Υπεροχή

Υπεροχή

Ήταν καλά προφυλαγμένη πίσω από την αλήθεια έπειθε ότι αυτήν υπερασπιζόταν και όχι τη δική της εκείνος δεν επέμενε γιατί έπρεπε να παραδεχθεί ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα κρύσταλλο όπου την έβλεπε μέσα από αυτό, την ίδια στιγμή που εικονιζόταν ο ίδιος οπότε καταλάβαινε ότι το αίνιγμά της στηριζόταν στον κατοπτρισμό, που τον έκανε συνένοχό της γιατί μπορούσε να την παρακολουθεί από μακριά και ταυτόχρονα να είναι μέσα της: όπως στον έρωτα, υποχρεωμένος να τη δεχθεί όμως δεν ήταν ακριβώς ένωση, γιατί εκείνη ήξερε να τον αιφνιδιάζει στην απόλυτη ηρεμία του, την εγγυημένη νόμιζε αυτός από την πιο ιερή υπόσχεση μιας δύναμης, που όλοι πιστεύουν ότι τους προστατεύει γιατί εκείνη του έκρυβε τη θέα σαν κάτι παρείσακτο που τον κλόνιζε για τα πάντα, κυρίως για τον εαυτό του επειδή μέχρι τότε πίστευε ότι μπορούσε να εξασφαλίσει μια ιδιωτική διάρκεια χωρίς αμφισβητήσεις, βέβαιος στην ονειρική του βύθιση όμως, δεν είχε καμιά αμφιβολία, πια, ότι εκείνη μπορούσε να μαντέψει πότε θα εύρισκε το κενό που αυτός επιζητούσε για να βρεθεί μακριά σαν ανάμνηση άλλου κάτι που φοβόταν από την πλευρά της, γιατί ήθελε μέχρι και τις ξένες σκέψεις γι’ αυτόν να ελέγχει οπότε με ένα τρόπο που θα τον έλεγες μυστηριώδη, εάν δεν ακουγόταν η λέξη ανάπηρη, τον ανάγκαζε να απολογείται στην τρυφερή ειλικρίνειά της τόσο διάφανη, ώστε αυτός να νιώθει ότι πάντα οφείλει στην αθωότητά της, κρίνοντας τον εαυτό του ένοχο δίχως να ξέρει γιατί το μόνο από το οποίο μπορούσε να κρατηθεί πριν παρασυρθεί σε αυτή την ηδονική εγκατάλειψη, ήταν μια ανεξήγητα βαθιά μέσα του αποδοχή της επιθετικής δικαιοσύνης της κάτι που τον ανάγκαζε να εφευρίσκει σπάνιες λέξεις στον ύπνο του, χαμένες λίγο πριν συγκεντρωθεί πάλι στον εαυτό του χάρισμά της, σκεφτόταν, γιατί δεν έμοιαζε η στάση της με όσων χωρίς έμπνευση σχολιάζουν από το παράθυρο τα πιο δραματικά της πλατείας ενώ εκείνη προαισθανόταν ακόμα και την επόμενη ματιά του στο πιο ασήμαντο, απαλά τεντωμένη να το διεκδικήσει, σαν το πιο επείγον που τον αφορούσε ας μην είχε αυτός πολλά να πει εκείνη πρόσθετε ανάμεσα στις φράσεις του, σαν να ξανάγραφε ένα κείμενό του, που ποτέ βέβαια δεν θα διεκδικούσε για δικό της εντούτοις θα έλεγες ότι του άρεσε η προστασία της, όχι γιατί εθιζόταν στην ουσία της εξαρτημένος από την αδυναμία του, αλλά γιατί καταλάβαινε ότι της αναγνώριζε βαθύτερα την ικανότητα να καλύπτει τα κενά του: σαν να έβαζε μάλιστα το σώμα της ανάμεσα σε αυτόν και στο πρόβλημα όμως αυτός δεν τολμούσε να μιλήσει ή να την ευχαριστήσει για κάτι περισσότερο από το αυτονόητο όχι μόνο γιατί εκείνη θα απορούσε ειλικρινά –κοιτάζοντάς τον τελικά με τρυφερό οίκτο– αλλά γιατί ο ίδιος πίστευε ότι θα την αδικούσε εάν αμφισβητούσε την αφιέρωσή της σε ό,τι τον ξεπερνούσε έτσι δεν έκανε ποτέ απολογισμούς, μήπως προσθέσει άδικα κάτι περισσότερο στη δική του προσφορά σκεπτόταν ότι αν αυτό συνέβαινε αυθόρμητα, εκείνη θα συμπλήρωνε τις φράσεις, προσεκτικά αφιερωμένη ακόμα και σε όσα θα ήθελε να της πει τον προλάβαινε απλά, χωρίς να κλείνει τα μάτια για να του χαρίσει δήθεν τη μικρή της προφητεία με το πιο φυσικό ύφος και με μια άγνωστή του σοφία τον διόρθωνε, σαν να μετακινούσε τον παιδικό του κύβο στη σωστή θέση, σκυμμένη από πάνω του: με την ειρηνική βεβαιότητα που αντλείς από μια μακρινή εντολή σωτηρίας ενώ κάποιες φορές, όχι συχνά, αυτός ξυπνούσε τη νύχτα αμφιβάλλοντας, αλλά σχεδόν αμέσως επανερχόταν με ενοχή, ελπίζοντας ότι το πρωί δεν θα θυμάται τίποτα όμως, ποτέ δεν συγκρατούσε, έτσι κι αλλιώς, εικόνες φυλακής, αλλά, αντίθετα, διαθέσεις του παράλογες ένιωθε, λοιπόν, την επομένη ότι έπρεπε να καλύψει μια χαμένη, εξαιτίας του, απόσταση οπότε εάν εκείνη τυχαία γύριζε την πλάτη, αυτός νόμιζε ότι του έκρυβε το βλέμμα της υποτιμητικά και έπρεπε οπωσδήποτε να επανορθώσει αλλά και πάλι δεν ήξερε πώς να δείξει μεταμέλεια, αφού δεν την είχε αδικήσει, έλεγε επειδή, όμως, το δικό της πρόσωπο αναζητούσε στην επιφάνεια, όταν ανερχόταν για την καλύτερή του εισπνοή, εγκατέλειπε τον εαυτό του στα ανεκτικά της χέρια που ήξεραν

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Τάσου Γουδέλη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: