Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

XVI

Μα πού ειν’ ο Χάρολντ; Γίνεται να λησμονήσω
Του ζοφερού του πλάνητα τ’ορμητικό ταξίδι;
Μπαρκάρησε στο πλοίο παρατώντας πίσω
‘Οσα τους άντρες δένουνε στης λύπης το στασίδι.
Μήτε κάποια αγαπητικιά ήρθε να τον ζαλίσει
Κι ούτε φίλος δεν άπλωσε χέρι να χαιρετίσει,
Ψυχρό κι απόξενο, φευγάτο σ’άλλα μέρη, ήδη.
Μονάχα λίθινη καρδιά του κάλλους την γοητεία
Περήφανα περιφρονεί. Κι ο Χάρολντ με αηδία,
Για έναν κόσμο ολόγιομο αίμα και ντουφεκίδι,
Έφυγε. Είχε η καρδιά του τάφος καταντήσει
Κι εντός της είχε γίνει της τρυφεράδας η κηδεία.

ΧVII

Ποιός διάβηκε τους κυανούς τους δρόμους της θαλάσσης
Και δεν αντίκρυσε λαμπρή κι ολόφωτην εικόνα
Όταν η αύρα η τερπνή έχει όμορφα περάσει
Κι έχει φουσκώσει πάλλευκα –ενδύματα γοργόνας–
Γοργής φρεγάδας τα πανιά όπως φεύγει απ’ το λιμάνι,
Ξοπίσω της αφήνοντας δάσος κατάρτια. Κι όντας
Στον άνεμο του μπάρκου της, σ’ ενός φευγιού σεργιάνι,
Μακραίνουν τα καμπαναριά κι οι πύργοι και τα σπίτια
Κι η άμμος της ακρογιαλιάς. Μπροστά της οι πεδιάδες
Του πόντου, απέραντες, χλωρές και γύρω της δορκάδες,
Αγέλη κύκνων άσπιλων, μ’ αφρούς και με σειρίτια
Τ’άλλα καράβια ιστιοδρομούν, κύκνοι, πουλιά στο κύμα.
Και το χειρότερο σκαρί, με χάρη και με σείσμα
Στα αφρισμένα κύματα, την πλώρη του βουτά.

ΧVIIΙ

Κι ω! Ιδές τον πολεμόχαρο στα κήτη τους τον κόσμο
Θαύμασε τον αστραφτερό χαλκό των κανονιών,
Το διχτυωτό το πλέγμα στο κατάστρωμα, τον βόμβο
Απ΄ τις τραχειές κραυγές των προσταγών, χλαλοή, κακό,
Κι οι ναύτες ν’ άνεβαίνουνε αίλουροι στα κατάρτια–-
Άναυδος και κατάπληκτος μένει ο θεατής!
Του πλοιάρχου τα σφυρίγματα άκου, κι εκεί στα ξάρτια
Δες, να πετούνε των ναυτών ψυχές – ο χορός καλά κρατεί.
Λάμπει ο μαθητευόμενος νεαρός με τα γαλόνια
Μαλώνει με λαρυγγισμούς κι άλλοτε επαινεί,
Με το μαστίγιο μιας στριγγής και αιχμηρής φωνής
Το πλήρωμα που υπακούει σαν να τον είχε χρόνια.

ΧΙΧ

Ολόλευκο κατάστρωμα, ακηλίδωτο, στιλπνό
να λάμπει όπως το κρύσταλλο, να φέγγει σαν κοράλλι.
Άγρυπνος ο υποπλοίαρχος της βάρδιας, νάτος πάλι,
Κι ο πλοίαρχος αγέρωχος, εμπνέει τον σεβασμό
Στους κατωτέρους λιγομίλητος, ψηλά έχει το κεφάλι.
Κρατώντας την υπεροχή της αυστηράδας της μεγάλης
Έχει της νίκης τον αέρα, του θριάμβου κομπασμό.
Κι αν είναι ο νόμος τους σκληρός, στου κόσμου τον εσμό
Πιστοί του είναι οι Βρετανοί κι αρχή δεν έχουν άλλη.

ΧΧ

Φύσα, αγέρα δροσερέ κι άνεμε του πελάγου
Ω, φύσα, φούσκωνε πανιά, ώσπου ο ήλιος να δύσει
Στην γαλανή την αγκαλιά του πόντου να βυθίσει
Την τελευταία αχτίδα του, στον ήχο του σαλάγου!
Τότε πρώτη και λυγερή του στόλου, η ναυαρχίδα,
Θα λύσει τα λευκά πανιά, θα τα περιμαζέψει
Κι όπως στα ύδατα χάνεται κι η τελευταία αχτίδα
Θα περιμένει γύρω της τα πλοία να μαζέψει.
Αφόρητη η αργοπορία κι οι ναύτες δυσφορούνε
Νιώθοντας πιά να ξεψυχάει γλυκόδροση η αύρα.
Ώρες πολλές ως την αυγή αργόσυρτα κυλούνε
Κι οι σκέψεις τους στην θάλασσα πετούμενα είναι μαύρα.
Και τα καράβια ακινητούν κι άνεμοι κοιμούνται.
Όλα σταματημένα, ακίνητα, σιγούνε.

ΧΧΙ

Να τη η Σελήνη ανάτειλε! Νύχτα με ουράνια μάγια.
Αυλάκια πόσα ολόχρυσα, μαλαματένια ρυάκια.
Δίνουνε όρκους οι εραστές, στου ωραίου γιαλού τα βράχια
Σ’ ώρα ιερή και μυστική, οι κόρες σαν πουλάκια.
Άς ήτανε να πρόσμενε κι εμάς τέτοια χαρά
Σαν δώσει να γυρίσουμε από τ’ άγρια πελάγη.
Κι ο Αρίωνας τραχυδάχτυλος μας βάζει στα μεράκια
Και τ’ όργανο σ’ ένα ρυθμό όλο φλόγες το βαρά.
Ολόγυρα μαζεύονται ναυτάκια με λαχτάρα,
Κι όταν ακούσουνε σκοπό βαρύ, για τα φαρμάκια,
Της ναυτοσύνης τους καημούς, σηκώνουν μιάν αντάρα,
Χαρούμενα χορεύοντας, σα να’ταν στην στεριά.

XXII

Από της Κάλπης τα στενά αργοφάνηκαν τα βράχια
Της παραλίας οι απότομοι γκρεμοί κι ερημικοί.
Κοιτάζονται σ’άκρα σιωπή Ευρώπη κι Αφρική!
Μ’ ωχρή την λάμψη της η Εκάτη αχτίνες σπέρνει, στάχυα
Στης Ιβηρίας τις μαυρομάτες, στις εβένινες Μαυριτανές.
Στις Καστιλιάνικες ακτές, ιδές γλυκειές ανταύγειες
Να βρέχουν παιχνιδίσματα φωτός απ’ το αχανές.
Στο σεληνόφως μούσκεμα δάση, βουνά, πλαγιές.
Μα και στην χάση της τους Μαυριτάνικους βουνήσιους γίγαντες
Τους περιχύνει ίσκιους και φώς, από τις κορυφές
Μέχρι τις σκότεινες χαράδρες και τις ζοφερές
Τις παραλίες. Κι είν’ όλο χάδια και ματιές.

XXIII

Άπλωσε η νύχτα. Στην σιωπή η σκέψη φτερουγίζει
Σαν χελιδόνι στη φωλιά των περασμένων.
Στ’ αγαπημένα τα παλιά πετάει και τριγυρίζει,
Γιατί μας έχει αφήσει η αγάπη πεινασμένους.
Έρημη κι άραχλη η καρδιά πενθεί κι αναστενάζει
Αφού η ορμή της όνειρο, την είχε παρασύρει.
Ποιος θελημένα λύγισε στων χρόνων το μαράζι
Όταν ακόμα η νεότητα τού ανοίγει παραθύρι
Και κρεμασμένος προσδοκά του έρωτα το αγιάζι;
Όσες ψυχές αγάπησαν κι ήπιανε απ’ το ποτήρι
Με το κρασί του έρωτα, αν τύχει να ξεχάσουν,
Ο θάνατος, σαν η ψυχή τους πάει να γύρει
Δεν θα ’βρει τι να πάρει, τίποτε δεν θα χάσουν.
Νεκροί απ’ τα εδώ βαλτώνουνε, στο χρονοπατητήρι.
Άνθη της νιότης, χρόνια τρυφερά κι ευτυχισμένα,
Άχ! Να γινόμασταν παιδιά, ας ήταν στα γραμμένα.

XXIV

Στα υδατόπληκτα πλευρά του καραβιού γερμένοι
Αχόρταγα αντικρύζοντας την λαμπερή τη σφαίρα
Της Άρτεμης τον ιερό τον δίσκο, μαγεμένοι
Πώς καθρεφτίζεται στου Ωκεανού την πλατυτέρα
Κρυσταλλοσύνη, μένουμε βουβοί, σαγηνευμένοι.
Και ξαστοχάει γλυκά η ψυχή, ελπίδες, περηφάνια
Κι όλο πετά στα περασμένα, το πουλί το μεθυσμένο.
Ποιός, άραγε, θνητός, κι άς έχει στήθος τσακισμένο
Δεν λάτρεψε ένα πρόσωπο και δίχως του σε ορφάνια
Έμεινε, με το δάκρυ του να στάζει το θολό;
Και στην ανθρώπινη καρδιά, στο αίμα, στον πηλό
αγκιστρώνεται η σαγίτα, στήνονται δοκάνια.
Δεν ξερριζώνονται και μένεις καρφωμένος.

XXV

Όταν στους βράχους κάθεσαι, σ’όνείρου συλλογή
Τη θάλασσα την άσωστη κι απέραντη όταν βλέπεις,
Μέσα στα δάση τα ισκιωμένα η σιωπή όταν σ’ευλογεί
Σε μέρη όπου ανθρώπου πόδι να μολύνει δεν τους πρέπει,
Σαν σκαρφαλώνεις στα απότομα πανύψηλα βουνά
Όπου ποτέ δεν έπεσε το ανθρώπινο το βλέμμα
Κι όπου βοσκούν αγέλες δίχως μάντρες και ποιμένα,
Κι ακόμη όταν μονάχος μένεις σε στενά
Με καταρράχτες να αφρίζουνε ξεσπώντας-
Ναι! Σ’όλα ετούτα εντός, μονάχος όντας
Όμως δεν μένεις μόνος σου, γιατί σε κυβερνά
Η μαγεμένη φύση με τα κάλλη της κι ακέραιος περνάς
Από την μαύρη μοναξιά, τον δολερό της τον χειμώνα.

XXVI

Μέσα στου πλήθους την βουή και σε λαών συγκρούσεις
Εκεί αν γυρεύεις την ζωή να ιδείς και να ακούσεις
Κι αν κουραστείς απ’ όλα τούτα και πλάνητας γυρνάς
Δίχως κανείς να νοιάζεται για σένα, δίχως ν’ αγαπάς,
Ή αν σε κυκλώνουν κόλακες αισχροί και που μισούν
Φτωχούς και δυστυχείς, μα γλείφουν τους σπουδαίους,
Όταν δεν έχεις έναν φίλο από κείνους τους ωραίους
Όλο συμπάθεια, να τον εμπιστεύεσαι, να τον τιμάς,
Φίλο δικό σου, παραστάτη σ’ όσες κακοτυχίες θα’ρθούν
Να σου χαμογελά στα δύσκολα, να ’ναι η λύπη σου δική του κι η χαρά
Κι όχι άθλιους τριγύρω, καρφωμένους στο πουγγί σου--
Τότε μονάχος είσαι, καταμόναχος, στην ερημία την μουγκή σου.

XXVII

Χίλιες φορές πιο ευτυχείς στην ζωή τους οι ασκητές
Ψηλά στου Άθωνα σπηλιές και σε κορφές γιγάντιες.
Τους βλέπει ο προσκυνητής, ουράνιες λαμπρές μορφές,
Όταν σε ονείρου εσπερινούς, με λογισμούς ενάντιους
Τρέχει την θάλασσα να βρει, να νιώσει την δροσιά της.
Και στην αιθρία τ’ ουρανού το Όρος απελάτης.
Μα η λύπη στάζει μέσα του καθώς αναχωρεί
Από τα κάλλη ουράνια, τ’αρώματα, την δρόσο
Στενάζοντας μες στην ψυχή, σκεπτόμενος ότι μπορεί
Να ζήσει αληθινή ζωή κι ευλογημένη τόσο,
Γιατί το ξέρει, πως του κόσμου οι καλπικοι καιροί
Οι μισητοί, στην λησμονιά καίγονται και στη νόσο.

XXVIII

Μέσα στην άκρα σιγαλιά, μονότονη η πορεία
Υδατόστρωτους διατρέχουμε τους δρόμους της θαλάσσης.
Κλείνουνε αμέσως πίσω μας, σ’ ευδία ή τρικυμία
Δρόμοι της λήθης. Σβήνουνε το πλοίο σαν περάσει.
Μα τι να πω για τις φουρτούνες και για την γαλήνη
Γι’ ανέμους ούριους, θύελλες, την μάχη των στοιχείων.
Μες στα πλωτά τα κάστρα τους, των ναυτικών τα σμήνη
Αιώνες τώρα, από την λύπη της αβύσσου, των καταχθονίων
Βγαίνουν στην γλύκα της χαράς και πάλι απ’ την αρχή.
Περνούνε απ’ το ξεχωριστό, στο βολικό, στο ποταπό.
Ο αγέρας ώς τον ουρανό σηκώνει κύμα φοβερό.
Άλλοτε καταπέφτουνε σ’άπατα σκοτεινά νερά!
Ώσπου χαράζει μιάν αυγή, χαρούμενη φωτοβολά.
Ξεσπούν φωνές: – Στεριά! Στεριά! Κι όλα καλά!

XXIX

Να λησμονήσω πώς μπορώ, της Καλυψώς τις νήσους,
Λικνίζονται σαν αδελφές καταμεσίς στον πόντο.
Το πρόσχαρο λιμάνι τους φωλιά στους πελαγίσιους
Στους τσακισμένους σπιτικό. Τους δέχεται αρχόντους.
Έπαψε από παλιά η θεά με τους λυτούς βοστρύχους
Στα δάκρυα τους βράχους να μουσκεύει. Με του πόνου
Τα κλάματα για Κείνον, με πνιγμένους ήχους,
Με την ψυχή της ξάγρυπνη, με βογγητά και στόνους—
Τον Οδυσσέα που τόλμησε θνητή να προτιμήσει.
Μα εδώ ήταν κι ο Τηλέμαχος και το μεγάλο σάλτο
Έκαμε, όταν ο Μέντορας τον είχε αποβυθίσει,
Στα κύματα τα αλμυρά, αστραφτερά σαν σμάλτο.
Τους δυό τους ως στερήθηκε η Άνασσα των νυμφών
Διπλή τυλίχτηκε την λύπη των νερών.

XXX

Χάθηκε η βασιλεία της: Τα θέλγητρά της στάχτη.
Τα νιάτα είναι μπερμπάντικα. Ξένε, μην γελαστείς.
Στον θρόνο της Ανάσσης, μια θνητή ετάχθη—
Μην εμπιστεύεσαι. Με σύνεση οπλίσου. Μην παραδοθείς.
Κι ίσως αυτή να γίνει η νέα, δική σου, Καλυψώ.
Γλυκειά Φλωρέντσα!* Η εύπιστη καρδιά μου θα μπορούσε,
Όπως και τότε, κάρβουνο να σιγοκαίει λειψό
Απ’ τα γλυκά τα νάζια σου και πάλι να μεθούσε,
Να σ’ έπινα ολόγλυκη, γιατί τόσο διψώ.
Μα η καρδιά μου μαύρη από την λύπη είναι, παραιτημένη,
Έχει αποδιώξει του έρωτα κάθε κελαηδισμό,
Και δεν τολμάει θυμίαμα ανάξιο στον βωμό
Να σου αποθέσει. Μήτε μπορώ να βλέπω σκλαβωμένη
Την τρυφερή ψυχή σου, μόνη στον χαμό.

*Είναι η Spenser Smith. Ο Βύρων την ερωτεύθηκε στην Μάλτα.


Επίμετρο

Η Προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ, συνθετικό έργο του Λόρδου Βύρωνος, αποτελείται από τέσσερα άσματα. Το δεύτερο άσμα, η μετάφραση του οποίου παρουσιάζεται εδώ κατά τμήματα, εκτείνεται σε 928 στίχους. Το έργο φράφεται ανάμεσα στα 1809-1817. Όλα αυτά τα χρόνια ο Βύρων κλυδωνίζεται μέσα στα κύματα της αναταραγμένης πραγματικότητας στην αποικιοκρατική Βρετανική Αυτοκρατορία. Αηδιασμένος από την ηδονοκρατούμενη και παρηκμασμένη τάξη του, αναζητεί με πάθος την αυθεντικότητα. Φύση ανυπότακτη και παράφορα πυρετική, αντιλαμβάνεται την ανάγκη μιας σύνθεσης ποταμικής, η οποία θα κρυσταλλώνει μορφικά το ζητούμενο της ζωής του, όπως εκφράζεται στην παρακάτω τοποθέτησή του:

«Ο αληθινός και μεγαλύτερος σκοπός της ζωής είναι η αίσθηση. Να αισθανόμαστε πως υπάρχουμε, ακόμα και με τον πόνο. Το θρηνητικό κενό της ζωής στην Ευρώπη, μας ωθεί στο παιχνίδι, στον πόλεμο, στο ταξίδι. Σε πράξεις έντονα αισθητές, που η μεγαλύτερη σαγήνη τους είναι η ταραχή της έντασης, που τις συνοδεύει.»

Αυτό το ταξίδι είναι η Προσκύνηση. Το έργο τούτο δεν είναι έργο γραφείου. Άλλωστε το τονίζει και ο ίδιος: «Μου είναι αδύνατο να περιγράψω σκηνές και καταστάσεις άγνωστες σε μένα, καθισμένος αναπαυτικά δίπλα στο τζάκι μου…». Είναι έργο ενός Πλάνητα, ενός αλήτη και φυγά από την θανατερή μούχλα της φιλελεύθερης αριστοκρατικής τάξης του. Φυγάς θεόθεν και αλήτης. Και γράφεται, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, καθ΄οδόν, στη θάλασσα, σε διαφορετικές χώρες. Κυνηγημένος από τα φαντάσματά του, από τις πληγές της παιδικής του ηλικίας, με τις κραυγές της μητέρας του πως είναι «κουτσό κακομαθημένο παιδί», ο Λόρδος Βύρων, αναζητώντας την αυθεντικότητα, αναζητώντας εν τέλει το απωλεσμένο νόημα της ζωής. Εκείνο που θα τον λύτρωνε από την φυλακή των αριστοκρατών και από τα παιδικά βάσανα. Κατά έναν βαθύτερο και διακριτό σ’ όλο το μήκος και το πλάτος του έργου τρόπο, ο Βύρων προσκυνά με τη «στάση την τρομαχτική του αθώου» (Ελύτης), μέσα από τον Ωκεάνειο ρυθμό που τον συνέχει, το θαύμα της ζωής και το νόημα που ζητά. Κι αυτή η Προσκύνηση, βρίσκει την «καλή και την γλυκειά της ώρα», όταν έρχεται πρώτη φορά στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, (1809-1812). Εδώ βρίσκει τις λάμψεις του μυστηρίου της όντως ζωής. Εδώ επιλέγει να πεθάνει. Στο αλωνάκι του Μισολογγιού. Αλλά η Οδύσσεια συνεχίζεται. Και στα μέρη 16-20, ο Βύρων – Οδυσσέας, φθάνει στον Άθωνα και στο νησί της Λευκάδας, των Φαιάκων. Μυρίζεται την δική του Ιθάκη.

Δ. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: