεια και με την αρι­στε­ρή με­λαγ­χο­λία. [Γ.Χ.]

Β΄ Μέρος, Αποφατικά χαρακτηριστικά

Δεν έχει κα­λο­λο­γι­κό και γλα­φυ­ρό ύφος, δε χρη­σι­μο­ποιεί εκλε­πτυ­σμέ­νη γλώσ­σα, δεν με­τα­δί­δει λο­γο­τε­χνι­κή αύ­ρα. (Β.Λ.)
Χρη­σι­μο­ποιεί την κα­λο­λο­γία με ει­ρω­νεία ως «πα­λαιό­τη­τα» και έχει με­τα-κα­λο­λο­γι­κό ύφος. Διε­ρω­τά­ται εντός του ποι­ή­μα­τος πε­ρί τρο­πι­σμών. (Γ.Χ)

Δε συ­γκρο­τεί ολο­κλη­ρω­μέ­να και άρ­τια ποι­ή­μα­τα που λει­τουρ­γούν σαν κα­λώς συ­γκε­ρα­σμέ­νες συν­θέ­σεις. [Β.Λ.]
Δε γρά­φει αυ­τό­νο­μα ποι­ή­μα­τα για συλ­λο­γές ποι­η­μά­των. Σχε­διά­ζει βι­βλία ποί­η­σης ως ανοι­χτές συν­θέ­σεις, αν όχι ως ποι­ή­μα­τα έκτα­σης βι­βλί­ου (book length poems). Τα βι­βλία αυ­τά εί­ναι άρ­τια κα­τά το ό,τι αφή­νουν αρ­τη­ρί­ες και σταυ­ρο­δρό­μια συν­δη­λώ­σε­ων πολ­λών επι­πέ­δων.(Γ.Χ)

Δεν πα­ρά­γει αυ­τό­νο­μα ποι­ή­μα­τα με αι­σθη­τι­κή αυ­τάρ­κεια που υφί­στα­νται ανε­ξάρ­τη­τα από δη­μό­σιες συν­θή­κες και κα­τα­στά­σεις.[B.Λ]
Χμμ, απο­κλί­νω. Υπο­στή­ρι­ξα την άγρια, απε­λευ­θε­ρω­τι­κή αι­σθη­τι­κή στά­ση –μία υπαρ­ξι­στι­κή λύ­τρω­ση, έναν θρί­αμ­βο της προ­σω­πι­κής από­φα­σης, πα­ρό­τι μπο­ρεί να ελεγ­χθεί ηθι­κά– την οποία όταν τη φέ­ρει ο ποι­η­τής εκτυ­λίσ­σει το ποι­η­τι­κό όρα­μά του ακό­μη κι όταν οι πέ­τρες των δια­μαρ­τυ­ρό­με­νων στα Εξάρ­χεια αρ­χί­ζουν να σπά­νε τα τζά­μια στο στέ­κι του. Τη­ρου­μέ­νων των ανα­λο­γιών ας σκε­φτού­με τον Βιτ­γκεν­στάιν στα χα­ρα­κώ­μα­τα του Α' Π.π να γρά­φει το Prototractatus. Έτσι νο­μί­ζω δρα. (Γ.Χ)

Δεν εί­ναι ού­τε μο­νο­φω­νι­κή ού­τε μο­νο­γλωσ­σι­κή, δεν ει­δι­κεύ­ε­ται σε ένα μέ­λος ή ιδί­ω­μα, δεν παύ­ει να πει­ρα­μα­τί­ζε­ται με κώ­δι­κες σύν­θε­σης και επι­κοι­νω­νί­ας.[Β.Λ.]
Ναι, ναι κι εγώ έτσι πι­στεύω. Να συμ­φι­λιώ­σω τα εξής στοι­χεία στην ερ­γα­στη­ρια­κή πυ­ρα­μί­δα της ποι­η­τι­κής γρα­φής: Στη βά­ση της οι ποι­η­τές εί­ναι ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο εύ­ρος δια­κρι­τού λε­ξι­λο­γί­ου (βα­θιά χα­ραγ­μέ­νων γραμ­μα­τι­κο-συ­ντα­κτι­κών τύ­πων και ιστών λέ­ξε­ων). Στη μέ­ση της παί­ζουν στε­νό­τε­ρα γλωσ­σι­κά παί­γνια ει­δι­κών λε­ξι­λoγί­ων (jargon), ρό­λων, επι­στη­μο­νι­κών δυ­να­το­τή­των ή δί­νουν φω­νή σε μη αν­θρώ­πι­να έμ­ψυ­χα ή και άψυ­χα όντα. Στην κο­ρυ­φή της εξε­ρευ­νούν μια πο­λύ δυ­να­τή λέ­ξη, μια καί­ρια ση­μα­σία, ή έχουν πά­θος με μία έν­νοια. Δο­κι­μά­ζω: Γιαν­νί­ση – αί­γα, Πα­πα­δό­που­λος – δά­σος, Ηλιο­πού­λου – χώ­μα, Το­πά­λη – με­σαία τά­ξη. Η έν­νοια του ύφους2 εί­ναι δυσ­διά­κρι­τη, μη λει­τουρ­γι­κή, ίσως άλ­λης επο­χής κρι­τι­κό ερ­γα­λείο. [Γ.Χ.]

Δεν πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω από τα βιώ­μα­τα και συ­ναι­σθή­μα­τα του ποι­η­τή, δεν εν­θαρ­ρύ­νει ανα­γνώ­σεις που τον ανα­ζη­τούν και τον φα­ντα­σιώ­νο­νται. [Β.Λ.]
Γρά­φουν υπο­ψια­σμέ­νοι για τις δια­στά­σεις ενός πο­λυ­πρό­σω­που ομι­λώ­ντα του ποι­ή­μα­τος. Ομοί­ως οι υπο­ψια­σμέ­νοι δια­βά­ζουν, ακό­μη και σε βιο­γρα­φού­με­να έρ­γα, δυ­να­τό­τη­τες πέ­ρα από την ατο­μι­κή πε­ρί­πτω­ση, δες Αμα­να­τί­δη Απο­κα­τά­στα­ση / M_otherpoem. (Γ.Χ)

Δεν χρη­σι­μο­ποιεί σύμ­βο­λα ού­τε για να ερ­μη­νεύ­σει το λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να ού­τε για να προ­σθέ­σει σε αυ­τόν. [Β.Λ.].
Πλα­γιο­κο­πεί τον λο­γο­τε­χνι­κό κα­νό­να, άλ­λο­τε αδια­φο­ρώ­ντας, άλ­λο­τε κλεί­νο­ντας το μά­τι στους κλα­σι­κούς προ­γό­νους κυ­κλο­φο­ρώ­ντας ως θρα­σεία απά­ντη­ση. Θέ­λει κι ας μη το φω­νά­ζει να αφή­σει γλωσ­σι­κούς δρό­μους μέ­σα από τα ετε­ρό­κλη­τα project των ποι­η­τών της. [Γ.Χ]

Δεν εντάσ­σε­ται ορ­γα­νι­κά στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση και δεν τη συ­νε­χί­ζει. [Β.Λ.]
Δια­φω­νώ. Θα εντα­χθεί στην νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρά­δο­ση και θα τη συ­νε­χί­σει. Απο­τε­λεί την νέα ποι­η­τι­κή έρευ­να στα ελ­λη­νι­κά.[Γ.Χ.]

Δεν αι­σθά­νε­ται υπό­λο­γη στην αρ­χαιό­τη­τα και δεν πα­ρά­γει με­λέ­τες για μυ­θι­κές μορ­φές ανά τους αιώ­νες. [Β.Λ.]
Γιαν­νί­ση, Κορ­ρυ­βά­ντη συ­νο­μι­λούν με τη αρ­χαιό­τη­τα κα­θώς και η Το­πά­λη στα πρώ­τα της βι­βλία.[Γ.Χ]

Δεν κα­τα­γρά­φει την ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία της επο­χής του ού­τε εκ­προ­σω­πεί συ­γκε­κρι­μέ­νες κοι­νω­νι­κές ομά­δες της. [Β.Λ.]
Προ­συ­πο­γρά­φω. [Γ.Χ]

Δεν εν­δια­φέ­ρε­ται για τη Ρω­μιο­σύ­νη σαν ταυ­τό­τη­τα, πα­ρα­κα­τα­θή­κη, απώ­λεια ή καη­μό. [Β.Λ.]
Συμ­φω­νώ εν πολ­λοίς. Συ­νο­μι­λεί με την Αμε­ρι­κα­νι­κή λο­γο­τε­χνία κυ­ρί­ως και την ελ­λη­νι­κή κα­θώς και με ση­μαί­νο­ντα έρ­γα των κυ­ρί­αρ­χων γλωσ­σών στο πρω­τό­τυ­πο ή με­τα­φρα­σμέ­να. Γνω­ρί­ζει τον Δυ­τι­κό Κα­νό­να αλ­λά θέλ­γε­ται κι από ό,τι πε­ρι­θω­ρια­κό. Οι­κο­γέ­νεια απο­τε­λούν τα ελεύ­θε­ρα έρ­γα του δια­δι­κτύ­ου ή ό,τι συ­να­ντώ έστω και πε­ρι­στα­σια­κά. Στε­νοί συγ­γε­νείς ό,τι μπο­ρώ να οι­κειο­ποι­η­θώ στη γρα­φή μου. [Γ.Χ]

Δεν θαυ­μά­ζει τον ατο­μι­κό ή συλ­λο­γι­κό ηρω­ι­σμό, δεν τον υμνεί και δεν τον προ­βάλ­λει.[Β.Λ.]
Μοιά­ζει να εκ­φρά­ζει έναν ηρω­ι­σμό μα­ταιω­μέ­νο πριν καν εκ­δη­λω­θεί. Αν και ως ηρω­ι­σμός θα μπο­ρού­σε να προ­σμε­τρη­θεί η κο­λυμ­βη­τι­κή ποι­η­τι­κή τρο­χιά σε έναν ωκε­α­νό ρευ­μά­των υπερ­πλη­ρο­φό­ρη­σης και ανυ­πέρ­βλη­των ρο­ών λέ­ξε­ων. [Γ.Χ.]

Δεν πι­στεύ­ει πως τα φύ­λα εί­ναι δύο, στα­θε­ρά και απα­ρα­βί­α­στα, και πως ο έρω­τας πε­ριο­ρί­ζε­ται στη σχέ­ση τους. [Β.Λ.]
Μο­λο­νό­τι έχει εμ­φα­νι­στεί μι­κρή ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή με ρευ­στή έμ­φυ­λη ταυ­τό­τη­τα, ο έρω­τας έστω κι ως ανά­μνη­ση, στη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία του πα­ρα­μέ­νει με­τα­ξύ δύο φύ­λων. Ωστό­σο ναι, δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στη σχέ­ση τους. Έχει πολ­λα­πλα­σια­στεί ο έρω­τας με τον εαυ­τό και θα γεν­νη­θεί ο έρω­τας με το ανει­κο­νι­κό, εξι­δα­νι­κευ­μέ­νο ‘’πρό­σω­πο­’’, icon, avatar, ‘’ε­γώ­’’, έναν ψη­φια­κό συ­νο­μι­λη­τή ριγ­μέ­νο στο άγριο πέ­λα­γος των μέ­σων, πλού­σιο σε ψη­φια­κούς χυ­μούς. [Γ.Χ]

Δεν πεν­θεί την επα­νά­στα­ση, δεν την έχει ξε­πε­ρά­σει ού­τε την ορα­μα­τί­ζε­ται, δεν την έχει απο­κη­ρύ­ξει ού­τε τη μη­χα­νεύ­ε­ται [B.Λ].
Συ­μπα­ρα­τάσ­σο­μαι, αν και υπάρ­χουν ποι­η­τές που εμπνέ­ο­νται από μία διαρ­κή επα­νά­στα­ση – π.χ. Πο­λε­νά­κης. [Γ.Χ]

Δεν γνω­ρί­ζει τι ση­μαί­νει συμ­με­τρία, αρ­μο­νία, ευ­θεία, ισορ­ρο­πία και ιε­ραρ­χία, και δεν προ­σπα­θεί να το βρει. [Β.Λ.]
Επαυ­ξά­νω. Ως αι­σθη­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες, η ποί­η­ση που γρά­φε­ται τα τε­λευ­ταία χρό­νια έχει συ­μπε­ρι­λά­βει το σοκ, την αμη­χα­νία, την έκ­πλη­ξη, το αστείο, την προ­σβο­λή. Άλ­λοι προ­σθέ­τουν άλ­λες και ων ουκ έστιν αριθ­μός.[Γ.Χ.]

Δεν προ­ϋ­πο­θέ­τει κα­μιά αξία, δεν βα­σί­ζε­ται σε κα­μιά στα­θε­ρό­τη­τα και δεν υπη­ρε­τεί κα­μιά βε­βαιό­τη­τα και δεν θε­ω­ρεί τί­πο­τε αυ­τα­πό­δει­κτο ή αυ­το­νό­η­το. [Β.Λ.]
Aνυ­περ­θέ­τως σχε­τι­κι­στές, υπαρ­ξι­στές, αι­σθη­τι­κοί κι ακα­τα­χώ­ρι­στοι αι­ρε­τι­κοί! [Γ.Χ]

1. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα εδώ δεν αντι­με­τω­πί­ζουν ανοι­χτά την κρί­ση. Αλ­λά το συλ­λο­γι­κό πνεύ­μα εί­ναι ανα­νε­ω­τι­κό, αδια­με­σο­λά­βη­το και ζω­ο­γό­νο. Kate Kellaway, The Observer (Κυ­ρια­κή, 3 Aπρ. 2016)

2. Τι εί­ναι κι αν υπάρ­χει ποι­η­τι­κό ύφος εν έτει 2022; Σκέ­φτε­ται ο ποι­η­τής το ύφος του όταν γρά­φει; Πό­σο θο­λός, ευ­ρύς και κα­κο­ποι­η­μέ­νος εί­ναι αυ­τός όρος στην κρι­τι­κή κει­με­νο­γρα­φία; Μπο­ρεί να συ­νε­χί­σει να επι­τε­λεί κά­ποια λει­τουρ­γία; Σκέ­ψεις για επό­με­νο δια­λο­γι­κό ση­μεί­ω­μα.



Aρνητικά χαρακτηριστικά / Σβησίματα και νέες γραμμές
Μέρος Γ' Τελικό σχόλιο

ΒΑ­ΣΙ­ΛΗΣ ΛΑ­ΜΠΡΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ:

Η με­λαγ­χο­λι­κή ποί­η­ση της κρί­σης του 2000 και όχι του 2015

Ευχα­ρι­στώ τον εκλε­κτό συ­νο­μι­λη­τή μου για τον λε­πτο­με­ρή και δια­φω­τι­στι­κό σχο­λια­σμό των από­ψε­ών μου. Έχω να κά­νω μια γε­νι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση. Με εντυ­πω­σιά­ζει το γε­γο­νός ότι, ενώ στα βα­σι­κά (αι­σθη­τι­κά) ση­μεία δια­φω­νού­με ρι­ζι­κά, στα επί μέ­ρους (ποι­η­τι­κά) συμ­φω­νού­με σε με­γά­λο βαθ­μό (του­λά­χι­στον σε 10 από τα 15 στοι­χεία της λί­στας μου). Σε τι οφεί­λε­ται αυ­τή η δια­φο­ρά; Ας πά­με πά­λι στις απαρ­χές του φαι­νο­μέ­νου που συ­ζη­τά­με.
Η ποι­η­τι­κή γε­νιά που εμ­φα­νί­στη­κε πλη­θω­ρι­κά τα πρώ­τα χρό­νια του αιώ­να μας ήταν εξ αρ­χής η γε­νιά της κρί­σης – η γε­νιά της θε­σμι­κής κρί­σης της χώ­ρας και της πο­λι­τι­σμι­κής κρί­σης της λο­γο­τε­χνί­ας. Η νέα ποί­η­ση του 2000 βί­ω­σε και απο­τύ­πω­σε την κρί­ση της συλ­λο­γι­κής ταυ­τό­τη­τας πριν αυ­τή εκρα­γεί κοι­νω­νι­κά και οι­κο­νο­μι­κά την επό­με­νη δε­κα­ε­τία. Αυ­τό έγι­νε ήδη φα­νε­ρό στις ανα­γνώ­σεις/συ­ζη­τή­σεις ποί­η­σης στο φι­λο­σο­φι­κό Dasein café (2006) και στην εγκα­τά­στα­ση/εκ­δή­λω­ση/αν­θο­λο­γία Karaoke Poetry Bar (2007).
Όταν γύ­ρω στο 2015 Έλ­λη­νες επι­με­λη­τές άρ­χι­σαν να εκ­δί­δουν σε πολ­λές γλώσ­σες αν­θο­λο­γί­ες ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, αντα­πο­κρι­νό­με­νοι στο πα­γκό­σμιο εν­δια­φέ­ρον για τη χώ­ρα, οι ποι­η­τές αρ­νή­θη­καν να συμ­με­τά­σχουν στο εγ­χεί­ρη­μα, προ­τι­μώ­ντας την απο­μό­νω­ση και την αφά­νεια. Έχο­ντας πί­σω τους αξιό­λο­γο και δη­μό­σιο έρ­γο του­λά­χι­στον δέ­κα ετών για τις λει­τουρ­γί­ες και τις ιδε­ο­λο­γί­ες της κρί­σης, θα μπο­ρού­σαν να προ­σφέ­ρουν δυ­να­μι­κά τις δι­κές τους ερ­μη­νεί­ες, ανα­τρέ­πο­ντας στε­ρε­ό­τυ­πα και αντι­προ­τεί­νο­ντας από­ψεις. Αντί­θε­τα, κα­τέ­φυ­γαν σε πα­ρα­δο­σια­κές αι­σθη­τι­κές αξί­ες, προ­τι­μώ­ντας την απο­χή και τη σιω­πή. Τη στά­ση αυ­τή ο Γιώρ­γος την προ­συ­πο­γρά­φει ενώ εγώ την απο­δο­κι­μά­ζω.
Κι εδώ επι­στρέ­φου­με στο πα­ρά­δο­ξο από το οποίο ξε­κι­νή­σα­με. Εί­ναι πολ­λές οι Ελ­λη­νί­δες ποι­ή­τριες και ποι­η­τές που γρά­φουν, πα­ρου­σιά­ζουν και κυ­κλο­φο­ρούν ποί­η­ση ρη­ξι­κέ­λευ­θα και πει­ρα­μα­τι­κά αλ­λά πρε­σβεύ­ουν συ­ντη­ρη­τι­κές (Μο­ντερ­νι­στι­κές ή και Ρο­μα­ντι­κές) αι­σθη­τι­κές αρ­χές (και γι αυ­τό απο­φεύ­γουν να ασκή­σουν κρι­τι­κή και δο­κί­μιο). Πρό­κει­ται για «ρι­ζο­σπά­στες του έρ­γου» (Γιώρ­γος), όχι της αμ­φι­σβή­τη­σης: στη γρα­φή και την περ­φόρ­μανς ρι­σκά­ρουν πράγ­μα­τα που δεν απο­τολ­μούν στην σκέ­ψη και τη θε­ω­ρία. Για πα­ρά­δειγ­μα, μια τέ­τοια έντα­ση δια­κα­τέ­χει τη θαυ­μά­σια συλ­λο­γή του Γιώρ­γου Το δέρ­μα της ει­ρω­νεί­ας (2020) η οποία τα­λα­ντεύ­ε­ται ανά­με­σα στις ιδέ­ες και την πό­λη (σελ. 15), το ποί­η­μα και το σώ­μα (40), την αλή­θεια και την ερ­μη­νεία (99), το υψη­λό και ωραίο και την κοι­νω­νι­κή κρί­ση (104). Κα­τα­λή­γου­με έτσι ο συ­νο­μι­λη­τής μου κι εγώ να δια­φω­νού­με φι­λο­σο­φι­κά για τη σχέ­ση τέ­χνης και κρί­σης αλ­λά να συ­γκλί­νου­με στην απο­τί­μη­ση της ποί­η­σης του 21ου αιώ­να.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: