«Έθνος εξαιρετικά» V, VI

«Έθνος εξαιρετικά» V, VI

V

Ν.Π.

Με τα χέρια σταυρωμένα σαν ξερά κλαδιά
κάθεται στην πέτρα ο πεθαμένος.
Σε μια πέτρα με κρυμμένα μυστικά νερά
σταλαγμίτης λύπης ξεχασμένος.

Κι έχει δέντρο η πέτρα δίπλα σκοτεινό
που όλο γέρνει και λυγίζει να τόνε σκεπάσει.
Μαύρο γνέθει τη σιωπή του στο πρωινὸ
να του υφάνει χλαίνη φύλλων απ’ τα δάση.

Αφημένα, ρημαγμένα κι ορφανά
μέρη του Θεού καημένα στην αγρύπνια,
με των αγριμιών το κλάμα ψάλτε ωσαννά.

Και πουλιά κυνηγημένα σέ περάσματα στενά
μες στου στήθους πατουλιές κάθε νύχτα ξύπνια
να του πλέξετε τραγούδια ποταμίσια,

Με κελαηδισμό ξανά.


VI

† 31.12.2022

Του λέω «σε νόμιζα νεκρό, όμως βλέπω μιλάνε —όπως μου ’λεγες— οι πεθαμένοι». Αγέλαστος, με το τσιγάρο ν’ αναθρώσκει. Τινάζει τον ώμο να μη φύγει η χλαίνη, πέφτει χιόνι η σιωπή του. Κανείς δε μένει πια εδώ. Μήτε πουλί πετούμενο, μήτε φωνή διαβάτη. Ξεροβήχει μια. Ξερολιθιά γκρεμίζεται. «Εμείς, γυρίζουμε ’δ’ απάνου». Με σκουριασμένο γρέζι και κουβά ανεβαίνει η φωνή του. Από του πηγαδιού τα βάθη.

Λογγώσαν τα σπαρτά, φράξαν οι δρόμοι με βατώνες κι άλλα, αγκαθερά της λησμονιάς. Περάσανε σφαγές, ήρθανε πόλεμοι, εξορίες. «Εδώ γυρίζουμε κρυφοί μες στα μουγκά βουνά, νυχτόημερα στην Αρμυρή την Έρημο – δεν τέλειωσε ποτέ».

Του λέω «ο Νίκος συγχωρέθη στην Αμέρικα, σε καροτσάκι. Και τ’ άλλα τα παιδιά σου, η Παναγούλα στην Μελβούρνη με παιδόγγονα, Τάκης στη Γερμανία μ’ εγκεφαλικό».

Του λέω «υψώσανε κεραίες, σακατεύουν τον ορίζοντα. Με οθόνες φράζουνε το μέλλον, φαρμακωμένα ελιές κι αμπέλια. Τα παιδιά μας, άλλες φυλές. Κι ο τόπος, δες, ξερόφυλλο μες στου Βοριά τα κύματα». Φυσάει καπνό. Γύρω μυρίζει λιβανιά και ΜεγαλοΠαράσκευο.

«Εμεῖς γυρίζουμε ’δ’ απάνου».

Σβήνει σιγά-σιγά στην σκουριασμένη του φωνή.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: