Εκτός ωραρίου

Εκτός ωραρίου

Η Καμηλάρη περίμενε το ασανσέρ, όταν της ήρθε στο μυαλό η σκηνή στο τμήμα του Β4 πριν λίγες μέρες. Είχε μοιράσει στα παιδιά τα διαγωνίσματα των Αρχαίων Ελληνικών για να δουν τα λάθη τους. Ένας μαθητής σήκωσε το χέρι του για να διαμαρτυρηθεί, επειδή η μια άσκηση, εγκλιτική αντικατάσταση στον αόριστο β΄ του ρήματος νέομαι- ομαι, αν και ήταν σωστή, είχε ολότελα διαγραφεί. Πράγματι, ύστερα από τον έλεγχο της κόλας του, η άσκηση ήταν ολόσωστη, γι’ αυτό κι αυτή άλλαξε επί τόπου τον βαθμό. Εκείνος όμως, ενοχλήθηκε πολύ· υπονοώντας πως η καθηγήτρια διόρθωνε επιπόλαια και σίγουρα θα είχε κάνει κι άλλα λάθη, «για κοιτάξτε καλά τις κόλλες!…» υπέδειξε στους άλλους. Οι μαθητές τότε, θορυβημένοι, άρχισαν μεταξύ τους τα σχόλια και τα μουρμουρίσματα. Μερικοί ζήτησαν εξηγήσεις για τους βαθμούς, αλλ’ ευτυχώς στα γραπτά που πρόλαβε η ίδια να δει, η βαθμολογία ήταν αντικειμενική.

Το γραπτό της Νάνσι ήταν γεμάτο διορθώσεις, είχε βαθμολογηθεί με οκτώ, αλλά χειρότερο ήταν της Τάνιας, της διπλανής της, που είχε πάρει πέντε. Οι δυο τους ούτε που τόλμησαν να ζητήσουν διευκρινίσεις. Ενώ η καθηγήτρια εξηγούσε στα παιδιά πως η βαθμολογία της ήταν κατά κανόνα σωστή και ανθρώπινα τα λάθη, «όπως αυτό στην άσκηση που σίγουρα την αντέγραψε ο συμμαθητής σας – γιατί, αν τον σηκώσω στον πίνακα για την αντικατάσταση, είμαι βέβαιη πως θα τα κάνει θάλασσα – δέχτηκα κι επίθεση από πάνω…» πρόσθεσε στο τέλος σε απολογητικό τόνο.

«Καλά, θα τα πούμε μετά!» φώναξε ενοχλημένος ο μαθητής και όλο το τμήμα ξέσπασε σε χάχανα. Τον πρόσταξε αμέσως να πάει να την περιμένει έξω από το γραφείο του λυκειάρχη.

Η τριήμερη αποβολή θεωρήθηκε αυστηρή, χώρια που κινδύνευε να μείνει αυτός από απουσίες. Το μίσος όμως των μαθητών είχε για τα καλά φουντώσει. Από την πρώτη κιόλας μέρα της επιβολής της ποινής, την κοιτούσαν με βλέμμα αγριεμένο, ίδιο μ’ αυτό του ζώου που είχε πιαστεί σε παγίδα. Όμως, απ’ όλη αυτή την ιστορία, κερδισμένη και πάλι βγήκε η Καμηλάρη, γιατί απόκτησε ξαφνικά την παλιά της αίγλη που είχε απειληθεί από τον μαθητή, ο οποίος, μετά τη λήξη της αποβολής, πήγε και κάθισε μόνος του στο τελευταίο θρανίο αποφεύγοντας να κοιτάζει προς την έδρα. Πάντως, στο εξής, όποτε χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα, και τύχαινε η καθηγήτρια να διδάσκει σ’ αυτό το τμήμα, ήταν αυτή που εγκατέλειπε πρώτη την τάξη.

Μετά το σχόλασμα, ενώ περίμενε το αστικό παρέα μ’ ένα ηλικιωμένο στη στάση της Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Στέλιος, ο Αμαζόνιος, πρόβαλε ξαφνικά πίσω από την πικροδάφνη πολύ κοντά στο στέγαστρο της στάσης με μαύρα γυαλιά ηλίου, τζόκεϊ και κασκόλ. Με απότομη κίνηση της άρπαξε την τσάντα και χάθηκε σ’ ένα στενό απέναντι τρέχοντας κάθετα στη λεωφόρο. Ένας οδηγός φορτηγού, αφού πρόλαβε και πάτησε απότομα φρένο κόβοντάς του την πορεία, τον έβρισε πρόστυχα.

Ο Ζήσης, ο Σκρου Ντράιβερ, που τόσην ώρα βρισκόταν μπροστά στο μηχάνημα ανάληψης χρημάτων της Alpha-Bank, σχετικά κοντά στη στάση, φώναξε «κλέφτης!» και όρμησε προς το μέρος του Στέλιου. Ο ηλικιωμένος τα χρειάστηκε· ωστόσο, βλέποντας από μακριά το λεωφορείο, σήκωσε το χέρι του. Η Καμηλάρη, για να μην σωριαστεί χάμω απ’ την τρομάρα, στηρίχθηκε στη δοκό του στέγαστρου, ενώ οι δυο νεαροί χάθηκαν στο ίδιο στενό, όπου ήταν αραγμένη η μηχανή του Στέλιου.

Αν και αναστατωμένη, μπόρεσε με το κινητό να ειδοποιήσει την αστυνομία. Το περιπολικό όμως καθυστέρησε είκοσι λεπτά. Εξηγώντας με λίγα λόγια στους βαθμοφόρους τι της είχε συμβεί, τους έδειξε σε ποιο στενό κατέφυγε ο δράστης.

Ο διοικητής του τμήματος, ένας άντρας χοντρός γύρω στα πενήντα με καστανά αραιά μαλλιά και γκρίζα μάτια, αφού παράτησε το διάβασμα της αθλητικής εφημερίδας, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, της συστήθηκε και της πρότεινε ευγενικά να καθίσει στην κενή καρέκλα απέναντί του. Εκείνη, σαστισμένη, κοίταξε ολόγυρα. Της ήταν αδύνατο να πιστέψει πού βρισκόταν. Απ’ την ανοιχτή πόρτα, είδε στο διπλανό γραφείο μια νεαρή αστυνομικό που πληκτρολογούσε σ’ ένα υπολογιστή.

«Κατανοούμε, κυρία μου, την ταραχή σας… Στον καθένα μπορεί να συμβεί αυτό», σχολίασε. «Για να έχουμε όμως σίγουρο αποτέλεσμα, πρέπει να μας δώσετε λεπτομερή περιγραφή του δράστη… Τα υπόλοιπα αφήστε τα σ’ εμάς…»

Το ύφος του απέπνεε τη σιγουριά αυτού που ασκεί εξουσία. Στράφηκε και είπε στην κοπέλα τον αριθμό του αρχείου που έπρεπε να βρει στη λίστα. Μόλις πήρε στα χέρια του την ταυτότητά της, «ώστε φιλόλογος!» τόνισε. «Γνώστης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος! Ξέρετε, εγώ στο γυμνάσιο, την καλύτερη βαθμολογία την είχα στην έκθεση… Σας ζηλεύω, κυρία μου, που γνωρίζετε καλά την αρχαία ελληνική ιστορία και γλώσσα!»

Οι ερωτήσεις, εκτός από την πιο συνηθισμένη, «μπορείτε να περιγράψετε τον δράστη;» ήταν οι παρακάτω: «Μήπως υποπτεύεστε κανένα μαθητή; Γνωρίζετε καλύτερα από μας τη σχέση που έχετε καθημερινά μαζί τους…»

Η σκέψη της πήγε στους αλλοδαπούς. Μερικοί, αν και εντελώς αδιάφοροι στο μάθημα, ήταν κατά κανόνα ήσυχοι και δεν επρόκειτο ποτέ να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. Ήξερε απ’ έξω τα ονόματά τους. Τη γοήτευε πολύ η μουσικότητα που είχαν κατά την προφορά, κι αυτή είχε επιβληθεί στη μνήμη, ώστε να τα συγκρατεί: Ντάμα Μαρσίντα, Ομέρι Ρεζάρτα, Πάλι Παουλίν, Ντόμπι Κρογιάν, Ζένελι Κλαουρέν και τα δίδυμα Γιούπε Αλμπερτόν και Γιούπε Φατιόν.

«Μάλλον εξωσχολικός μου πήρε την τσάντα… Πάντα φροντίζω να είναι ισορροπημένη η σχέση μου με τους μαθητές… Είμαι με μέτρο αυστηρή, αλλά πάντα με γνώμονα το καλό του μαθητή, που πρέπει να του λες την αλήθεια και να του δίνεις κουράγιο ακόμη και όταν αποτυχαίνει.»

«Σωστά… Υπάρχουν όμως πολλά είδη δασκάλων…» παραδέχτηκε ο διοικητής. «Αν θέλεις να τα πας καλά με τους μαθητές, τους βάζεις καλούς βαθμούς και όλα κυλούν ρολόι… Τότε κανείς δεν τολμά να σε βλάψει… Δεν τα λέω καλά, κυρία μου; Αυτό, ξέρετε, παντού συμβαίνει, ακόμα και σ’ εμάς...»

Την ενόχλησε όμως που είχε θίξει συνθήκες της δουλειάς της. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να φύγει από κει μέσα.

«Τι ακριβώς είχατε στην τσάντα, θυμάστε;»

Όλα της ήρθαν αβίαστα στο μυαλό: Οδηγίες φιλολογικών μαθημάτων Β΄ και Γ΄ λυκείου (ευτυχώς το πορτοφόλι της φρόντιζε να το έχει στην τσέπη της ζακέτας της), ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, ο κατάλογός της, ένα στιλό, χαρτομάντιλα, μια κάρτα διαδρομών του οασθ, και κάτι άλλα, που δεν τα ανέφερε. Η κοπέλα στο άλλο γραφείο έγραφε με βιασύνη και κατά διαστήματα σήκωνε το κεφάλι της και την κοιτούσε με εξεταστικό βλέμμα.

«Όπως καταλαβαίνετε, για να βρεθεί άκρη, απαιτείται κάποιος χρόνος. Είναι πολύ σημαντική η αυριανή ημέρα», τη συμβούλεψε ο αξιωματικός, «γιατί από σας θα βεβαιωθεί αν η απόπειρα εναντίον σας έγινε από μαθητές…»

«Ένας άλλος γυμνασμένος νεαρός έτρεξε πίσω του για να κυνηγήσει αυτόν που άρπαξε την τσάντα…»

«Χμ!... Μάλλον ήταν κι αυτός στο κόλπο, κυρία μου…» κάγχασε αυτός. «Σας στείλαμε το περιπολικό, γιατί δεν είχαμε εύκαιρους τους ζητάδες μας. Τους στείλαμε στο αεροδρόμιο για τον ερχομό του Υπουργού των Εξωτερικών», πρόσθεσε, κι ύστερα την παρακάλεσε να σηκωθεί και να κάτσει στην κενή καρέκλα που υπήρχε δίπλα στην αστυνομικό.

Ένα αρχείο με φωτογραφίες σεσημασμένων, κυρίως ναρκομανών, ίσως να έδινε λύση. Κοίταζε στην οθόνη φυσιογνωμίες υπόπτων. Οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί προφίλ και ανφάς στην Ασφάλεια. Μερικοί μάλιστα νεαροί χαμογελούσαν προκλητικά, αποκαλύπτοντας μια οδοντοστοιχία με δόντια μαυρισμένα, σπασμένα και γεμάτη κενά. Αν και είδε πάνω από πενήντα φωτογραφίες, της ήταν δύσκολο ν’ αναγνωρίσει κάποιον. Στο τέλος, έγνεψε αρνητικά.

«Ίσως είναι νέα φιντάνια!… Μπορεί αλλοδαποί… Η πρόσφατη φουρνιά απ’ τα Βαλκάνια, γέμισε Θεσσαλονίκη και Αθήνα… Κι εμείς ακόμη έχουμε σαστίσει… Έναν τσακώνεις, κι εκατό φυτρώνουνε… Και βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 2001… Φανταστείτε πως πέρσι μπήκαμε στο μιλένιουμ, και δεν ξέρουμε τι μας περιμένει…» συμπέρανε με σιγουριά ο αξιωματικός.

Η Νάνσι τους περίμενε στη λεωφόρο Λαγκαδά, έξω από την εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου. (Απέναντι, στο Δημαρχείο Σταυρούπολης, σε μεγάλη πάνινη αφίσα, η έγχρωμη φιγούρα του Καραγκιόζη που φορούσε σμόκιν και παπιγιόν καλούσε τους δημότες στην παράσταση «ο καραγκιοζης στην εοκ»). Ο Αμαζόνιος με απότομες μανούβρες μέσα από τα στενά της Σταυρούπολης, έφτασε στο Εβραϊκό Νεκροταφείο και από εκεί, μέσω της περιοχής Πρόνοια, βγήκε στη λεωφόρο ανασαίνοντας επιτέλους ελεύθερα. Η κίνηση όμως ήταν πυκνή επειδή τα φανάρια λόγω των έργων της ύδρευσης ήταν σβηστά. Η Νάνσι κάθισε ανάμεσα στους δύο.

«Η τσάντα είναι κάτω απ’ τη θέση», τη συμβούλεψε ο Ζήσης, «γι’ αυτό μην κουνιέσαι…»

«Σας πήρε χαμπάρι η αστυνομία;» τον ρώτησε.

«Θα μας πάρει μόνο όταν είναι να μας φέρει το χαρτί για τον στρατό…» της απάντησε με ειρωνεία ο ίδιος.

Ο Στέλιος, κρατώντας δυνατά το τιμόνι, γκάζωσε και ούρλιαξε με χαρά. Μετά το Ψυχιατρείο, η μηχανή μπήκε γρήγορα στη λεωφόρο Φλέμιγκ, και στρίβοντας, χάθηκε στα στενά φτάνοντας στην καρδιά πια της Πολίχνης.          

«Στη μαρτυριάρα την Τάνια δεν λέμε τίποτε!» είπε η Νάνσι, όταν η Γιαμάχα άραξε σε μια παιδική χαρά δίπλα σ’ ένα διώροφο. Ο Ζήσης, κοιτώντας ολόγυρα, ανασήκωσε τη σέλα και πήρε την τσάντα. Ενώ κατευθύνονταν οι τρεις τους στην είσοδο, από το παραθυράκι της τουαλέτας του ισόγειου του απέναντι σπιτιού ένας άντρας πρόβαλε το κεφάλι του με τα μάγουλά του γεμάτα αφρό ξυρίσματος.

Δυο δωμάτια και μια μικρή τουαλέτα ήταν το σπίτι της γιαγιάς του Ζήση. Στους τοίχους υπήρχαν δυο φωτογραφίες, μία του γάμου των γονιών του Σκρου Ντράιβερ και η άλλη του θείου Ιάκωβου, που σκοτώθηκε μαζί με την αρραβωνιαστικιά του, τη Χαρά, ξημερώματα Πρωτοχρονιάς του 1969, στη διασταύρωση Κασσάνδρου και Αγίου Νικολάου, έξω από το κινηματογράφο «Αίγλη», όταν το μηχανάκι έχασε τον έλεγχο λόγω μέθης του αναβάτη.

Η Νάνσι έβγαλε μέσα από την τσάντα το στιλό, τα γυαλιά ηλίου, τα χαρτομάντιλα, τις οδηγίες των μαθημάτων της Β΄ και Γ΄ Λυκείου του ΥΠΕΠΘ, ένα μπλοκάκι με τηλεφωνικά νούμερα και τον κατάλογο βαθμολογίας· φυλλομετρώντας τον, έφτασε στα ονόματα του Β4.

«Βρε, τη βλαμμένη! Με χτύπησε στην Έκθεση! Στην Τάνια που τη γλείφει ολοένα, της έχει βάλει παραπάνω! Ακόμα και στ’ Αρχαία!» Όταν διαπίστωσε πως η βαθμολογία των άλλων συμμαθητών της ήταν αυξημένη, συμπέρανε. «Σ’ αυτούς που δεν χωνεύει, τους κόβει, σ’ αυτούς που τους φοβάται, τους βάζει λίγο πιο πάνω από τη βάση!»  

«Πλάκα θα ’χει να κόψεις τις σελίδες και να τις κολλήσεις στους καμπινέδες», πρότεινε ο Σκρου Ντράιβερ.

«Τρομπάρεις; Για ν’ αρχίσουν τις ανακρίσεις και μας κάνουν τσακωτούς;» πετάχτηκε ο Στέλιος.

Σε μια από τις εσωτερικές θήκες, το φερμουάρ είχε σκαλώσει στο οδοντωτό πλαίσιο μιας φωτογραφίας. Τραβώντας το με δύναμη η Νάνσι, το ξεχαρβαλώνει και βγάζει έξω μια έγχρωμη φωτογραφία ενός μελαχρινού νέου γύρω στα τριάντα, που ποζάρει με φόντο τη θάλασσα. Στο πίσω μέρος, γραμμένο με στιλό: «Φίλιππος Κ. 1952 Νικόκλεια Σερρών – 1994 Ιπποκράτειο, Καμαριώτισσα Σαμοθράκης 1987».

Τους δείχνει τη φωτογραφία. Απότομα, πέφτει σιωπή. Ο Στέλιος, ανάβοντας τσιγάρο, στηρίζει το σώμα του πίσω στον τοίχο.

«Τι έγινε, ρε χαμένα;» ρωτάει ο Ζήσης, «γιατί βουβαθήκατε;»

«Ωραίος γκόμενος!» ψιθυρίζει η Νάνσι. Μέσα από τη θήκη της τσάντας βγάζει ακόμα κάτι ξεραμένα ανθάκια.

«Στοίχημα πως απ’ την κηδεία του είναι!» συμπεραίνει ο Αμαζόνιος.

«Αχ!» κάνει η Νάνση με σιχασιά και τα πετάει με δύναμη πάνω στο τραπέζι.

Ένας ξερός, δυνατός ήχος από σύγκρουση αυτοκινήτων ακούστηκε από τον δρόμο έξω. Κανείς τους δεν σάλεψε. Οι τρεις τους προτίμησαν να γίνουν βουβοί μάρτυρες της σκηνής, παρακολουθώντας στα κλεφτά από το παράθυρο τη έντονη λογομαχία των οδηγών μέχρι τη μοιραία άφιξη του περιπολικού.  

                                       

                               

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: