Οκτώ ποιήματα

Τα αποδιδόμενα εδώ ποιήματα του Γέητς, του «μεγαλύτερου αγγλόφωνου ποιητή της εποχής μας», κατά την γνωστή τοποθέτηση του Έλιοτ, είναι επιλεγμένα από διαφορετικές φάσεις της ποιητικής του ανέλιξης. Ο Γέητς, όπως κάθε μεγάλος ποιητής, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι μονομερής ή προσηλωμένος σε μια περιοχή της ζωής και της ιστορίας. Είναι βαθειά μεταφυσικός –θα ήταν ακριβέστερο να πούμε: υπερβατικός– και ταυτοχρόνως βαθύτατα χθόνιος. Το στοιχείο το οποίο συνέχει το ποιητικό του σύμπαν, είναι μια πολυπρισματική καθολικότητα, η οποία διέπεται από την οργανική στην ιδιοσυγκρασία του ανάγκη να μεταμορφωθεί ο άνθρωπος, ο κόσμος και ο χρόνος του μέσα στην βαθύτερη ενότητα των πάντων. Μια ενότητα που επανασυνδέει στην εποχή του, εποχή του εργαλειακού ορθολογισμού και του θετικιστικού φετιχισμού των ιδεολογικών συστημάτων, το ενθάδε με το επέκεινα, την ιστορία με τις πηγές της νοηματοδοτήσεώς της, την ζωή και με τον θάνατο ως εκφάνσεις του μυστηρίου της ύπαρξης.
Ο λυρισμός του Γέητς δεν είναι θεωρητικό σχήμα. Είναι πραγματωμένο μορφικό κατόρθωμα, συνεχώς αυτοανανεούμενο, μέσα στην ευρηματική χρήση των μορφών της αγγλοσαξωνικής προσωδίας. Ρομαντικός και συνάμα είρωνας, σάρκινος και συνάμα αιθέριος, ο ποιητικός κόσμος του μπορεί σήμερα, εάν μελετηθεί και συγκερασθεί με τα σκιρτήματα της σύγχρονης ζωής, να τροφοδοτήσει την ποιητική έκφραση με νέους τρόπους, (έξω από αναμηρυκασμούς, ρετρό πιθηκισμούς και εγκεφαλικές φασόν κατασκευές νομοκανονικού τύπου, οι οποίες αποτελούν τον ένα πόλο της σημερινής παρακμής, ισοδυνάμως ατελέσφορο με την δήθεν «ελευθερόστιχη» ασυναρτησία).
Το μεγάλο στοίχημα για τον μεταφράζοντα, είναι να διασωθεί η προσωδιακή ρώμη του πρωτοτύπου, αναπλασμένη μέσα στην προσωδιακή παράδοση της δικής μας γλώσσας.
————Δ.Κ.

Αθανάσιος Κίρχερ, «Οedipus aegyptiacus» (1652)
Αθανάσιος Κίρχερ, «Οedipus aegyptiacus» (1652)

Τρελοκόριτσο

Κείνο το τρελοκόριτσο, μια αυτοσχέδια μουσική
Ωσάν ποίημα χορεύοντας στην άκρη της θαλάσσης
Θα ’λεγες η ψυχή της από το κορμί είχε πετάξει
Να, το κορίτσι σκαρφαλώνει, πέφτει εδώ κι εκεί
Κρύβεται καταμόναχο στου καραβιού το αμπάρι
Δηλώνω εγώ ευθαρσώς, τούτη την κόρη με το γόνατο σπασμένο
Κάτι, μιαν αύρα αγέρωχη, πανέμορφη την έχει πάρει
Κάτι που βρέθηκε ηρωικά, από καιρό χαμένο.

                                        *

Και τι σημαίνει πως την χτύπησε καταστροφή
Πάρθηκε απ’ άνεμο μουσικής απαρηγόρητης
Στον λαμπερό θρίαμβο της πληγής της πιότερο όμορφη
Ανάμεσα στα έρημα καλάθια, στα δεμάτια μόνη της
Με μιαν αλλόκοσμη φωνή έπιασε το τραγούδι:
«Θάλασσα αχόρταγη, ποθείς κι εμένα το λουλούδι».

Το σπηρούνι

Φριχτό σας μοιάζει ότι ο θυμός και η λαγνεία
Στήσαν τρελό χορό στην γέρικη μου ανία.
Όχι, δεν με ταλάνιζε τέτοια πανούκλα νέο.
Μ’ άλλη, να με κεντρίζει πιά δεν είναι αιτία
Να σπηρουνίζει, το τραγούδι μου να λέω.

Γλυκειά χορεύτρια

Κόρη χορεύοντας πηγαίνει δροσερή
Στην απλωσιά του κήπου την χλοερή

Και στην βραγιά, φυλλόσπαρτη και φρεσκοθερισμένη.
Δραπέτευσε απ’ την νιότη τη φαρμακωμένη

Ξέφυγε από του πλήθους της το βουητό
Από του μαύρου νέφους το μουγκανητό.

Χορεύτρια, εσύ, ω γλυκειά χορεύτρια.

                                  *

Ανίσως κάτι αλλόκοτοι απ’ το σπίτι της περάσουν
για να την πάρουνε μακρυά – όχι μην τους το πείτε

πως μες στην τρέλα της ευτυχισμένη θα την βρείτε.
Με περισσήν ευγένεια κάντε να την ξεχάσουν.

Την κόρη αφήστε να τελειώσει τον χορό.
Ω, εσύ, χορεύτρια, ω γλυκειά χορεύτρια.

Πολιτική

Στους χρόνους μας η μοίρα των ανθρώπων
φανερώνει το νόημά της με όρους πολιτικούς.
                                                                                                                                            ΤΟΜΑΣ MAN

Μα πώς μπορώ, με το κορίτσι να στέκει εκεί
Να προσηλώσω την δική μου προσοχή

Στη Ρωμαϊκή ή στη Ρωσική
Ή ακόμα στην ισπανική πολιτική;

Μα, ιδού, ένας πολύς, πολυταξιδεμένος
Σε όλα ετούτα αγρίως εκπαιδευμένος

Να κάποιος που τα πάντα τα κατέχει
Ένας πολιτευτής, ορίστε, να

Κάποιος που διάβασε και σκέφτηκε πολλά
Κι ίσως τα όσα λένε να ’ναι αληθινά
Για πόλεμο ή για πολέμου τύμπανα
Αλλ’ αχ! ας ήμουν νέος όπως παλιά

Και να κρατούσα το κορίτσι αγκαλιά.

H άδεια κούπα

Μια κούπα βρήκε ένας τρελός
από την δίψα του σκασμένος
μόλις τα χείλη του έβρεξε
κι έλεγε, ο σαλεμένος

πως αν τραβούσε μια γουλιά
θα ’σπαγε η δόλια του καρδιά.
Οχτώβρη βρήκα εγώ την κούπα
στεγνή, ένα καύκαλο, όπως σού ΄πα
κι αποτρελάθηκα ο φτωχός
άνεμος ο ύπνος μου, καπνός.

Ανθρώπινη αξιοπρέπεια

Φεγγάρι λάμπει η ευγένειά της
(Αν έχει στάλα ευγένεια στην καρδιά της

κάποια με κατανόηση μόνο για τα μάτια)
Κυρία μ’ όλους προσηνής

Σαν να ’ναι η θλίψη μου σκηνή
Σε τοίχων ζωγραφιές κομμάτια.

                          *

Έτσι, λοιπόν, στέκομαι ένα λιθάρι
Κάτω από τσακισμένο δέντρο
Απ’ της καρδούλας μου το κέντρο
Ας είτανε να βγει με χάρη
Κραυγή, πουλί προς το φεγγάρι
να συνεφέρω λίγο, αλλά –
η αξιοπρέπεια με σφαλά.

Η γοργόνα

Γοργόνα βρήκε, μια φορά, νέον κολυμβητή
Τον άρπαξε, τον ήθελε δικό της
Κι έσμιξε το κορμί του στο κορμί της
Και γέλασε. Και μια βουτιά έριξε πατωτή
Για τα βαθιά. Λησμόνησε στην άσπλαγχνη χαρά της
Ότι ακόμη κι οι εραστές, πνίγονται στα νερά της.

Ο ποιητής στην αγαπημένη του

Με χέρια ευλαβικά, ταπεινωμένος φέρνω
των αναρίθμητων ονείρων μου βιβλία
–λευκή, το πάθος σ’ έχει ενδυθεί, γυναίκα λεία
καθώς παλίρροια σιγοτρώει τον άμμο τον δαρμένο–
με την καρδιά μου αρχαιότερη απ’ του Καιρού το κέρας
ξέχειλο από την φλόγα της νυχτός και της ημέρας.
Λευκή γυναίκα, οπτασία των απροσμέτρητών μου ονείρων
στίχους φλεγόμενους του πάθους σου κομίζω, των ψιθύρων.

————————————————
Άλ­λες ανα­φο­ρές στον Γέ­ητς: του Δ. Κο­σμό­που­λου (και εδώ), του Θ. Χα­τζό­που­λου

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ουί­λιαμ Μπά­τλερ Γέ­ητς ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: