Οι μυσταγωγίες τους

Οι μυσταγωγίες τους

Η μη­τέ­ρα μου φύ­λα­γε βρε­φι­κά μας ρού­χα κά­τω από το στρώ­μα του συ­ζυ­γι­κού κρε­βα­τιού. Τα έβλε­πα όταν συ­γύ­ρι­ζε αλ­λά δεν την ρώ­τη­σα πο­τέ. Αρ­γό­τε­ρα τα ξέ­χα­σα εντε­λώς. Όπως και πολ­λά ακό­μα που δεν συ­γκρά­τη­σα για­τί δεν χρεια­ζό­ταν.
Η αρ­γο­πο­ρη­μέ­νη επι­στρο­φή τους θυ­μί­ζει στε­νούς μας συγ­γε­νείς σε μνη­μό­συ­νο, που ζη­τού­σαν από μα­κριά με τις πα­λά­μες ενω­μέ­νες συγ­γνώ­μη για την κα­θυ­στέ­ρη­ση. Εγώ τους κοί­τα­ζα με­τά απορ­ρο­φη­μέ­νους σε άγνω­στες σκέ­ψεις, χα­μέ­νους, και συ­μπλή­ρω­να νο­ε­ρά τα εν­στα­ντα­νέ τους με τον εκλι­πό­ντα σε γιορ­τές και εκ­δρο­μές. Μου συ­μπλή­ρω­ναν έτσι ένα κε­νό, για­τί πί­στευα ότι χω­ρίς αυ­τούς όσα λό­για άκου­γα πριν έλ­θουν δεν εί­χαν ειρ­μό. Με την άφι­ξή τους όλα απο­κτού­σαν νό­η­μα, σκε­πτό­μουν αρ­γό­τε­ρα βα­δί­ζο­ντας κρε­μα­σμέ­νος σε κά­ποιο χέ­ρι στην οδό Ανα­παύ­σε­ως.
Δεν με εί­χε, λοι­πόν, απα­σχο­λή­σει τό­τε η πα­ρου­σία των ανα­μνη­στι­κών κά­τω από το στρώ­μα, σαν να υπήρ­χαν πά­ντα εκεί και η μη­τέ­ρα απλώς τα φρό­ντι­ζε, αλ­λά­ζο­ντας λί­γο τη θέ­ση τους, υπά­κουη σε μια άγνω­στη εντο­λή. Άκου­γα σαν το πιο φυ­σι­κό θρόι­σμα τους εξορ­κι­σμούς της στο Κα­κό κα­θώς τα τα­κτο­ποιού­σε.
Όλα αυ­τά μα­ζί με τα εκ­στα­τι­κά που κά­θε τό­σο συ­να­ντού­σα σπί­τι και έξω από αν­θρώ­πους με αι­νιγ­μα­τι­κά μά­τια, με βοη­θού­σαν να βρί­σκω τον σω­στό τό­νο σε μια ορ­θο­φω­νία που δεν μου επέ­βα­λε κα­νείς φα­νε­ρά.
Γι’ αυ­τό ό,τι σκε­πτό­μουν και έκα­να δεν ήταν συμ­μόρ­φω­ση σε κά­ποια, έστω, δι­κή μου ανά­γκη, ού­τε καν εγκα­τά­λει­ψη σε κά­τι που μου διέ­φευ­γε.
Ακό­μα και ο φό­βος του σκο­τα­διού ήταν σαν λο­γο­τε­χνία, αφού μου άρε­σαν οι σκιές, και οι ψί­θυ­ροι από τις πο­λυ­θρό­νες των με­γά­λων τη νύ­χτα ή ο αρ­γός μο­νό­λο­γος της θεί­ας Λού­κας από το θο­λω­τό δω­μά­τιό της πριν το εγκα­τα­λεί­ψει για το γη­ρο­κο­μείο.
Δεν απο­ρού­σα με κα­νέ­να εξορ­κι­σμό ή μαγ­γα­νεία στις αρ­ρώ­στιες, ακό­μα και όταν άκου­γα για σι­τά­ρι σε σταυ­ρο­δρό­μι ή για πτύ­ε­λα που
θε­ρά­πευαν.
Έβλε­πα χω­ρίς πε­ριέρ­γεια τον πλα­νό­διο τυ­λιγ­μέ­νο με φί­δια στην πα­νή­γυ­ρη του κο­ντι­νού να­ού, σαν να συ­μπλή­ρω­να μια ακό­μα ανια­ρή σε­λί­δα μυ­στη­ρί­ου που διά­βα­ζα προη­γου­μέ­νως στο σπί­τι.
Άφη­να τις ηλι­κιω­μέ­νες να με σταυ­ρώ­νουν στο πρό­σω­πο με ευ­χές και έκα­να όσα αρ­γά βή­μα­τα μου έλε­γαν ως το τέ­λος μιας ακα­τα­νό­η­της φρά­σης τους. Οι ίδιες θα έμε­ναν ήρε­μες εάν έβλε­παν κά­ποιον να εξαρ­θρώ­νει τα μέ­λη του για αστείο ή ακό­μα και να ση­κώ­νε­ται για λί­γο στον αέ­ρα. Μό­νο που με­τά θα εί­χαν έτοι­μες δι­κές τους χει­ρο­νο­μί­ες να ολο­κλη­ρώ­σουν, έλε­γες, το πε­ρι­στα­τι­κό, για­τί χω­ρίς αυ­τές θα έμε­νε ένα απλό θαύ­μα.
Πί­στευα ότι όλοι γύ­ρω μου συ­μπλή­ρω­ναν κά­θε στιγ­μή το κε­νό που ακο­λου­θεί με­τά από μια απο­ρία: ότι έπρε­πε να απα­ντή­σουν σε ερω­τή­σεις που ήξε­ραν, γι’ αυ­τό και δεν ανη­συ­χού­σαν.
Μπο­ρεί να γνώ­ρι­ζαν τον και­ρό αλ­λά δεν διά­βα­ζαν γυά­λι­νες σφαί­ρες ού­τε περ­νού­σαν βε­λό­νες στα μά­γου­λά τους, όπως έκα­ναν οι ήρω­ες στα φτη­νά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα φα­ντα­σί­ας.
Τα αό­ρα­τα ανέ­πνε­αν δί­πλα τους, για να μην πω ότι ενώ­νο­νταν μα­ζί τους στα πιο συ­νη­θι­σμέ­να της ημέ­ρας. Αλ­λά πά­ντα μου θύ­μι­ζε αυ­τή η συμ­βί­ω­ση την επι­φυ­λα­κή του ζο­γκλέρ με το εξη­με­ρω­μέ­νο, που πά­ντα θα τον ανη­συ­χεί. Ήσαν, λοι­πόν, έτοι­μοι για κά­θε αλ­λα­γή, κρα­τώ­ντας την ηρε­μία εκεί­νου που ξα­πλώ­νει πά­ντα προς την πλευ­ρά του τοί­χου. Και εκεί, βέ­βαια, δεν απέ­φευ­γαν τα όνει­ρα που τα εξη­γού­σαν με τη σο­βα­ρό­τη­τα απε­σταλ­μέ­νου.
Δεν υπήρ­χαν γι’ αυ­τούς ιε­ρο­γλυ­φι­κά για­τί διά­βα­ζαν τους αστε­ρι­σμούς ακό­μα και στα στίγ­μα­τα της πλά­της. Και όχι με την ευ­λα­βι­κή σε­μνό­τη­τα του πρω­τό­γο­νου αλ­λά με την αυ­θά­δεια του τσι­γά­ρου στο στό­μα τους λί­γο πριν φύ­γου­με για σι­νε­μά. Όμως δια­θέ­σι­μοι, λες, να ση­κώ­σουν από το πά­τω­μα την ίδια στιγ­μή έναν μι­κρό μο­νό­λι­θο.
Πολ­λές φο­ρές βγαί­νο­ντας από το σπί­τι, η μη­τέ­ρα αρ­γο­πο­ρού­σε και επέ­στρε­φε στο εσω­τε­ρι­κό σαν εί­χε ξε­χά­σει το μα­ντί­λι ή το κρα­γιόν της. Την εί­χα δει από το πα­ρά­θυ­ρο να στέ­κε­ται λί­γο ακί­νη­τη κά­τω από τα ει­κο­νί­σμα­τα σαν να συ­ζη­τού­σε κά­ποιες τε­λευ­ταί­ες λε­πτο­μέ­ρειες.
Δεν θα μπο­ρού­σα πο­τέ να τους φα­ντα­στώ σε μυ­στι­κά δω­μά­τια ή σε κύ­κλους πνευ­μα­τι­στών. Τις δι­κές τους οπτα­σί­ες νό­μι­ζα ότι μπο­ρού­σα να τις αγ­γί­ξω, για­τί δεν διέ­φε­ραν από τις ει­κό­νες του ύπνου που με­ρι­κές επέ­πλε­αν ακό­μα στο πρω­ι­νό μου ρό­φη­μα.
Με­τα­ξύ τους, εί­ναι αλή­θεια, συ­χνά δια­φω­νού­σαν για τις ιε­ρές προ­τε­ραιό­τη­τες, ας πού­με τα Χρι­στού­γεν­να και τη με­τά­λη­ψη, αλ­λά οι αντιρ­ρή­σεις του πα­τέ­ρα μου, που άφη­να με την μη­τέ­ρα πί­σω μας, γί­νο­νταν κρύ­σταλ­λοι στο ψύ­χος του δρό­μου για την λει­τουρ­γία. Για­τί θυ­μό­μουν πά­ντα το πρό­σω­πό του πα­τέ­ρα φω­τι­σμέ­νο από το κε­ρί, που κρα­τού­σε λί­γο μα­κριά από το σώ­μα κα­θώς ελα­φρά υπο­κλι­νό­ταν σε μια τε­λε­τή.
Στο οι­κο­γε­νεια­κό τρα­πέ­ζι επι­κρα­τού­σε σιω­πή, εάν δεν ακού­γα­με από το ρα­διό­φω­νο κά­τι ση­μα­ντι­κό. Οι με­γά­λοι απέ­φευ­γαν στην αρ­χή του δεί­πνου κά­ποιο τυ­πι­κό και προ­ση­λώ­νο­νταν σχε­δόν αμέ­σως στο πιά­το τους σαν να το έβλε­παν για πρώ­τη φο­ρά. Ό,τι έκα­νε ακρι­βώς και η μη­τέ­ρα μου πά­νω από τον βρα­σμό του φα­γη­τού ή από τα άν­θη, αν και τις ξέ­φευ­γαν κά­ποιες συ­στά­σεις.
Πο­τέ δεν ανα­ρω­τή­θη­κα για­τί οι γύ­ρω μου απο­σύ­ρο­νταν ξαφ­νι­κά στον εαυ­τό τους. Δεν μου φαι­νό­ταν αυ­τό πε­ρί­ερ­γο και στους ξέ­νους, που πολ­λές φο­ρές με αγνο­ού­σαν, αφη­ρη­μέ­νοι σαν να χρω­στού­σαν μια απά­ντη­ση σε κά­τι αό­ρι­στο.
Να πω ότι μπο­ρεί να έφται­γα κι εγώ που έβλε­πα μό­νο δε­ή­σεις ή φο­βί­ες, ενώ ίσως δεν υπήρ­χε τί­πο­τα ανε­ξή­γη­το αν έπρε­πε να κρί­νω από κά­ποιους αδια­πέ­ρα­στους ακό­μα και μπρο­στά στην τε­λευ­ταία ει­κό­να του κό­σμου.
Μπο­ρεί από δι­κή μου εμ­μο­νή να έκα­να συλ­λο­γή δι­σταγ­μών, όμως πα­ρά τις υπερ­βο­λές μου, έβλε­πα μάλ­λον κα­θα­ρά. Ίσως επι­νο­ού­σα πολ­λά, εντού­τοις κά­ποιες συ­σπά­σεις των δα­κτύ­λων του άλ­λου σε ανύ­πο­πτες στιγ­μές δεν μου διέ­φευ­γαν. Δεν μι­λάω για την κλει­στή έκ­φρα­σή τους μπρο­στά σε για­τρό αλ­λά για μια συ­χνή απο­στρο­φή του προ­σώ­που σαν να απέ­φευ­γαν μια ανε­πι­θύ­μη­τη σκέ­ψη.
Δεν μου έλε­γαν πο­τέ τι συμ­βαί­νει αφού ού­τε και οι ίδιοι ήξε­ραν ακρι­βώς ή μάλ­λον δεν εί­χαν τρό­πο να εξη­γή­σουν, γι’ αυ­τό διά­βα­ζαν το σχή­μα του λα­διού στο νε­ρό, ει­δι­κά οι ηλι­κιω­μέ­νες θεί­ες μου, που ει­ρω­νευό­ταν ο πα­τέ­ρας μου κοι­τά­ζο­ντας προς το μέ­ρος μου με νό­η­μα. Δεν με εμπό­δι­ζε, ωστό­σο, να πιω λί­γο από το μείγ­μα για να μα­ντέ­ψουν εκεί­νες την προ­φη­τεία του λα­διού στην επι­φά­νεια και πρό­σε­χα την αφο­σί­ω­σή τους στις πρά­σι­νες κη­λί­δες που τα­ξί­δευαν.

Σή­με­ρα, με­τά από χρό­νια, αδια­φο­ρώ για τα χι­λιά­δες σή­μα­τα που περ­νούν δί­πλα μου, απο­φεύ­γο­ντας να σκε­φτώ το πα­ρελ­θόν. Φεύ­γο­ντας εκεί­νοι πή­ραν μα­ζί την πει­θή­νια ζωή τους, που πο­τέ δεν πα­ρα­δέ­χτη­καν ότι έκρυ­βε μυ­στι­κά.

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Τά­σου Γου­δέ­λη ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: