Δύο ποιήματα

————————————————————

Η βαριά αρκούδα που προχωράει μαζί μου


Η βαριά αρκούδα που προχωράει μαζί μου,
Λεκιασμένη στο πρόσωπο από μέλι,
Πατάει άχαρα κι αδέξια εδώ και ΄κει,
Κι είναι παντού το κεντρικό μοτίβο,
Αυτή η πεινασμένη, ηττημένη, αγροίκα αρκούδα
Που ειν’ ερωτευμένη με ζαχαρωτά, με τον θυμό, τον ύπνο,
Ένα τρελό παιδί για όλες τις δουλειές που τα μπερδεύει όλα
Σκαρφαλώνει στο κτίριο, κλωτσάει στο ποδόσφαιρο,
Τον αδελφό του εγκλωβίζει στην φορτωμένη με το μίσος πόλη
Αναπνέοντας δίπλα μου, αυτό το ζώο το βαρύ,
Αυτή η βαριά αρκούδα που στο πλάι μου κοιμάται,
Ουρλιάζει στον ύπνο της για ένα κόσμο ζάχαρης,
Για μια γλυκύτητα εσωτερική όμοια μ’ αγκαλιά νερού,
Ουρλιάζει στον ύπνο της για το σφιχτό σκοινί
Που χαλαρώνει και τα σκοτάδια από κάτω χάσκουνε
– Πανικόβλητος ο υπερόπτης που κορδώνεται,
Ντυμένος το κουστούμι του με φουσκωμένο τον καβάλο,
Αγωνιά να σκέφτεται πως το τρεμουλιαστό του κρέας
Στο τέλος θα πρέπει να σκιρτήσει σ’ ένα τίποτα.
Αυτό το ζώο το αναπόφευκτο μαζί μου προχωρά,
Ήδη μ’ ακολουθεί από το έρεβος της μήτρας,
Κινείται όπου κινούμαι, διαστρεβλώνοντας τα νεύματά μου,
Μια γελοιογραφία, μια πρησμένη σκιά,
Του πνεύματος ένας βλακώδης κλόουν,
Μπερδεύει και προσβάλλει με την σκοτεινιά του,
Κρυφή ζωή κοιλιάς κι οστού,
Θολά, πολύ κοντά, μες στα προσωπικά μου, άγνωστο,
Παλεύει ν’ αγκαλιάσει την αγαπημένη μου
Που μαζί της θα περπάταγα χωρίς αυτό από δίπλα,
Χυδαία την αγγίζει, αν και μια μόνο λέξη
Θα γύμνωνε την καρδιά μου και θα με έκανε σαφή,
Σκουντουφλάει, σπαρταρά και αγωνίζεται να ταϊστεί
Με σέρνει μαζί του καθώς το στόμα του ανοιγοκλείνει,
Εν μέσω εκατοντάδων χιλιάδων όμοιων μ’ αυτό,
Η οχλαγωγία της πείνας παντού.


Ήσυχα περπατάμε αυτή την μέρα του Απρίλη

Ήσυχα περπατάμε αυτή την μέρα του Απρίλη,
Της μεγαλούπολης η ποίηση εδώ κι εκεί,
Στο πάρκο άποροι και άλλοι με λεφτά,
Παιδάκια που κραυγάζουν, έν’ αυτοκίνητο,
Φυγάδες γύρω μας, που δραπετεύουν μακριά,
Ανάμεσα περνάν απ’ τον εργάτη και τον πλούσιο
Όλες οι αποστάσεις έχουν έναν αριθμό
Είναι το χίλια εννιακόσια τριάντα εφτά τώρα,
Μας πήραν μακριά πλήθος υπέροχων αγαπημένων
Τι θ’ απογίνουμε εσύ κι εγώ
(Αυτή ειν’ η σχολή που μέσα της μαθαίνουμε…)
Εκτός απ’ την φωτογραφία και μια θύμηση;
(...ότι ο χρόνος στις φλόγες μιας πυράς μας παραδίνει.)
(Αυτή ειν’ η σχολή που μέσα της μαθαίνουμε…)
Που ειν’ ο εαυτός μου μέσα σ’ αυτή την πυρκαγιά;
Είμαι τώρα αυτό που υπήρξα τότε,
Αυτό που πρέπει να υποφέρω για να πράξω πάλι,
Για την θεοδικία έγραφα στις μέρες μου του γυμνασίου
Που ανακεφαλαίωσε όλη μου τη ζωή από βρέφος,
Αστράφτουν τα παιδιά καθώς φωνάζουν τρέχοντας
(Αυτή ειν’ η σχολή που μέσα της μαθαίνουνε…)
Πλανεμένα στους αιώνες από παιχνίδι εφήμερο!
(...ότι ο χρόνος στις φλόγες μιας πυράς τα παραδίνει.)

Αχόρταγη η βιασύνη τους, μια φλογισμένη ανέμη!
Που ειν’ ο πατέρας μου και που η Ελεανόρ;
Όχι που είναι τώρα, ήδη χρόνια επτά νεκροί ,
Αλλά τι ήταν κάποτε;
Δεν έχει άλλο; Δεν έχει πιο πολύ;
Απ’ το χίλια εννιακόσια δεκατέσσερα μέχρι τη μέρα σήμερα,
Ο Μπερτ Σπίρα κι η Ρόντα καίγονται, καίγονται,
Όχι που είναι τώρα (πού είναι τώρα;)
Αλλά τι ήταν κάποτε, τόσο πανέμορφοι κι οι δύο;
Κάθε λεπτό εκρήγνυται σ’ ένα δωμάτιο που φλέγεται,
Γυρίζει η μεγάλη σφαίρα μες στην ηλιακή φωτιά,
Εκσφενδονίζει μακριά και το ασήμαντο και το μοναδικό
(Πως λάμπουν έτσι τ’ αντικείμενα! Πως γίνονται φωτοβολίδες!)
Είμαι αυτό που ήμουν τότε;
Μακάρι αέναα ν’ αποκατασταθεί η μνήμη
Το χρώμα το ελάχιστο τής πιο μικρής ημέρας:
Ο Xρόνος είναι η σχολή που μέσα της μαθαίνουμε
Ο Xρόνος είναι η πυρά που μες στις φλόγες της μας παραδίνει.

Δύο ποιήματα

Ο Delmore Schwartz γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 8 Δεκεμβρίου του 1913. Ήταν Αμερικανός ποιητής, διηγηματογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Διακρίθηκε για την λυρική καταγραφή της αλλοτρίωσης και της αναζήτησης της ανθρώπινης ταυτότητας. Τα διηγήματά του είναι κυρίως αυτοβιογραφικά, ενώ στα ποιήματά του θέτει φιλοσοφικούς προβληματισμούς. Έδωσε μεγάλη έμφαση στην απόσταση που χώριζε την γενιά του, την γενιά της μεγάλης ύφεσης, από την προηγούμενη, που έβλεπε την Αμερική σαν χώρα ελευθερίας και μεγάλων ευκαιριών. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin, στο New York University και στο Harvard. Παντρεύτηκε δύο φορές και χώρισε.
Το πρώτο του βιβλίο, «In Dreams Begin Responsibilities» (1938), που τον έκανε αμέσως διάσημο, εκτός από το ομότιτλο διήγημα, περιελάμβανε και κάποια ποιήματα αξιοσημείωτου λυρισμού και φαντασίας. Άλλα έργα του που εκδόθηκαν ήταν το «Shenandoah» (1941),θεατρικό έργο σε στίχους, το «Genesis, Book I (1943), ένα μακρύ ποίημα ενδοσκόπησης που, όμως, δεν πήρε καλές κριτικές προς μεγάλη απογοήτευση του Schwartz, το «The World Is a Wedding» (1948) και το «Successful Love, and Other Stories» (1961), διηγήματα που περιέγραφαν την ζωή των μεσοαστών Εβραίων της Αμερικής εκείνων των χρόνων. Το 1959 εκδόθηκε το «Summer Knowledge: New and Selected Poems», (1938-1958), για το οποίο κέρδισε το βραβείο Bollingen Prize.
Η δουλειά του Schwartz επαινέθηκε θερμά από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της εποχής του, μεταξύ των οποίων ήταν ο T.S. Eliot, ο William Carlos Williams και ο Ezra Pound και θεωρήθηκε ένας από τους πιο ταλαντούχους ποιητές της γενιάς του. Δυστυχώς ο ίδιος δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει ούτε την φήμη που απέκτησε σε νεαρή ηλικία, ούτε την επιτυχία του, λόγω της ψυχικής ασθένειας που τον βασάνιζε και του αλκοολισμού. Τα τελευταία του χρόνια ζούσε τόσο απομονωμένος σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Νέα Υόρκη, ώστε όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 11 Ιουλίου του 1966, πέρασαν δύο ημέρες μέχρι να αναγνωριστεί το πτώμα του.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: