Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

Τέρνερ: «Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ», 1823
Τέρνερ: «Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ», 1823
Μέρη 54 και 69

————————
Μαγεμένος, στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, ο Βύρων αφήνει πίσω του έννοιες και βάσανα, « όπως το δέρμα του φιδιού» γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά. Η ψυχή του βρίσκει στο τοπίο και στους ανθρώπους εκείνες τις ανομολόγητες
αναλογίες, για να μιλήσουμε με την ορολογία και την γλώσσα του Ελύτη. Η γονιμοποίηση γεννά τους λαμπερούς λυρικούς καρπούς, ενός βασανισμένου ανθρώπου και ενός σπουδαίου λυρικού τεχνίτη. Ταξιδεύει για να βρει το πεπρωμένο νόημα της ζωής του. Σε μιαν Ελλάδα υπόδουλη, που λαχταρά να της δώσει τη ζωή και το θάνατό του.

Δ.Κ.

————————


54.
Πί­σω του αφή­νει την πλα­τειά κι αρ­χαία γη της Ηπεί­ρου.
Πώς γα­λα­νί­ζουν στην μα­τιά τα μα­κρυ­νά βου­νά.
Κου­ρά­στη­κε πια να κοι­τά στις κο­ρυ­φές του απεί­ρου,
Το βλέμ­μα του κα­τά­κο­πο στην κοι­λά­δα γυρ­νά.
Στα πε­δι­νά, της άνοι­ξης να ’χουν ντυ­θεί τα κάλ­λη
Να ’χουν βα­φτεί στα πρά­σι­να τα χρώ­μα­τα της γης.
Μα ναι! Του κά­μπου η ομορ­φιά μια χά­ρη έχει με­γά­λη.
Δεν εί­ναι τα­πει­νό­τε­ρη στην ώρα της σι­γής.
Με σεί­σμα­τα, λυ­γί­σμα­τα, υδά­τι­νο ένα φί­δι
Κυ­λά­ει αρ­γός, πε­ρή­φα­νος, κύ­μα­τα ο πο­τα­μός.
Κα­τρα­κυ­λά­ει τα δέ­ντρα του το δά­σος κι όλο σκύ­βει
Γερ­τό στις όχθες κι οι ίσκιοι τους σ’ ενός χο­ρού χα­μό,
Σ’ υδά­των ιε­ρή αγκα­λιά, χο­ρεύ­ουν λυ­γι­σμέ­νοι.
Ίσκιοι στην με­σο­νύ­χτια, άγια ώρα δο­σμέ­νοι
Σμί­γουν ερω­τι­κά αχτί­δες απ’ του φεγ­γα­ριού το φως.

                                                          *

69.
Κι όταν απο­χαι­ρέ­τι­σε ο Χά­ρολντ τ’ άγρια μέ­ρη
Με τα πε­ρή­φα­να βου­νά και τους γεν­ναί­ους αν­θρώ­πους,
Οι δρό­μοι γύ­ρω γέ­μι­σαν λη­στές σ’ όλους τους τό­πους.
Με το τσε­κού­ρι, την φω­τιά, τους έφερ­νε τ’ αγέ­ρι.
Παίρ­νο­ντας τό­τε μια πι­στή κι άφο­βη συ­νο­δεία
Από Σου­λιώ­τες, παλ­λη­κά­ρια και λε­βέ­ντες,
Που με­γα­λώ­σα­νε με πό­λε­μο, όχι με κου­βέ­ντες,
Δια­βή­κα­νε λόγ­γους και δά­ση της Ακαρ­να­νί­ας
Και δεν απο­χω­ρί­στη­καν πα­ρά μο­νά­χα όταν
Φτά­σα­νε στ’ αρ­γυ­ρά τα μέ­ρη που ο Αχε­λώ­ος χυ­νό­ταν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: