Η Κυριακή της λήθης

(2η εκδοχή)

Στις φλέβες των μαρμάρων.


I.  

Τα βότσαλα γεμίσαν βράδυ.

Σαν ν’ ανεβαίνει η νύχτα

απ’ το χλωρό.

Οικοδομές και ξύλινα παντζούρια.  

Συκιές που κρέμονται απ’ τα τείχη.

Χωρίς κάποιο θέμα.

Εκτός απ’ τ’ ότι ζούμε στον γκρεμό.

Σκοτεινιάζει

και στις ειδήσεις κάποιος λέει

πως σκοτεινιάζει.

Λέει σκοτείνιασε

ή στην καλύτερη

θα σκοτεινιάσει.  

Μερικά σπίτια βέβαια

δεν ακουμπούν ποτέ το έδαφος.  



II.
 

Το κοίλο φως του ταβανιού των πάρκων  

ρίχνεται στους φράχτες, στα κασόνια

και στραγγίζεται πριν φτάσει

τα κόκαλα.    

Η επίπεδη σιωπή, τα σημαινόμενα,

οι ξενώνες.  

Όλα φαντάζουν άχρονα.  

Μια άδεια παιδική χαρά: τσουλήθρες.    

Σκοτάδι, που έφαγε τις κούνιες.

Κενό που πίνει γάλα.

Παντού ακολουθεί και μπαίνει το άκαρδο.

Εκτός απ’ το ψαλίδι στο κουρείο.



III.
 

Ας περπατήσουν άλλοι εκτός.

Ας διαβρώσουν με απερισκεψία

αυτό που φοβόμαστε.

Σπασμένα ρείθρα με μουριές

και βαθυπόρφυρους προύνους.

Λυκόφως της ΔΕΗ.  

Λυκόφως με ανεπαίσθητες λακκούβες

μνήμης.  

Το χρώμα, η γεύση,

η μοναξιά, το σκήνωμα, το λίγο

δεν επιδέχονται περίληψη.

Ούτε κι ο στίχος.    

Μα λένε πως ο πιο σοφός

σωπαίνει.



IV.

Ας προχωρήσουν στο εφικτό προς τη διασταύρωση

κάτω από αφίσες με σκισμένη βροχή

και περσινές βιτρίνες έκπτωση.  

Φιλόδοξη ανέβηκε η καπένσια το τσιμέντο.

Μάρτης Απρίλης Μάιος πάλι στα χαρτιά.

Μάρτυς η κούρασή μας.

Κι όλη η νύχτα

που ισχυρίζεται τα φύλλα.  

Τέχνη σημαίνει ανατροπή.

Τέχνη σημαίνει πτώση.

Πέφτει εκεί όπου το φως

νικάει πάντοτε

η σκιά.



V.
 

Το αμέτοχο κοιτάζει ήδη τις φτέρνες.

Γραπώνει απ’ τον μηρό την εγκατάλειψη,

την αρνησικοσμία.

Μετρά τον χώρο στα πλευρά

και τα πλεμόνια για το χώμα.

Άνευ σημασίας πότε είσαι πότε ήμουν.

Ιδού τα εκτενή περίχωρα του εδώ.

Η μπουγάδα, οι σημειώσεις με φτερό,    

τα θύματα των αιρέσεων,

το μαγγάνιο.

Λένε η τέχνη είναι υπόσχεση ευτυχίας

που αθετείται.

Ας είναι. Ζω

έτσι κι αλλιώς

σημαίνει ξαναρχίζω.  

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: