Εγώ ο Λόρδος Μπάιρον θα πεθάνω εδώ

Εγώ ο Λόρδος Μπάιρον θα πεθάνω εδώ

(Μιλάει ο Λόρδος Βύρωνας)


Δεν θα κρυώνω απόψε.

I.

Ήρθε ξανά η εποχή του αβέβαιου.

Τα διαβατάρικα πουλιά της αρχικής πατρίδας φύγαν.
Οι νυχτοβάτες έθαψαν τ’ αυγά στην άμμο.
Κανείς δεν ξέρει. 

Το φως συνθλίβεται άγουρο. Δεν εμπεριέχει κάτι.
Ο ουρανός ξεβράστηκε μισός.
Η αυγή μένει ρηχή στα πεύκα. 

Ω θα ’μαστε λιγότεροι!

II.

Και ιδού – το βραδινό βασίλειο: η σκέψη.
Παλίρροιες μακρινού γαβγίσματος.
Προσχώσεις σκοταδιού και μοίρας.  

Σκληρόχωμα. Με τα παλιά μυρμήγκια
της απόγνωσης.
Δες, ιδέα, πού κατάντησες!

Κι ο πυρετός
που συζητά τον φόβο
με τη μνήμη.

III. 

Ούτε Απόλλων ούτε λύρα…
Πέτρες.
Στον μύθο ουδείς τους
ψάχνει.

Μα να, επιτέλους ένας διάλογος!
Μια διαφωνία του αέρα
με τα τζάμια.

IV.

Χαμόσπιτα και τρώγλες χωρίς στέγες.
Να σκαρφαλώνουν και να φεύγουν
οι νεκροί τους.

Το άσπρο γάλα των παιδιών –
το μαύρο για τους ίδιους.

V. 

Η φύση εδώ δεν γράφει.
Δεν ξέρει νόμους.
Ούτε τον ήλιο αμφισβητεί
ούτε τον Πυθαγόρα.
Απλώς υπόκειται άγονη.
Επιμελείται βράχια. 

Πίσω βαθιά απ’ το τζάμι
πέρα
τα κυπαρίσσια κι οι συκιές ορθώνονται
κρεμοκλαδείς – αρκούδες λαβωμένες.
Η λίμνη απλώνεται ενυπάρχουσα
και υποτελής.
Ο αέρας δεν τη φοβερίζει.

Τα καλοβατικά που ακροπατούν την άμπωτη
που φεύγει από τα φύκια
κι οι χήνες με τους χάλκινους λαιμούς
σκορπίσαν.
Δεν βρέχει. Στέρνες. Σπάνια.
Ο δρόμος προχωρά στη λάσπη μόνος.
Στη λάσπη που αποκτά τα πόδια σου
που εισέβαλαν στο θρούμπι και στα σπίτια.

Δεν περιμένει η φύση αυτή κανέναν –
όποιος δεν σκέφτεται, δεν νιώθει σκλαβωμένος.
Υπόκειται και φείδεται.
Πεινά. Κι απλώνει πέτρες.

Θα γράψω τώρα με το αίμα μου.

Εγώ ο Λόρδος Μπάιρον θα πεθάνω εδώ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: