Από της Νυχτερινές εκτυπώσεις (Öötrükid, 2009)
[ Αδελφέ μου, σύντροφε μου ]
αδελφέ μου, σύντροφε μου
χωρίς εμένα, χωρίς εσένα δεν μπορούμε να προχωρήσουμε
σκεπτόμαστε μαζί
κι ας έχει κουραστεί ο ένας απ' τον άλλον
δεν είμαστε οι μόνοι στον κόσμο
μα το νιώθουμε έτσι
πάντα ένας από εμάς μιλά
λαξεύει ονόματα
το σούρουπο φωλιάζει στα πράγματα
μην ανάβεις φωτιά, άναψε κεριά
μη σπάσει το λυκαυγές
και μην κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη, στην πλήρη λάμψη
μόνο στην σκιά
τότε θα δεις τις γραμμές που δεν είχες δει ποτέ
δεν θα προσέξεις περιττά σύνορα
ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι
ποιο λοιπόν κυριαρχεί;
όλα λιώνουν μεταξύ τους ― και έτσι μπορείς
να δεις θολά το είδωλο σου
Σκέψεις και άνθρωποι
το πρωί σπρώχνει σκέψεις και ανθρώπους χαμηλά
η συνήθεια κυριεύει το συναίσθημα
ένας ακριβής ορισμός για κάθε ώρα, κάθε μέρα, κάθε εποχή
αλλά αν ανάψεις ένα κερί το πρωί, όταν είναι ακόμα σκοτεινά
και αφήσεις λίγο ελεύθερο το νου σου ή κοιτάξεις την φωτιά
μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου μακριά, για μια στιγμή παραπάνω
και μετά να πας στην στάση του λεωφορείου ή όπου να 'ναι
ή όταν τρέχεις να φτάσεις το τρένο
φαντάσου με ορμή να τρέχεις μεσ’ τα πεύκα
οι πιθανότητες να αλλάξουν ― οι αισθήσεις είναι πολλές
πρέπει να καταλάβεις την συνήθεια
και να επινοήσεις
πόσο υπέροχο
αυτό το πρωινό, που σαν αυτό δεν έχω ζήσει
η νέα ημέρα είναι σαν άγραφο φύλλο
[ Θύελλες ]
οι θύελλες περνάνε μες από κενά μάτια
μοναχική λύπη μοναχικού ανθρώπου
σπάει τη ραχοκοκαλιά της γης
και πίνει το μεδούλι της
ο βίσονας του πόνου, με κίτρινους γομφίους
αλέθει τα ερείπια των σύννεφων
στις αλέες μαγικών βροχών
και σπάνε αγκάθινα δέντρα
απαίσιο να στέκεσαι μόνος σου
εκεί που ούτε τα δέντρα δεν σου κρατούν συντροφιά
για να πιαστείς
ή να κρυφτείς πάνω τους
βαλτώδη βλέμματα κοιτούν απ’ τις εικόνες
μα δεν απαλύνουν τις αγανακτισμένες ματιές των παιδιών των ανθρώπων
όταν είναι μόνος ο καθένας γίνεται κανένας
μυριάδες πρόσωπα μπερδεύονται μαζί σε μια μουτζούρα
που είναι η έκφραση του Θεού εδώ;
ο νους είναι το λυγισμένο και σταχτερό γυαλί
το άδειο μπουκάλι που βρίσκεις στ’ αποκαΐδια
[ Στον άρτο ]
από που προέρχονται όλα αυτά;
βρήκα ντουλάπι στον μαύρο άρτο
τραπέζι στο γλυκό σάι*
μην πετάξεις αυτές τις κρούστες
κομμάτι, κομμάτι σε αυτές βρήκα την γραφομηχανή
πού και πού νιώθω στο σπίτι μου
όπως στο σπίτι του άλλου
όλα τα πράγματα στην θέση που τα θέλω
τοίχοι και πόρτες
και νιώθω ότι έφτασα στον τόπο μου
ίσως φιλεύω τον εαυτό μου, γνωρίζω τα αντικείμενα
όπως είναι
στην στιγμή, χωρίς μέλλον, χωρίς παρελθόν
και μετά δεν παίζει ρόλο
αν βρεθούν σε πίτα αλμυρή ή μελογεμισμένη
* Σάι: Γλυκό ψωμί, σαν τσουρέκι. Τρώγεται κυρίως σε γιορτές.
ΙΙ. Άλλα ποιήματα
[ 'Οταν η γη ήπιε λαίμαργα ήλιο και βροχή ]
όταν η γη ήπιε λαίμαργα ήλιο και βροχή
έβγαλε από την αρχέγονη μήτρα της τον καρπό ― εσένα και εμένα
συρθήκαμε αβοήθητοι στο στήθος της
προσπαθώντας να ρουφήξουμε από τη θηλή της
αλλά η μάνα ήταν νεκρή ― ο αγώνας της γέννησής μας
πολύ σκληρός για να τον αντέξει
σιωπή!
σήμερα είναι ο γητευτής καιρός
το χιόνι έχει καλύψει τη μαμά με ένα σάβανο
Δεν είναι ποτέ πολύ νωρίς ή πολύ αργά.
Βαδίζουμε ο ένας προς τον άλλον
μέχρι το μήκος του μηρού καλυμμένοι
κάνουμε έρωτα, ζαλισμένοι με την έκσταση του χιονιού
ώσπου, παπαρούνες φυτρώνουν την άνοιξη
από εμάς
τότε θα γελάμε όταν τα βετούλια θα μας μασάνε
με το ζεστό γαλατένιο στόμα τους
[ Ο τόπος των μοναχικών ]
τούτος εδώ είναι ο τόπος των μοναχικών, η παγωμένη θάλασσα του μηδενός.
επίστρεψε από εκεί που ήρθες
λευκό, απαλό, κρύο χαμόγελο
ξέρω πώς κολύμπησες εδώ μέσα σε χλωμό κυματισμό
συνεχώς αλλάζοντας
πράγματι, πώς έχει αλλάξει
ο χορός σου
ξέρω ότι νιώθεις μοναξιά
το μαζί είναι απλά μια ψευδαίσθηση
θα γίνεις ένα με τον κόσμο
και θα λησμονήσεις
άραγε χανόμαστε εδώ στην έρημο χωρίς σημεία
εδώ όπου χρειάστηκε ένα τίποτα για να γεννηθούν τα πάντα
η συνάντηση κατά τύχη
και ο γλάρος κάθεται στα κεφάλια μας
Μυστικές μεταμορφώσεις
ανοίγω το παράθυρο και αφήνω το νυχτόσκυλο να μπει
κατανοεί
ξαπλώνει στο χαλί
και με κοιτάζει με αιματηρό βλέμμα
ποιος πρέπει να λυτρωθεί;
ψιχαλίζει πορφυρή βροχή
και μια άκαμπτη γυμνή γυναίκα αναστενάζει στο σκοτάδι
η λοβοί της στάζουν
τεντώνω το χέρι μου· είναι όμορφη
χωρίζεται και γίνεται δυο
θέλω να γυρίσω
αλλά είναι γύρω μου σε δεκάδες ενσαρκώσεις.
δεν αγγιζόμαστε
απλά στεκόμαστε
με σώματα που λάμπουν και πλέκουν μάγια
ο εβένινος σκύλος κλαψουρίζει
μεταμορφώνονται σε κοράκια και πετάνε μακριά
Λυπάμαι.
ο σκύλος κοιτάει με ντροπή και φεύγει
Καταστάσεις σε οράματα
ξυπνάω και είναι ήδη νύχτα
το σπίτι τρίζει, είναι κρύο
οράματα τρεμοπαίζουν στον αέρα κι αυτός τα φυσά μακριά
άλλα μπαίνουν στην θέση του
λεπτή κλωστή φωτός που καίει μέσ’ το λαρύγγι
πόσο περίεργος, παράταιρος κι ωραίος είν’ ο κόσμος όταν τον βλέπεις
απ΄ το κέντρο του
η χιονόλευκη μύγα κάθεται υπομονετικά
στην λεκάνη του μπάνιου
και αναρωτιέται τι να κάνει με το διάφανο κεφάλι της
κάθε φορά που η Γη γυρνάει το πλευρό της για να κρύψει τον ήλιο
ακούω σφυρίγματα και τσιριχτό γέλιο
μιλώ όλη τη νύχτα, όλη τη νύχτα
όλη τη νύχτα, όλη τη νύχτα μέχρι να κορεστώ
αυτά τα μαραμένα λουλούδια έχουν το πρόσωπο της γριάς
που τόσο τ' αγαπούσε
το ταβάνι της καλύβας της ανθίζει ακόμα
νεκρά πέταλα βρωμάνε στο πάτωμα
δεν ξέρεις ποτέ το μέλλον των νεκρών
αλλά κάθε φορά που μου εμφανίζεται είναι στην μορφή σου
τώρα κρύβεις πεταλούδες στο φουστάνι σου
τι βλέπω;
σε παρατηρώ όπως γλείφεις την ουρά σου
Ω, τι γλύκα
όλα τα ζώα είναι γλυκά όσο
είναι μικρά
ή πολύ γερασμένα
η ουρά παραμένει. παραμένει.
και τώρα ήρθε η ώρα να εξομολογηθούμε όλοι την δικιά μας ύπαρξη
ρισκάροντας την ειλικρίνεια μας έναντι σε μηχανές
αφήστε με
να είμαι στην δικιά μου κατάσταση
δεν θέλω να σκεφτώ το μεγάλο μελανό νερό
θα καλέσω ένα όραμα
της φρέσκια αυγής
είμαι η κάθε διαδοχική κατάσταση.
Η μέρα ίσα φτάνει
μεταμορφώνομαι σε βάτραχο πουλί παιδί
ή σε γυμνό πέτρινο τείχος
καλυμμένο από σκόνη περασμένων εποχών
συγκρατεί οργισμένα νερά
και κρύβει μέσα του
μάτια λιμασμένα
αιρετικών που φτάσαν’ έως τον παράδεισο ζωντανοί
ή ίσως στέκομαι αναλλοίωτος
καρτερώντας την επιστροφή
σε μια διάφανη θάλασσα
και αρκούμαι σε βράχους
που κυλούν πάνω μου
υπάρχει πολύ οξυγόνο
που καταπίνει τα πάντα
η ασφυξία αγρικά το αίμα
για να νιώσει τα μονοπάτια του
το χιόνι ξεθαρρεύει στο σκοτάδι
και τρομάζει μες το φως
μαραμένα λουλούδια χαμογελούν
ρυτιδωμένα
η μέρα ίσα φτάνει
για να συνηθίσει το βλέμμα στο σκιόφως
[ Ζώα περιμένουν έξω στο κατώφλι ]
ζώα περιμένουν έξω στο κατώφλι
αναρωτιέμαι ― αν καταφέρω σήμερα να ξεγλιστρήσω
ή θα περιμένω ξανά έως αύριο;
στο τερέτισμα των τζιτζικιών χάνομαι
υπάρχουν άπειρες επιλογές
πρέπει απλά να διαλέξουμε, να βρούμε μία
σαν παίζουμε εβραϊκή άρπα
σήμερα εγώ θα γίνω άνδρας και παιδί
και συ κλαις γιατί σ’ αφήνω
ενώ τον εαυτό μου σε μια ιδέα εγκαταλείπω
που έχει μπαρκάρει από εδώ
εδώ και πολύ καιρό
πριν από πολύ, πολύ, πολύ καιρό