Του φεγγαριού γοερή σιωπή
κι ο τόπος κήπος της Γεθσημανή.
Ακούγονται τ’ αργύρια, η τιμή του αίματος.
Πέφτουνε ένα-ένα.
Πάλι ξεπουλάνε των Ελαιών το Όρος.
Λάδι του φεγγαριού, φωταύγεια ως δρόσος Αερμών
μούσκευε δέντρα, γυάλιζε και στίλβωνε βουνά
πλάσε τα κέρινα του ονείρου
με τρεμοσάλευτες γραμμές.
Λυγίζουνε σφαγμένοι οι κέδροι του Λιβάνου.
Ψυχορραγείς, αρχαία των Αγίων Γάζα, όλη τραύμα
του σεληνόφωτος η Γάζα, βουτηγμένη στ’ ουρανού το βάμμα
πασχίζει του αίματος να φράξει τον κρουνό
μα δεν τα καταφέρνει. Το φως
ουρλιάζει στην σιγή του, μουσκεμένο στο αίμα.
Αγαπημένη της Σελήνης Κόρη, Παλαιστίνη.
Τόποι του αγιάσματος, από τα χώματά σας
σάρκα έλαβε η σταυρωμένη αγάπη.
Τώρα, Κόρη, σε βιάζουνε και τα παιδιά σου
αθώα αρνιά στα χέρια του τζελάτη.
Γιασμίν, τα τέσσερα μωρά σου σκοτωμένα
μέσα σε σάβανα λευκά, πορφυρωμένα στο αίμα.
Τώρα η Σελήνη με το φως της τα στολίζει
τα πάει στα χέρια του Χριστού.
Ας σχίσει η ρομφαία, δίκοπη φωτιά
την μυρωμένη από τον πόνο σου καρδιά,
κι από τις διαφημίσεις λερωμένες τις δικές μας
ας τις κεντήσει.
Σιρέλ εσύ, ω σταφυλένιο της Ιουδαίας κορίτσι
δεν άντεξες. Βαριά και σιδερένια
η πέτρα του εφιάλτη και της φρίκης
όταν τελώνια αφρισμένα, λυσσαγμένοι σκύλοι
με τις ματσέτες πελεκούσανε τους φίλους γύρω
και ξεκοιλιάζαν και βιάζαν κι έπαιρναν κεφάλια.
Κρυμμένη με τ’ αγόρι σου και με ολάνοιχτα
τα μαυροκάστανά σου μάτια στης κόλασης τον σίφουνα
μέσα στις φυλλωσιές των θάμνων
δεν άντεξες την πέτρα να την κουβαλάς.
Τη μέρα που γεννήθηκες, δίψασες να πετάξεις
στη χώρα την αχώρητη, με μουσική φωτός
παντοτινή.
Της Παλαιστίνης αμπελώνα, θάλασσα της Γάζας
σε νύχτες σεληνοφεγγείς του ολέθρου
ο ματωμένος Ιησούς, πρόσφυγας, σταυρωμένος
με τον σταυρό βαρύ στον ώμο τριγυρίζει
και πάλι μυστικό ένα φως, η λύπη του ανεβαίνει
στον Γολγοθά κι ύστερα στον καινό τάφο
με κάθε σκοτωμένο στον Άδη κατεβαίνει.
Και η Σελήνη παίρνει από το φως του
βεβαιώνοντας πως η Ανάσταση θα’ ρθει.