Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ


72.

Στεκότανε κοιτάζοντας ο Χάρολντ παραπέρα.
Το γλεντοκόπι έβλεπε σεμνά ευχαριστημένος.
Όχι, δεν μίσησε ποτέ του τη χαρά τους και το μένος
Μ’ όλο που λίγα καταλάβαινε. Μα ένιωθε τον αέρα.
Δεν το ’βρισκε να ’ναι κακό μα μήτε και χυδαίο
Πολεμιστών την γιορτινή να χαίρεται στιγμή
Που άσεμνο δεν είχε χρώμα, αλλά λεβέντικη πυγμή
Σε ξέδωμα παλληκαρίσιο αντρών ωραίων.
Τα πρόσωπά τους λάμπανε μοιάζοντας φλογισμένα,
Τα μάτια τους ολόμαυρα αστράφταν λευτεριά,
Και των μαλλιών βόστρυχοι και πλοκάμια αναρριγμένα
Μέχρι την μέση κυματίζανε τρικυμισμένα.
Τέτοια αρμονία περήφανη, στην νύχτα αναμμένη
Μισό τραγούδι ρωμαλέο, μισή κραυγή υψωμένη.

Σκηνή από τον «Τσάιλντ Χάρολντ». Χαρακτικό του Robert Staines από τον πίνακα του Henry James Richter (1840)
Σκηνή από τον «Τσάιλντ Χάρολντ». Χαρακτικό του Robert Staines από τον πίνακα του Henry James Richter (1840)


73.

Ωραία Ελλάδα! Θλιβερό απομεινάρι δόξας
Κι αν δεν υπάρχεις σήμερα, αθάνατη όμως ζεις.
Είσαι τρανή. Κι ας είσαι πληγωμένη από τα τόξα.
Ποιος τα παιδιά σου σκορπισμένα στα πέρατα της γης
Θα τα οδηγήσει προς το φως σου το παράδοξο;
Ποιος θα γιατρέψει στην ψυχή τους την πληγή
Που άφησε εντός τους της δουλείας το λοξό
σπαθί; Πότε θα γεννηθούν ξανά ανδρείες γενιές
όπως εκείνοι οι παλιοί τους πρόγονοι που το σωστό
γνωρίζαν; Τραβούσανε στον θάνατο, όμως στα στενά
στις Θερμοπύλες πέσανε δίχως κέρδος και μισθό.
Ω Ελλάδα! Από το πνεύμα τους τώρα ποιος θα μεθύσει;
Κι από του Ευρώτα ποιος ξανά τις όχθες θα ορμήσει
Για να σου δώσει το αίμα του, να σ’ αναστήσει;              


ΕΠΙΜΕΤΡΟ:

Διασχίζοντας την ήπειρο, ο Βύρων σαγηνεύεται από τον τρόπο των Σουλιωτών. Η παλληκαριά τους τον αφήνει άναυδο. Τα γλέντια τους έχουν μιαν άλλη ιερότητα και παλληκαροσύνη. Ομολογεί πως αντίστοιχο ήθος δεν έχει ξανασυναντήσει. Και προχωρώντας για την συνάντησή του με τον Αλή-Πασά, συλλογίζεται και λαχταρά την ελληνική νεκρανάσταση. Και το ταξείδι συνεχίζεται. Άχρι πέρατος κελεύθους.
Δ.Κ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: