Η εργαλειοθήκη

Ρενέ Μαγκρίτ: «Τα δύο μυστήρια», 1966
Ρενέ Μαγκρίτ: «Τα δύο μυστήρια», 1966
Beltsos 85 1

Τι είναι ένα βιβλίο εκτός από εμπόρευμα;
Επειδή συμβαίνει να είμαι συγχρόνως συγγραφέας βιβλίων, εκδιδόμενος και προαγωγός του έργου μου, έχοντας επιπλέον αναπτύξει επιφυλακτική σχέση με τα ΜΜΕ, δεν θα μπορούσα να αποφύγω την σύγκριση με τον πίνακα του Ρενέ Μαγκρίτ: «Η προδοσία των εικόνων» ή, «Αυτό δεν είναι μία πίπα». Και να το επαναλάβω (όπως ο Φουκό) ως «οδηγό» για να πω το ίδιο και για το βιβλίο, όπως το «βλέπουν» οι εκάστοτε αρμόδιοι που επιθυμούν να το «προστατεύσουν» ― όχι ως βιβλίο αλλά ως εμπορεύσιμο πολιτιστικό αγαθό.

Όμως, «Αυτό είναι ένα βιβλίο»; Δεν είναι!

Ο συγγραφέας συνήθως εξιστορεί δι’ ιδίους λόγους το θέμα του. Εάν υπήρξε μάλιστα πανεπιστημιακός, το καταθέτει προς δημοσίευσιν με τους όρους που υποδεικνύει η συνθήκη. Συμβαίνει οι όροι να του υπαγορεύονται από το τρέχον επιστημολογικό «παράδειγμα», οπότε η διεργασία επιλογής των προτάσεών του να υπόκειται στον κανόνα της ορθότητας, ο οποίος πρέπει να εξασφαλίσει μια σειρά από «διορθώσεις» ως προς το ενδεχόμενο του σφάλματος ώστε η κοινότητα να τον παραδεχτεί.
Όταν όμως ο συγγραφέας εμπαίζει διαρκώς το  «παράδειγμα» ή συγχέει επίτηδες τα είδη του λόγου, όταν γράφει δοκίμιο, θέατρο και ποίηση εισάγοντας μια αντι-θετικιστική στάση στα κείμενά του, παράδοξη για την έγκριτη δημοσιογραφία, ειρωνική για την σοβαρή αναγνωστική λέσχη, ακατανόητη για τους λάτρεις των ευπώλητων βιβλίων, απαράδεκτη για τους φιλολόγους, αλλά όμως προφανή για την ασυνέχεια ή την δημιουργική καταστροφή του νιτσεϊκού non legor non legar (δεν με διαβάζουν, δεν θα με διαβάσουν), τότε δεν επιχειρηματολογεί λαμβάνοντας μόνον υπ’ όψιν τις λειτουργικές πλευρές του «συστήματος» (π.χ. την αγορά του βιβλίου, την θέση του στα μίντια ή την διαφήμιση), αλλά και τις δυσλειτουργικές τάσεις που τον απογοήτευαν, όπως τον κίνδυνο να μην εκδοθεί ποτέ, ή να πληρώσει για να τον εκδώσουν, ή να μην απαντούν αν και πότε θα εκδοθεί απαξιώνοντάς τον.
Οι επιλογές του αυτές ταπεινωτικές από μόνες τους αλλά εγγεγραμμένες στο εκδοτικό «σύστημα», συνηγορούν υπέρ ενός εσαεί άγραφου βιβλίου, ανέφικτου για όλους τους συγγραφείς αλλά και για όλους τους εκδότες. Κυρίως για τους δεσπότες της κρατικής αρωγής του.

Αυτό το βιβλίο, «τυπικό a priori» κατά την έκφραση του Φουκό, είναι επιπλέον προικισμένο με ιστορία.
Γι’ αυτό το βιβλίο θα ήθελα να κάνω λόγο. Τη «μεγάλη, ασάλευτη και κενή μορφή που θα εμφανιζόταν κάποια μέρα στην επιφάνεια του χρόνου και θα επέβαλλε πάνω στη σκέψη των ανθρώπων μια τυραννία από την οποία κανείς δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει» (Μ. Φουκό, Αρχαιολογία της γνώσης, εκδ. Εξάντας).
Ενδεχομένως λοιπόν να σφάλλω. Άλλωστε, στην πιο ακραία διατύπωση, ζωή είναι αυτό που είναι ικανό να σφάλλει. Σφάλλω γιατί ζω γράφοντας και διαβάζοντας (ρημά-ζω) από το φοβερό βήμα της γραφής, σημείο του σφάλματός μου ότι δεν είμαι ικανός πλέον να ζω αλλά μόνο να γράφω («απόλυτη βιολογική αναγκαιότητα», θα πει ο Ρίτσος).

Το σημείο αυτό με τοποθετεί στο αλληλένδετο: ζωής - γραφής. Είναι το σημείο, γράφει ο Blanchot στον «Χώρο της λογοτεχνίας», όπου το εδώ συμπίπτει με το πουθενά.
Το σημείο όπου ο θάνατος του συγγραφέα είναι αναπόφευκτος, εφόσον το νόημα δεν εξαρτάται από τις προθέσεις του συγγραφέα αλλά του αναγνώστη κατά την ανάγνωση.

Τι επιχείρημα θα μπορούσα να υποστηρίξω εδώ; Ότι εκ των υστέρων, ―σφάλλοντας, ψευτοζώντας, γράφοντας― όντας τρόπον τινά ο ίδιος το σημείο (το βιβλίο, τα ΜΜΕ, η σχέση τους) μπορώ να βεβαιώσω πως αυτό το αγοραίο σύστημα εναρμονισμού συμφερόντων, οδηγεί όχι στην προώθηση ή εξαφάνιση του βιβλίου, αλλά στη παράλλαξή του και συνεπώς στην μετάλλαξή του κριτικού που το διακρίνει.
Ισχυρίζομαι δηλαδή, ότι το δίκτυο προστασίας του βιβλίου δεν είναι δίκτυο υποδοχής του αλλά ευτελισμού και εμπορευματοποίησης. Το βιβλίο διαβάζει! Και κανείς βιβλιόφιλος, κανείς βιβλιομανής, θα πει ο Φλομπέρ, δεν θα οδηγηθεί από το δίκτυο προς το βιβλίο. Ο βιβλιοπώλης Τζιάκομο της Βιβλιομανίας του, αν αγαπούσε ένα βιβλίο, ήταν επειδή «αυτό ήταν ένα βιβλίο» (βλ. Βιβλιομανία, εκδ. Στιγμή).

Τι είναι όμως ένα βιβλίο εκτός από εμπόρευμα (και εκτός από φετίχ);

Εάν τολμήσω να πω: η συνάντηση συγγραφέα και αναγνώστη, θα πρέπει προηγουμένως να διερωτηθώ: «τι είναι ένας συγγραφέας;» οπότε προφανώς θα παρέπεμπα στη «λειτουργία» του. (Θυμίζω πάλι τον Φουκό: «"η λειτουργία – συγγραφέας" δεν σχηματίζεται αυθόρμητα ως απόδοση ενός λόγου σε ένα άτομο. Είναι το αποτέλεσμα μιας περίπλοκης πράξης που στοιχειοθετεί ένα μη πραγματικό ον καλούμενο συγγραφέας».
Εξυπακούεται ότι έχω απαντήσει και στο ερώτημα: «τι είναι ένας αναγνώστης;» εφόσον η «λειτουργία – συγγραφέας» συνδεδεμένη με το θεσμικό σύστημα, τα δίκτυα υποδοχής του, την αγορά, τη διαφήμιση, δεν ορίζεται από την απόδοση ενός λόγου μόνο σ’ εκείνον που τον παρήγαγε, αλλά και από μια σειρά ειδικών και σύνθετων πράξεων μία εκ των οποίων, η κορυφαία, είναι η ανάγνωση. Εκείνο το περιβόητο «ελαφρύ, αθώο 'ναι' της ανάγνωσης» (η κατάφαση) του Μορίς Μπλανσό, μια που «ή ανάγνωση τοποθετείται εντεύθεν ή εκείθεν της κατανόησης» (Ο χώρος της λογοτεχνίας, εκδ. Πλέθρον.)

Είναι όμως αυτό ένα βιβλίο; Ή το βιβλίο για το οποίο μπορώ να πω «αυτό είναι πράγματι ένα βιβλίο», είναι το βιβλίο που δεν διαφημίζεται από τα ΜΜΕ, δεν ενισχύεται από τα υπουργεία και κυρίως δεν διαβάζεται, όχι γιατί δεν γράφτηκε ακόμη, ούτε γιατί είναι ανεξάντλητο όπως το μπορχικό Βιβλίο της άμμου, ή διότι ο κόσμος «κατέληξε» σ’ αυτό (Μαλαρμέ), και επίσης ούτε γιατί είναι βιβλίο χωρίς τη βαρύτητα του δημιουργού ή την ελαφρότητα του αναγνώστη (και αντίστροφα), αλλά διότι αυτός που το διαβάζει ―εγγράματος, καλλιεργημένος, πολλά βαρύς― δεν αντιλαμβάνεται πως το έργο δεν χρειάστηκε καν να γραφτεί, χωρὶς αυτό να σημαίνει ότι του λείπει ο αναγνώστης.

Υπάρχει ήδη στον νου του Στίβενς ο οποίος βαδίζοντας καθημερινά προς το γραφείο του «έγραφε» τα ποιήματα στον αέρα και μετά καλούσε την γραμματέα του να τα υπαγορεύσει, να τα βάλει στο συρτάρι και πολύ αργότερα να πάρει το μολύβι για την απαραίτητη εξαέρωση...
Το βιβλίο, γράφει ο Valéry, έχει τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, τον χρόνο και το ίδιο του το περιεχόμενο: αυτό είναι βιβλίο, και αυτό δεν είναι διόλου η καλλιγραφική λεζάντα που ζωγραφίζει ο Μαγκρίτ: «Αυτό δεν είναι μια πίπα».
Το παράδοξο είναι πως το βιβλίο-πίπα περιέχει στον εαυτό του και αυτό που δεν είναι. Θέτει τέρμα στην εποχή του μέλιτος που γνώρισε με τη λογική αλληλουχία και με το «σύστημα» της αγοράς. Διότι εάν ένας βιβλιοθηκάριος συντάξει τον κατάλογο όλων των βιβλίων, ο κατάλογος αυτός (ως βιβλίο ο ίδιος) δεν θα συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του και συνεπώς δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως βιβλίο, παρά το ότι «αυτό είναι το βιβλίο και πάει γράφοντας; Πάει όμως και δεν πάει, γιατί ένας συνεχής ενδοιασμός (φόβος θανάτου) δεν επιτρέπει ακόμα να φτάσεις στο σημείο εκείνο του μη-ύφους όπου θα μπορούσες να αναρωτηθείς: «Μα, τι ήταν τελικά αυτό που έκανα σε όλη μου τη ζωή;»

Έχω την απάντηση: να επαναλαμβάνεσαι, αλλιώς.
Ίδιον της επανάληψης άλλωστε, δεν είναι η παραγωγή του δεδομένου αλλά της συνθήκης υπό την οποία παράγεται το άλλο,το διαφορετικό.
Η συγγραφή χρειάζεται μια μη-συγγραφή, μια παύση και μια σιωπή που θα την κατανοεί και θα την διευρύνει .
Το έχω πλέον ανάγκη.



ΥΓ. Τι είναι μία ανθολογία; Το ρητορικό ερώτημα θα ήθελα να το απευθύνω ειδικά στον Βασίλη Λαμπρόπουλο και συγχρόνως να το απαντήσω εγώ.
Σε μια ανθολογία επιλέγονται ποιήματα, όχι εγκεφαλογραφήματα του ποιητή. Οι λέξεις είναι που τον εκλέγουν ποιητή και όχι ο ανθολόγος. Αν είναι καλά τα ποιήματά του, όχι αν είναι καλός ο χαρακτήρας του και η διαγωγή του. Αλλιώς ο Πάουντ δεν θα έπρεπε ουδέποτε να ανθολογηθεί ή να εκδοθεί, εάν είχε κάποιος διακρίνει στην μαγνητική απεικόνιση του εγκεφάλου του, το στίγμα του φασίστα.
Η ανθολογία ναι, συγκροτείται, αλλά όχι η ποίηση. Και η ανθολογία δεν είναι θέμα γούστου (καλού ή κακού) αλλά θέμα γούστου με τον τρόπο που το εννοεί ο Ρεμπό και ο Μπαρτ, δηλαδή φρόνησης, κατά λέξη: sapientia.

_____________
Εργαλειοθήκη: "Boîte à outils", η ονομασία του «βιβλίου» από τον Μισέλ Φουκό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: