Tέσσερα καβαφικά ποιήματα

Tέσσερα καβαφικά ποιήματα

Των «Αινιγμάτων» η αίγλη

Αναμφιβόλως, η ποιητική συλλογή Τα Αινίγματα του Πολυβίου,
νεαρότατου ανθυπολοχαγού της Αγγλικής Φρουράς
εις Πορτ Σάιντ, υιού Αγγλοέλληνος φωτογράφου,
μ’ Αλεξανδρινάς ρίζας ήτο θαυμασία.
Του έγραψα επαινεστάτη κριτικήν εις το περιοδικόν
Νέα Ζωή, κι’ αυτός, εις αντάλλαγμα,
προσφέρθηκε να με συναντήσει.

Έκανε ζέστη, ο μήνας ήτο Ιούνιος, όταν τον ανέμενα
στο καφενείον του ξενοδοχείου «Μετροπόλ»,
στον τέταρτο όροφο όπου στεγάζονται
τα γραφεία της Εταιρείας Υδρεύσεως,
όπου ειργαζόμην από πολλών ετών,

– φράσις επονείδιστος δι’ εμέ, που είμαι πλέον
εις το γέρμα του βίου και εις το αόρατον
κι ανεπαίσθητον δίχτυ του θανάτου.

Ο νεαρός κατέφθασε με την Αγγλίδα σύντροφό του.
Ενδεδυμένος την στολήν, έλαμπε μέσα στα παράσημα,
( αξιώματα της ξηράς αλλ’ όχι ενδόξου πολέμου ),
το ίδιο κι εκείνη, παρ’ όλο που εφαίνετο
μεγαλύτερη με το έντονο φτιασίδωμα
το πτυχοειδές της φόρεμα, την κορδέλα και τ’ άνθη
πίσω απ’ το ανασηκωμένο γείσο του καπέλου.
Μ’ εχαιρέτησεν τυπικώς, ενώ έσφιγγε
εις την παλάμη της την δική του.

Όταν ήλθον τα κεράσματα,
η συζήτησίς μας, κορυφωμένη περί τα ποιητικά,
ήτο ψυχρά ήδη. Ο ποιητής σαστισμένος έδειχνε,
φοβισμένος μάλλον, ενώ η κοπέλα αδιάφορη,
έχοντας μονίμως το βλέμμα στα σταθμευμένα
δίπλα στους φοίνικες παϊτόνια της πλατείας Μανσσεγιά.
Κάποια στιγμή, ο Πολύβιος μ’ έδειξε ένα ποίημα
που με είχε αφιερώσει. Ήτο μέτριο, δεν θύμιζε καν
των Αινιγμάτων την αίγλη.
Ούτε που πρόλαβα τίποτε να είπω,
όταν με ανακοίνωσε τον γάμο του εις δέκα ημέρας
κι εκείνη τότε έγειρε εύχαρις
το κεφάλι τρυφερά εις τον ώμον του.
Τα βλέμματά των, άκρως σημαίνοντα,
μου προκάλεσαν αίφνης αμηχανία κι ενοχή.

Φεύγοντας, ενθυμούμαι πως ο ήλιος
ήτο σιμά εις την δύσιν του και δυνατός αγέρας
φυσούσε απ’ την παραλία.
Αίφνης, τ’ αφιερωμένο ποίημα απ’ τα χέρια μου εγλίστρησεν.
Παρασυρμένο απ’ τ’ αραιό σύννεφο της άμμου
χάθηκε προς το μέρος της θάλασσας
που φυραίνει με τα χρόνια.

Δεν ελυπήθηκα για το ποίημα που έχασα,
όσο για την τέχνη της ποιήσεως,
που ίσως με τον γάμο ατονήσει και λησμονηθεί,
και σβήσει δια παντός η ικανότης εκείνη,
και της δημιουργίας των στίχων η υπεροχή.

————— “ ” ————— 

Νυκτερινή επίσκεψις

Όφειλα ν’ επιμείνω περισσότερο με τον νεαρό
που ξανασυνάντησα προ ημερών στην προκυμαία.

Εγνώριζα καλά τον Άραβα. Κοντεύουν δύο χρόνια
που τον έβλεπα να περιφέρεται εις τον λιμένα,
με τα ίδια ρούχα, τα πολύτιμα κι ακριβά,
σίγουρα από κάποιον ευπατρίδη αποκτηθέντα.
Η όψις του όμως δεν ήτο όπως παλαιά –
την είχε νοτίσει της αγρυπνίας η ωχρότης.
Το σώμα σκυφτό κάπως και τα μαλλιά
ελαφρώς αραιωμένα υψηλά εις το μέτωπο.

(Το σκοτάδι της πόλης, μαζί με το υποτρέμον
φως των φαναριών κι ο αχός της θάλασσας,
αίγλη προσέφερoν εις την γνωριμία,
έστω κι αν τα πρόσωπα των αγνώστων
ήσαν γηρασμένα, ενώ τα νέα ολίγον σκυθρωπά –
εμένα, πάντως, κάθε φορά, εξωραϊσμένα μ’ εφαίνοντο.)

Αυτή την φορά στη συνάντησί μας αρκετές κουβέντες
ανταλλάξαμε – η γλώσσα μας είχε λυθεί
από το ερωτικόν προκείμενον,
έως ότου, αίφνης, να μείνει μαζύ μου
εζήτησε για μιαν νύχτα.

Δεν εδείλιασα για μια πράξι σαν αυτή·
ίσως το γήρας ν’ αδιαφορεί δια τους κινδύνους.

Εις την σκάλα προπορεύτηκε, αναμένοντας
την πόρτα να ελευθερώσω.

(Ευτυχώς που ήτο αργά κι η πόρνες
εις το ισόγειον του σπιτιού μου είχαν κλείσει.)
Τον φίλεψα με το λιγοστό φαγητό του μεσημεριού
και με γλυκίσματα γνωστών και φίλων.
Ύστερα εξάπλωσε εις την μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού,
με τα κεντήματα της μητέρας εις τα μπράτσα,
και τα μάτια έκλεισε χωρίς να πει τίποτε.
Τα επίσημά του ενδύματα ταίριαζαν με τα χρώματα
του δωματίου – ίσως κι η παλαιότης των επίπλων,
κι η όλη ατμόσφαιρα να ευθύνοντο.

Όφειλα όμως να επιμείνω περισσότερο με τον νεαρό.
Ήθελα τόσο να μου διηγηθεί τα δι’ εαυτόν,
τα μέρη όπου εσύχναζε τα πρωινά,
να φανερώσει εις εμέ τα της οικογενείας του,
να μου πει δια την καταγωγήν του,
(ακόμη και τα ψέμματα καλοδεχούμενα θα ήσαν),
αλλά την επομένη έφυγε χωρίς να μ’ εξυπνήσει.

————— “ ” ————— 

Μνήμη Κωνσταντινουπόλεως

Έτη σπαταλημένα εις άγονας φιλίας.

Μόνο η νύχτα ανέκαθεν σύμμαχός μου υπήρξεν.
Τότες που άναβα την λάμπα
και υπό το ιλαρόν της φως,
συνέθετα αδόκιμους στίχους της νεότητός μου,
της εφηβικής ψυχής μου την κατάθεσιν,
που ουδέποτε ανέγνωσαν οι φίλοι
μήτε οι τυχαίοι των δρόμων του Πέραν
που τόσο αγάπησα.

Εν Αλεξανδρεία προσφάτως ήλθον
και διάγω έκτοτε μονάχος.
Εις παραλίαν τας νύκτας ερειπωμένος,
ματαίως αναζητώ σώμα εις τα τυφλά.

Οι μιναρέδες όμως της Αγίας Σοφίας,
αποτυπωμένοι εις την μνήμην,
οι δείχνοντες αιωνίως ως λόγχες τον ουρανόν
ήσαν τότε δι’ εμέ προσωρινώς η κατάληξις
και η διά βίου καταδίκη.


————— “ ” —————

Δέησις Ιγνατίου Αντιοχέως 370 μ.Χ.

Ανάπαυσε τες νύχτες μου, Κύριε,
οσάκις προσπαθώ την αγρύπνια μου
μ’ αναγνώσματα τερπνά να περισώσω
τα μόνα που ευχαρίστησιν μου προσέφερον
σε τούτη την ζωή.

Στο δωμάτιο ταπεινώς λάμπει η φλόγα του κεριού
μπροστά σε βυζαντινό εικόνισμα των Αρχαγγέλων,
αγορασμένο στο Γκραντ Μπαζάρ της Πόλης.
Κι αυτή την νύχτα, το παραμιλητό της μητέρας
με ιστορίες ανθρώπων θα με συνοδεύει
που επέρασαν κάποτες μπροστά από τα μάτια της
από τον θάνατο μην λησμονηθέντες.

Με φοβίζει καθώς το τέλος πλησιάζει,
μ’ αναστατώνει η αβεβαιότης και το χάος
των ετών που ακολουθούν.

Παραδομένος σπανίως εις του ονείρου την σαγήνην
χάλκινα πρόσωπα γιγαντώνονται εμπρός μου
από συναντήσεις συναλλαγής με ανθρώπους
που εξαργυρώνουν την αγάπη με το κέρδος.
Απάλειψε αν μπορείς τον παρασυρμόν
και τες μετέπειτα ανόφελες τύψεις μου.

Ουδέποτε σου εζήτησα ημέρας δόξης.
Εξάλειψε τας εμμονάς μου, Κύριε,
αφού γνωρίζω πως οι ανάλογες ικεσίες
ωσάν τον έρωτα είνε·
σπανίως έχουν ανταπόκρισιν
και ουδέποτε λυτρωτικήν γαλήνην.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γεράσιμου Δενδρινού ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: