Προσωπογραφία

Ο πέτρινος Νέρων στον Ισθμό της Κορίνθου
Ο πέτρινος Νέρων στον Ισθμό της Κορίνθου

Δυνάμει των σημασιών
παρουσίασε την ανοησία της εποχής
Τα κείμενά του στην εφημερίδα
ήταν παραπομπές στο τέλος των ποιημάτων του
στην ίδια σελίδα
Δεν είχε τίποτα να πει
παρά να αποδείξει με ακρίβεια
τη θέση του στην κάσα
με τα ελζεβίρ
στο τυπογραφείο του μέλλοντος
Έχοντας ξεσυνηθίσει να είναι κανονικός
μη μπορώντας να είναι ιδιοφυής
ζήτησε κι αυτός παρηγοριά
στους καθρέφτες
συνεχίζοντας μια εφηβεία
χωρίς να δύναται

Αργότερα κατάλαβε
πως η οξυδέρκειά του
δεν τον βοήθησε να εννοήσει τη σημασία
ενός και μόνου ρήματος:
αναπνέω
Τον πρόδωσαν τα γράμματα
κι ότι θα ‘πρεπε να κρατάει την ανάσα του
Και παρ’ όλα αυτά
απευθύνθηκε σε δεύτερο ενικό

——————

Μπορώ να φανταστώ
πώς αναψοκοκκίνισαν τα μάγουλα σου
όταν σε ζήτησε σε χορό πρώτη φορά
Και πώς μετά
άφησες ολόκληρο τον έρωτα να σκύψει
Εκεί, ταπεινωμένος
σ’ έβλεπα, μάγισσα, κι εγώ
Και τώρα σε φαντάζομαι να σπαρταράς μονάχη
μη έχοντας να ρίξω στη φωτιά
παρά το νάτριο μιας αλυκής ξεθυμασμένης

Μ΄ έχει ρημάξει
της διόρυξής σου η εμμονή
Πρωτύτερα, πολλοί επιχείρησαν
να ενώσουν τον Κορινθιακό με τον Σαρωνικό
Άλλοι, φοβήθηκαν τη στάθμη των νερών
Άλλοι, το σκληρό χώμα της Κορίνθου
Εγώ, την πτώση εσωτερικών βουνών
απ’ τις κατολισθήσεις σου
Δεν τις προέβλεψαν οι ειδικοί
Η διόρυξη είναι ζήτημα Θεού που εντοπίστηκε τυχαία
Στον βράχο σκάλισαν τον Νέρωνα οι εραστές σου

——————

Σας ξαναβρίσκω
όπως σας άφησα
γύρω τριγύρω
στην διάταξη των καθισμάτων
στο αρχονταρίκι της Μονής

Δεν έχετε πια δύναμη να σηκωθείτε
κι έτσι αμίλητοι θα μείνετε
κάτω από βλοσυρές εικόνες δεσποτάδων
Ένα κονκλάβιο νεκρών όλοι μαζί

Σας ξαναβρίσκω
καθώς την πόρτα άνοιξα απότομα
μ’ όλο το φως ξοπίσω μου
ακίνητος για λίγο στην μπασιά
αναποφάσιστος σαν πελαργός
Μα δε μπορούσα αλλιώς
- και μάρτυράς μου ο στίχος
Ο χώρος να κατευθυνθώ
στη θέση αντικριστά
που μου φυλάξατε
κάτω από κείνο τον επίχρυσο καθρέφτη
είναι κενός
Και βλέπω στον ψευδάργυρο
—πίσω απ’ το τζάμι—
το Καθολικό, την Τράπεζα, την Κρήνη
τον Άγγελο Σικελιανό

——————

Αυτή η μέρα
με το γαλάζιο του ουρανού απάνω μας
τους τίτλους όσων τυπώσαμε σε κόκκινο καρδιάς
και πήραμε μαζί μας, έξω
στο λόφο των Νυμφών…
Μα και την έγνοια πήραμε του παρελθόντος μας

Απογραφή μια τέτοια μέρα;
Απ’ το πρωί γυρίζουν οι απογραφείς
όταν εμείς
—με τις εντυπώσεις της φύσης—
κουβεντιάζαμε στα χαμομήλια
«Κοίτα», μου λες, «φτάσαμε στην κορφή»

Εκεί θα συναντούσες το ανέφικτο
Αλλά έτσι νόμιζες
όπως και για τα εφικτά σου
Κι άλλα πολλά νόμιζες
για τα υπολείμματα
Και με τη γλώσσα σου
κατά τα τρία τέταρτα ληγμένη
άφησες το εν τέταρτον
να σε εκπροσωπεί
τρώσασα και σωσμένη
Και αφαιρείς τα επίθετα και τα θαυμαστικά
τα «όπως» και τα «κάτι»
Ώσπου
κάτω από ένα σάβανο μεταξωτό
ικέτευσες μ’ εκείνο το υπόλοιπο της ορυγμένης σου φωνής

——————

Φως του Οκτώβρη
σε περιμένω εκεί που υποχωρείς
Εύφλεκτα τζάμια απέναντι
Γυαλιά στο στόμα
Ανύπαρκτη παρηγοριά

Και στο ξανάπα
Είμαι ο άρρωστος στον ουρανό
Κι ό,τι δεν ήξερα να πω
το λες το απόγευμα, εσύ

Και εισέρχεται στην κάμαρα η Μυρτώ
στα όρια της ευγλωττίας

Στο χέρι τη βαλίτσα μου κρατώ
με διπλό πάτο
Πλανόδιος ταχυδακτυλουργός
σε άλλο κόσμο
μη και μυρίσουν τα σκυλιά τη φόδρα μου

Με νεύματα τα πνεύματα της Ιουλιέτας χαιρετώ
πιο λίγο τραγικός από έναν κλόουν
— Μυρτώ, ρύθμισε τη σκηνή
απ’ το μπερντέ μού φεύγουν λέξεις

——————

Δεν θα βρω ποτέ…
Δεν είχα το κουράγιο να σας πω
αυτό που ζω και δεν μπορώ να σας το πω
προς ώρας
Το κόλπο όμως
να δείχνω ανάλγητο τομάρι
—καταλάβετέ το—
είναι το κόλπο της γραφής
από την εποχή των παπύρων.
Καταλαβαίνω σημαίνει
κατάλαβα ότι γράφω
Σημειωτέον, μ΄αφήνει έκπληκτο ο πλεονασμός
και το ότι ζω
Ο κολοφώνας μου
τοίχος ψηλός
με ηλεκτροφόρα


[ Από την υπό έκδοση συλλογή (Σαν) ποίημα ]



 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: