Δεκαπέντε συλλογισμοί

Φωτογραφία του Nikolai Gnisyuk
Φωτογραφία του Nikolai Gnisyuk

 

1. Τα ποι­ή­μα­τα εί­ναι σαν που­λιά. Όσο πε­τούν, αξί­ζουν.


2. Ο άν­θρω­πος γί­νε­ται αγε­νής απέ­να­ντί σου όταν νο­μί­σει πως έχεις κά­τι που τον ξε­περ­νά­ει. Όλοι μας εί­μα­στε ίσοι μό­νο στη γέν­νη­ση και στον θά­να­το. Εκεί που δια­φέ­ρου­με εί­ναι στην ερ­μη­νεία του κό­σμου. Άλ­λος έχει σκά­ψει βα­θιά στη γη ψά­χνο­ντας για πο­λύ­τι­μα, και άλ­λος σε ει­ρω­νεύ­ε­ται επει­δή τη γη την έχει για να ξα­πλώ­νει και να κοι­μά­ται. Τον τε­λευ­ταίο πο­τέ δεν τον ξυ­πνά­ει ο άγ­γε­λος αλ­λά η μα­νία της φύ­σης.


3. Να πεις στον εξο­μο­λό­γο σου να σου εκ­μυ­στη­ρευ­τεί, έστω και μια φο­ρά, τις δι­κές του αμαρ­τί­ες.


4. Οι ποι­η­τές εί­ναι τα πιο εγω­ι­στι­κά πλά­σμα­τα επει­δή τα δια­περ­νά το ρεύ­μα του ρυθ­μού. Εί­ναι και τα μό­να που τους πε­ρισ­σεύ­ει η αιχ­μή και η δυ­στο­κία πα­ρα­δο­χής για τους άλ­λους. Στη με­γά­λη τέ­ντα του ήλιου που κα­λύ­πτει τη μι­σή γη, ένα χέ­ρι προ­βάλ­λει από κά­που, για να στεί­λει χαι­ρε­τι­σμό στην επερ­χό­με­νη νύ­χτα.


5. Το ζώο που κά­θε­ται και σε κοι­τά­ζει μέ­σα στο σκο­τά­δι, κι ύστε­ρα, χα­λα­ρω­μέ­νο, απο­θέ­τει το κε­φά­λι στα πό­δια του και κλεί­νει τα μά­τια, εί­ναι για μέ­να η πιο αφο­πλι­στι­κή έκ­φρα­ση στορ­γής. Ακό­μα κι αν η κουρ­τί­να απ’ την από­το­μη ρι­πή του αέ­ρα αγ­γί­ζει το πλού­σιο τρί­χω­μά του, ού­τε και τό­τε σα­λεύ­ει. Μό­νο όταν σε δει να αδρα­νείς σιω­πη­λός, κου­ρα­σμέ­νος και σκυμ­μέ­νος στα χαρ­τιά του γρα­φεί­ου σου, τό­τε σε πλη­σιά­ζει αθό­ρυ­βα για ένα πα­ρα­τε­τα­μέ­νο χά­δι.


6. Εί­σαι η αδυ­να­μία μου, για­τί ανέ­κα­θεν απευ­θυ­νό­μουν σ’ αυ­τό που δεν εί­σαι ή δεν υπήρ­ξες πο­τέ, και όχι σ’ αυ­τό που εί­σαι. Με αυ­τό που θα ήθε­λα να εί­σαι, ασχο­λού­μαι, και σε αυ­τό πά­ντα κα­τα­λή­γω. Μην με λυ­πά­σαι. Έπρε­πε να βρε­θεί κά­ποιος να σ’ αγα­πή­σει χω­ρίς απο­δο­χή, κι αυ­τός έτυ­χε να εί­μαι εγώ. Έμα­θα να συμ­βιώ­νω χρό­νια τώ­ρα με τη λύ­πη. Σκέ­πτο­μαι κα­θα­ρό­τε­ρα κι ελ­πί­ζω τα λι­γό­τε­ρα. Εξάλ­λου, η μοί­ρα του κό­σμου εί­ναι κοι­νή: πί­σω από ανεύ­θυ­νους και χα­λα­σμέ­νους αν­θρώ­πους τρέ­χει για ένα λει­ψό χά­δι η μι­σή υφή­λιος.


7. Έχω κου­ρα­στεί να ζη­τάω συγ­γνώ­μη από αν­θρώ­πους που μου φέρ­θη­καν σκλη­ρά. Κά­πο­τε νό­μι­ζα πως εί­ναι με­γα­λείο να ζη­τάς συγ­γνώ­μη ακό­μα και αν σου φέρ­θη­καν άδι­κα, τώ­ρα προ­τι­μώ τη σιω­πή και την επέμ­βα­ση της ίδιας της ζω­ής που ρυθ­μί­ζει τα πά­ντα. Κα­νείς δεν χά­νε­ται. Ακό­μα και ο πλέ­ον δυ­στυ­χής στο απροσ­δό­κη­το τέ­λος του, μια οπτα­σία κα­τε­βαί­νει από τον ου­ρα­νό για να του σταυ­ρώ­σει τα μά­τια.


8. Ο πλη­γω­μέ­νος άν­θρω­πος δεν έχει ανά­γκη τό­σο την αγά­πη των ζώ­ντων όσο την αγά­πη των νε­κρών. Τα βι­βλία, οι άπλε­τοι χώ­ροι, οι άδειες πλα­τεί­ες, οι ση­μειώ­σεις, τα φευ­γα­λέα λό­για, οι συ­ζη­τή­σεις με τυ­χαί­ους, οι μο­να­χι­κές βόλ­τες εί­ναι οι συ­μπα­ρα­στά­τες του. Η ζωή τα θέ­τει έτσι, κι αυ­τή τα κα­νο­νί­ζει, όχι αυ­τός. Η σιω­πή και το βλέμ­μα που ση­κώ­νει για να δει αυ­τόν τον κό­σμο εί­ναι πιο πο­λύ­τι­μα από το κρα­σί που πί­νει με πα­ρέα δί­πλα σε μια θά­λασ­σα μο­λυ­σμέ­νη κι εντε­λώς άδεια από ζωή.


9. Μό­νο σε άστα­το και­ρό επι­ζη­τώ συ­να­ντή­σεις. Εκτε­θει­μέ­νος στη λόγ­χη της βρο­χής ανα­δύ­ε­ται από μέ­σα μου όλης της γης η κα­ται­σχύ­νη και η γνώ­ση. Αν ο κό­σμος ήταν μο­νά­χα ένας πί­να­κας, θα μπο­ρού­σα με το μα­χαί­ρι μου να τον δια­πε­ρά­σω και να τραυ­μα­τί­σω δύ­στρο­πα πρό­σω­πα πί­σω απ’ τον καμ­βά. Ό,τι αγα­πάω, αφού χα­θεί προ­σω­ρι­νά, επι­στρέ­φει σε ανύ­πο­πτη στιγ­μή και μου προ­σφέ­ρει χώ­μα.


10. Πά­ντα στα προ­σκυ­νή­μα­τα δεν βρί­σκω κα­νέ­να. Μό­νο κυ­μα­τι­στές ση­μαί­ες προ­σευ­χής, εκτε­θει­μέ­νες στον άνε­μο που λυσ­σο­μα­νά στα πα­γω­μέ­να ορο­πέ­δια της ψυ­χής, πα­ρα­σέρ­νο­ντας όλα τ’ απο­κα­ΐ­δια που μας εκτό­πι­σαν από τον δρό­μο. Όσο με­γα­λώ­νω, τό­σο ευά­λω­τος γί­νο­μαι κι αγα­πάω τα ζώα και τη φύ­ση, την ερη­μιά και την απο­γύ­μνω­ση. Και να εί­σαι σί­γου­ρος πως κά­ποια μέ­ρα θα συ­να­ντη­θού­με στην ίδια σκο­πιά, μέ­σα στον κα­τα­κλυ­σμό του αέ­ρα.


11. Έβα­ζε πά­ντα στις γω­νιές των δρό­μων φα­γη­τό για τ’ αδέ­σπο­τα, αλ­λά όταν δια­πί­στω­σε πως αυ­τά τ’ άφη­ναν για να τα φά­νε οι πρό­σφυ­γες, κα­τέρ­ρευ­σε μέ­σα στη με­γά­λη αγκα­λιά του Θε­ού.


12. Δεν πει­ρά­ζει που ζεις τό­σα χρό­νια ανυ­πο­ψί­α­στος, κι αφε­λής. Έχεις πολ­λούς οπα­δούς εδώ κά­τω. Σε κα­λούν σε γλέ­ντια και χο­ρούς, να χα­ρείς και να κα­τα­να­λώ­σεις ώρες και ανία. Χρω­στάς στους πά­ντες και ζεις ολο­μό­να­χος χω­ρίς ευ­θύ­νη και συ­νεί­δη­ση. Κι όταν απο­σύ­ρε­σαι μο­νά­χος στο δω­μά­τιό σου και βλέ­πεις κά­να σί­ριαλ και δεν απο­λο­γεί­σαι, μή­τε συλ­λο­γί­ζε­σαι στη ίδια σου τη ζωή, τό­τε ευ­θύ­νε­σαι για τις χι­λιά­δες τρα­γω­δί­ες, αυ­τές επί της γης, που προ­κα­λού­νται από κά­ποιους σαν εσέ­να.


13. Κοι­τά­ζω κά­θε πρωί το πρό­σω­πό μου στον κα­θρέ­φτη. Αδύ­να­το να εί­μαι εγώ εκεί­νο το παι­δά­κι που, όταν του έκα­ναν κά­ποιο δώ­ρο, χαι­ρό­ταν υπερ­βο­λι­κά για­τί θα το χά­ρι­ζε κι αυ­τό στους φί­λους της γει­το­νιάς χω­ρίς κα­μία λύ­πη ακό­μη κι αν υπήρ­χε η πε­ρί­πτω­ση να το ξε­χαρ­βα­λώ­σουν.


14. Συ­χνά η με­γά­λη αι­σιο­δο­ξία και αυ­το­πε­ποί­θη­ση αφο­ρά ένα πλά­σμα με κοι­νό­το­πη σκέ­ψη, αφε­λείς προ­θέ­σεις και δια­λυ­μέ­νη ζωή.


15. Έχου­με την τά­ση να βλέ­που­με τους άλ­λους ως κα­τώ­τε­ρούς μας, αγνο­ώ­ντας πως το πυ­κνό σκο­τά­δι κα­λύ­πτει τα πά­ντα με ισο­πε­δω­τι­κή δη­μο­κρα­τία χω­ρίς κα­νέ­να εν­δε­χό­με­νο δια­φυ­γής.

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: