________________
Μετάφραση και επίμετρο: Δημήτρης Κοσμόπουλος

ΧV.
Απέκτησαν μηχανικά φτερά.
Ελεύθεροι, μονάχοι σαν τους Κροίσους.
Απόμακροι σαν τους σοφούς, κάθε φορά
ορμούν στην πόλη, άγγελοι του μίσους
Δείχνουν την τέχνη τους. Μα αγνοούν
ότι οι μηχανές γεννιούνται από στείρες
ιδέες, μισητές. Και όλο προσπαθούν
να ρίξουν ρίζα στην ζωή. Διάλεξαν μοίρες
μη επιβεβλημένες, στα νησιά όπου ζουν.
Η γη μας διδάσκει πειθαρχία
Όμως, μπορούν, αν ζητούν ελευθερία
να την απαρνηθούν. Δέσμιοι να βρεθούν
καθώς στην μήτρα μιας μητέρας κληρονόμος
ανίκανοι, ενδεείς, να τους διώκει ο νόμος.
XXIII.
Όταν το πλήρες δίκτυο των πληροφοριών
των εχθρών μας τον θρίαμβο αναφέρει,
την πτώση οχυρών, την ήττα στρατιωτών,
την βία πανδαμάτειρα σ’ όλα τα μέρη,
την αδικία, πολυπλόκαμη ν’ απλώνει.
Όταν την γέννησή μας λάθος θεωρούμε:
Ας θυμηθούμε όσους μένουν έρημοι, μόνοι.
Το βράδυ ετούτο, έναν στην Κίνα ας σκεφτούμε
Έναν που χρόνους δέκα, δούλευε σιωπηλά,
Ώσπου, στο τέλος, οι δυνάμεις του μιλήσαν
Και κέρδισε όλης της οικουμένης τα καλά:
Ευγνώμονας, με της Πληρότητας την σκέψη
πήγε ― μια νύχτα σκοτεινή, μια νύχτα πίσσα
τον πύργο τον μικρό, σαν ζωάκι να χαϊδέψει.
Η πόρτα
Το μέλλον των φτωχών από μια πόρτα βγαίνει,
οι απορίες, οι νόμοι, οι δήμιοι με την στολή τους
η Μεγαλειοτάτη αυτοπροσώπως θυμωμένη
ο Τρελός κοροϊδεύοντας τους ανοήτους.
Μεγάλοι άντρες την κοιτούν λοξά
μην τύχει και το μυστικό τους φανερώνει,
χήρες με τα χαμόγελα ειρωνικά
μια βιαστική πλημμύρα που εξοντώνει.
Φοβισμένοι, την κρατάμε θεόκλειστη.
Της χτυπάμε πριν ο Χάρος να μας βρει.
Κι αν τύχει ν’ απομείνει ανοιχτή
Μπαίνει η Αλίκη, στην χώρα με τα θαύματα
που την προσμένει στου Ηλίου το φως. Και μικρή
όπως την βρίσκει, αρχινά τα κλάματα.
Μέσος άνθρωπος
Δούλευαν ―σκλάβοι― οι γέροντες γονείς
ο γιόκας τους, αξίως να φανεί
στην κοινωνία ― επάγγελμα ν’ ασκήσει
πλούτη κι ανέσεις να του εξασφαλίσει.
Μα από την αχαλίνωτή τους την φιλοδοξία
Έπαθε το ταλαίπωρο παιδί ασφυξία.
Δεν έχτισε την ποθητή καριέρα.
Μονάχα ήρωας θα τα ’βγαζε πέρα.
Λοιπόν, έμεινε δίχως χάρτη κι εφόδια
Η πιο κοντινή πόλη μίλια μακρυά του.
Ο πυρωμένος ήλιος έκαιγε τα σωθικά του.
Ζούσε σιωπή αβάσταχτη. Κοιτώντας κάτω
είδε του Μέσου Ανθρώπου τη σκιά
θαύματα να επιτελεί. Και το ’βαλε στα πόδια.
Ετοιμασίες
Μήνες προτού, τα πάντα είχαν παραγγελθεί,
Απ΄ τις καλύτερες εταιρείες.
Μηχανές, εργαλεία, είχαν αγοραστεί
Φάρμακα για την καρδιά, τις αλλεργίες.
Ένα ρολόι για τους βιαστικούς
γυαλιά ηλίου, της νυχτός οι λάμπες,
περίστροφα για τους προνοητικούς
γυαλιστερές για το σκοτάδι χάντρες.
Θεωρητικώς όλες οι περιστάσεις
καλύπτονταν στο ακέραιο. Αλλά μόνο
ότι δημιουργούσαν οι ίδιοι καταστάσεις.
Γιατί δεν δίνεις λαβή στον δολοφόνο,
Φράκο σ’ όποιον ντύνεται πρόχειρα,
Ή το περίστροφο σε μέλλοντα αυτόχειρα.