Τρία ποιήματα

Λονδίνο, καλοκαίρι 1930. O Γέητς με τη σύζυγό του Georgie Hyde-Lees και φίλους. (Φωτ. Ο. Μοrell· Λονδίνο, National Portrait Gallery)
Λονδίνο, καλοκαίρι 1930. O Γέητς με τη σύζυγό του Georgie Hyde-Lees και φίλους. (Φωτ. Ο. Μοrell· Λονδίνο, National Portrait Gallery)

1. Η Κατάρα του Αδάμ

Καλοκαιριού ξεψύχισμα, καθόμασταν αντάμα
Εσύ, εγώ και η πανέμορφη φιλενάδα – ένα θαύμα
Τόσο απαλή: Για την Ποίηση μιλούσαμε.
Είπα: «Κάποτε ο στίχος, ώρες παίρνει, που ποθούσαμε
Όμως, όταν δεν έχει λάμψη και του νου μας άστραμμα
Μηδενικό έχει γίνει όλο το ράψιμο, το ξήλωμα.
Χίλιες φορές καλύτερα, γονατιστός ως το μεδούλι
Να σφουγγαρίζεις πάτωμα κουζίνας, μεροδούλι
Πέτρες καλύτερα να σπας, γέροντας και φτωχός
Χειμώνα, Καλοκαίρι, με κρύο με ζέστη, δύστυχος –
Αλλά ν’ αρμόζεις ήχους και φωνές σιωπής γλυκειές
Είναι δουλειά τυραννική, πιότερο απ’ όλες τις δουλειές
Άσε ότι τεμπέλη, χασομέρη σε φωνάζει με βουή ο εσμός
Παπάδες, Τραπεζίτες, Δάσκαλοι – ένας σεισμός
Από του κόσμου –όπως τους λένε–  τ’ αγκωνάρια».

                                          *

                                                                      Τότε καθάρια
Η ωραία Εκείνη, η απαλή γυναίκα – για το δικό της το χατήρι
Πολλών θα σπάσει ο πόνος την καρδιά σαν γυάλινο ποτήρι
Απάντησε: « Γυναίκα αν γεννήθηκες, γνωρίζεις από χέρι
Όσα δεν σου ‘δειξαν σε τάξεις, στων σχολείων τα μέρη
Την ομορφιά δε βρίσκεις, δίχως να ματώσεις».
Κι απάντησα: «Τίποτε πιο ακριβό δεν έχει για να πάρεις και να δώσεις
Απ’ όταν έπεσε ο Αδάμ, δίχως στην άσκηση να λυώσεις.
Αγάπησαν πολλοί, θαρρέψανε πως είν’ η αγάπη
Μείγμα από ευγένειες και αβρότητες – καλοί τρόποι,
Βαρυαναστέναζαν και με το μάτι πλανταγμένο
Αναμασούσανε παλαιών βιβλίων περιστατικά, χρυσοδεμένων
Μα στον καιρό μας τούτα μοιάζουνε μάταια και πεζά».

                                                        *

Σιωπήσαμε ήσυχα στ’ όνομα της Αγάπης.
Βλέπαμε της ημέρας η ανθρακιά να ‘χει κλαπεί
Στον ριγηλό αργοσβήνοντας, κυανοπράσινο ουρανό,
Του φεγγαριού το σιγηλό κοχύλι το φθαρμένο
Φρεσκοπλυμένο από του Χρόνου τα ύδατα
Να ανατέλλει υπομονετικά, σιγόπεφτε μετά
Μέσα στα πλήθη των αστέρων τα αιώνια
Καθώς σκορπίζονταν σε μέρες και σε χρόνια.

                                                  *

Είχα ένα λογισμό, για σένα μοναχά, ν’ ακούσεις, μιαν υπόνοια:
Πόσο όμορφη είσουν κάποτε, πόσο ο δόλιος πάσχιζα
Με της Αγάπης τους πανάρχαιους, υψηλούς τρόπους άρχιζα
Να σ’ αγαπώ: Ήταν η ευτυχία, μα μεγάλωναν τα βάρη,
Με τις καρδιές μας κουρασμένες, όπως το κούφιο, φθαρμένο φεγγάρι.

2. Ο Σολομώντας στη Βασίλισσα του Σαβά

Ο Σολομών τραγούδαγε στην Βασιλίδα του Σαβά
Και κατασπάζονταν το μελαμψό το πρόσωπό της,
« Όλη την μέρα γύρω από το πυρωμένο μεσημέρι, ίδιον χαβά
Μιλάμε και ξαναμιλάμε, τόπος μας ειν ΄η ωραιότης
Ολημερίς ως να στραγγίξει ασκίαστο το μεσημέρι
Και στενευόμαστε στο σφαλιστό κεφάλαιο το άβολο
Στο μυστικό κεφάλαιο, στης αγάπης το δίκοπο μαχαίρι
Όπως το γέρικο άλογο, να τριγυρνούμε μέσα στον περίβολο».

                                                                      *

Στον Βασιλέα Σολομώντα, τραγούδαγε η Βασίλισσα
Στα γόνατά του, ελiά κατάκαρπη και γλυκοφυτεμένη:
« Αν έθιγες τούτο το φλογερό το ζήτημα
Έτσι ώστε να χαρούν σπουδαίοι και διαβασμένοι
Προτού ν΄ αρχίσει του ήλιου το ανελέητο το χτύπημα
Των ίσκιων μας την ζωγραφιά στο χώμα να ’χει χαραγμένη
Θα καταλάβαινες: με λογισμό βαθύ σου μίλησα
Κι είναι ο περίβολος, η αυλή, ολοτριγύρω μαντρωμένη».

                                                          *

Και στην Αφέντρα του Σαβά, απαντά ο Σολομώντας
Πνίγοντας στα φιλιά τα βελουδένια μάτια της τ’ αράβικα.
«Κανένας άντρας για γυναίκα, στην υπ’ ουρανόν ζώντας
Δεν αποτόλμησε, στους δυό μας, να παραβγεί σε γνώση. Τελικά,
Σ’ ολόκληρη μια μέρα μες στο θάμβος, το βρήκαμε –
Μόνον η αγάπη ετούτη –τίποτ’ άλλο– που ως τον θάνατο γευτήκαμε
Κάνει τον κόσμο σύμπαντα, περίβολο κι αυλή με μυστικά.

3. Mύγα με τα μακρυά της πόδια

Ίσως να μην βουλιάξει ο πολιτισμός,
Έχει όμως χάσει την μεγάλη μάχη,
Ήσυχο το σκυλί και το πουλάρι στα δεσμά
Σε στύλο μακρυνό στην ράχη.
Ο Αφέντης μας ο Καίσαρας είναι μες στην σκηνή
Μπροστά του οι χάρτες απλωμένοι,
Τα μάτια του βόσκουν στο πουθενά, απλανή,
Το χέρι του κάτω από το κεφάλι μένει.

Σαν μύγα μακρυπόδαρη πάνω από ρεματιά
Πάνω από την σιωπή κρέμεται ο νους του κι η ματιά.

                                              *

Οι πύργοι οι ξεσκέπαστοι, να, θα πυρποληθούν
Κι οι άνθρωποι θ’ ανακαλούνε την μορφή εκείνη,
Πάντα απαλά με προσοχή, τα πόδια σου αν κινηθούν
Στον τόπο ετούτο που άδειο φάντασμα έχει μείνει.
Σκέφτεται λίγο σαν γυναίκα, μα πιότερο σαν το παιδί
Ότι κανένας δεν κοιτά. Σέρνει το πόδι
Σε παιχνιδιάρικο χορό- τον προτιμά απ’ την δημοσιά.

Σαν μύγα μακρυπόδαρη πάνω aπό ρεματιά
Πάνω από την σιωπή κρέμεται ο νους του κι η ματιά.

                                            *

Μπορεί να βρούνε τα έφηβα κορίτσια τα χλωρά
Τον πρώτο Αδάμ, πριν απ’ την πτώση του, στον λογισμό τους.
Την πόρτα κλείνουνε στου Πάπα το ναό για το καλό τους
Έξω κρατάνε τα παιδιά, μακρυά απ’ την συμφορά.
Εκεί ψηλά στις σκαλωσιές εκείνες, στα ικριώματα
Γερτός πλαγιάζει ο Μιχαήλ Άγγελος, μες στα χρώματα
Με θόρυβο όχι πιο πολύ, απ’ όσο ένα ποντίκι,
Το χέρι του σ’ ατέρμονο σύρε κι έλα, στην δική του καταδίκη

Σαν μύγα μακρυπόδαρη πάνω aπό ρεματιά
Πάνω από την σιωπή κρέμεται ο νους του κι η ματιά.


Augustus John Omμ Ο Γέητς (1907). Λονδίνο, Γκαλερί Tέητ
Augustus John Omμ Ο Γέητς (1907). Λονδίνο, Γκαλερί Tέητ

Επίμετρο

«Ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής μας– αναμφίβολα ο μεγαλύτερος, απ’ όσους έγραψαν στην αγγλική γλώσσα» : Αυτή είναι η γνώμη του Έλιοτ για τον Γέητς.

Δεν μπορείς να προσεγγίσεις ένα έργο, δίχως να σεβαστείς τα κριτήρια που το ίδιο και ο δημιουργός του ορίζουν. Δεν μπορείς να μπεις στον ποιητικό κόσμο του Γέητς, δίχως να προσλάβεις τα κριτήρια που το έργο του ad hoc θέτει. Μάλιστα ένα τέτοιο έργο, το οποίο εκτείνεται από την Ιρλανδική καταβολή και τον συνεπακόλουθο συνεπαρμό του ποιητή από τα προτάγματα του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, μέχρι την αναζήτηση του άξονα της ζωής. Ένας συνεπαρμός που τροφοδοτήθηκε από την λαϊκή παράδοση, τους θρύλους, τα παραμύθια και –κυρίως– από την Κέλτικη μυστική χριστιανική εμπειρία.
Είναι εύκολο και ανώδυνο, αλλά συνάμα κουραστικά επιδερμικό, να γνωμοδοτείς δίκην αυθεντίας, ότι, λόγου χάριν, ο Γέητς υπήρξε ένας ευδαιμονιστής σαρκολάτρης, στην ερωτική πτυχή της ποιήσεώς του. Και βολεύει να τον περιστέλλεις στην προκρούστεια «άνεση» του σημερινού μηδενισμού. Έτσι όμως, δεν διαβάζεται η ποίηση του Γέητς, αλλά τακτοποιούνται αλλότριες προσωπικές ιδεοληψίες και απωθημένα.
Ο Γέητς αυτοσαρκάζεται και σαρκάζει την ανθρώπινη αδυναμία, ως προς την διάρκεια των αισθημάτων, την πάλη με το γήρας και την φθορά σωμάτων και ψυχών- την πάλη, εν τέλει, με τον ίδιο τον θάνατο και τον αγώνα για την νοηματοδότησή του, έξω από την μεταφυσική του μηδενός, την οποία θεσμοθετεί η αυτάρκεια της νεωτερικότητας, αυτάρκεια που αντιπάλεψε η λαμπρή ποιητική του συνείδηση. Στα ερωτικά του ποιήματα αναμετράται με τις ματαιώσεις με το κτήνος και το θηρίο, που βουλιμικό εμφωλεύει στην ανθρώπινη ψυχή και στο ανθρώπινο κορμί. Όπου χρειάζεται θεολογεί, με το στόμα και τα λόγια καταφρονεμένων λαϊκών τύπων, αντρών και γυναικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «ελαφρών ηθών» Μουρλο-Τζένη, η οποία πολλάκις κάνει μάθημα, στον άγονο ευσεβισμό ιερέων και επισκόπων. Ο Γέητς ζεi μέσα από τα πρόσωπα των ποιημάτων του. Προσοικειώνεται την φωνή και το ήθος τους, την ανθρωπιά και την αδυναμία τους. Μόνο ένας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας Παλαμάς ή ένας Ρίτσος, στα καθ’ ημάς, ταυτίστηκαν τόσο οργανικά με τους ήρωες και τις ηρωίδες τους, τις μεταρσιώσεις, τα πάθη και τα πένθη τους.

Άλλοτε εξομολογητικός για την μεγάλη αγάπη και τον ορμητικό έρωτά του για την γυναίκα που αγάπησε, άλλοτε τσακισμένος από τη υπονόμευση της αγάπης από την αδυναμία και τον εγωισμό. Και μαζί του, άντρες αλλά και γυναίκες από τα χαμηλά, τα περιφρονημένα κοινωνικά στρώματα. Γίνεται το σκεύος εκλογής για την ποιητική διαχείριση της ανθρώπινής τους περιπέτειας, αλλά και της μεταρσίωσής τους. Και –όπως κάθε μεγάλος ποιητής– από το ειδικό και το προσωπικό καταλήγει στο συλλογικό και στο καθολικό. Ποταμικός ο Ιρλανδός. Λυρικός, δεινός εντεταλμένος ενός αρχέγονου ρυθμού, γύρεψε να σμίξει τα ορατά με τα αόρατα, τα κατ’ άνθρωπον δυνατά με τα αδύνατα και να εναρμονίσει τα αντίθετα μέσα στην μεταμόρφωση την οποία χαρίζει η υπερβατική αίσθηση του χρόνου και των ανθρωπίνων πραγμάτων. Συνάμα κολυμπώντας στις θάλασσες της Ιστορίας, ο Γέητς επιτυγχάνει κρουστές και ολότμητες μορφές ποιημάτων, που λειτουργούν το καθένα τους με την κρυφή αρμονία ενός εντελούς κόσμου.
Οι αναλογίες μεταξύ του βιώματος και τον μορφικών του εκφράσεων είναι τόσο ισορροπημένες, ώστε μέσα από την φαινομενική αφήγηση μιας ερωτικής περιπέτειας να αναβρύζουν τα ύδατα της απεριόριστης αλλά και θανατερής τις περισσότερες φορές στην διαχείρισή της, ανθρώπινης ελευθερίας. Ο Γέητς δοξολογεί τον έρωτα ως θείο δώρο στην ανθρώπινη θνητότητα. Αλλά συνάμα, διερευνά την περατότητά του και το σπέρμα της ματαίωσης και του θανάτου, το οποίο –δυνάμει– η ερωτική συνθήκη κουβαλά, όταν ο έρωτας δεν γονιμοποιείται από την αγάπη που μπορεί να νικήσει την θνησιγένεια της πρώτης ορμής του και να τον μεταμορφώσει σε αλληλοπεριχωρούμενη ζωοποιό σχέση. Ο έρωτας που δεν είναι δόσιμο, άνευ ορίων και όρων, μπορεί να γίνει δαιμονισμός και κατάρα. Κατά τούτο, ο ερωτικός Γέητς γίνεται ως αυθεντικός φορέας ενός ζείδωρου και πρωτεϊκού λυρισμού ο ποιητής μιας μυθιστορίας: της ερωτικής οντολογίας.

Ο Γέητς ανήκει στην κατηγορία των ποιητών που έλαβαν την σφραγίδα της δωρεάς: Να εναρμονίσουν το συλλογικό με το προσωπικό, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό της αλληλοπεριχωρήσεως. Στο κορμί και στην συνείδησή του γράφτηκε με κάθε στίχο του το βαθύτερο σκίρτημα της Ιρλανδικής ετερότητας και ιδιοσυστασίας. Δικαίως, έγινε η ποιητική συνείδηση ενός ολόκληρου κόσμου, του Ιρλανδικού, και στο ποτάμι της ποιητικής του, σε όλη την έκτασή της, προσέλαβε τα νερά της Ιρλανδικής και Κέλτικης μυστικής εμπειρίας. Στο γύρισμα από το τέλος του 19ου αιώνα προς τον 20ό, μέχρι και τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, αντιστάθηκε στις διαλυτικές και αποσυνθετικές εκφάνσεις του μηδενισμού στην τέχνη και στην ανθρώπινη συνείδηση, οι οποίες θεωρούνταν μέσα στην ντετερμινιστική μέθη του εργαλειακού ορθολογισμού, ως πρωτοπορία. Και απέδειξε με τις ποιητικές του πραγματώσεις, ότι το υπέρλογο, ο μύθος και η συλλογική πνευματική εμπειρία, δίνουν άλλο –το αληθινό– εύρος στην ανθρώπινη ζωή και άλλο νόημα στην αντίσταση και τους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες.
Κατά τον τρόπο που ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Ελύτης φανερώνουν την ζωογόνο επίδραση που είχαν στην ποιητική τους διαμόρφωση, ο Σολωμός ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, – κατά τον ίδιο τρόπο, καταλαβαίνουμε το βάθος και την σπουδαιότητα της τοποθέτησης του Έλιοτ για τον Ιρλανδό Λυρικό. Για τους μεγάλους του μοντέρνου ποιητικού λόγου, η ποιητική παράδοση της λυρικής τέχνης είναι ενιαία. Στοιχείο κραταιό της ενότητάς της είναι ακριβώς η πολλαπλότητα των εκφράσεών της, σε καιρό και σε τόπο.
Τα υπόλοιπα είναι ιδεοληψίες και άρριζα φληναφήματα, αντίστοιχα με την ελαφράδα της επανάπαυσης σε «δήθεν» πρωτοπόρα εκφραστικά σχήματα, θνησιγενή όπως δείχνει η ιστορία, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. 

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: