To προαίσθημα

Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
To προαίσθημα

Φανταστείτε ένα πολύ μικρό χωριό όπου ζει μια μεγαλούτσικη γυναίκα με δυο παιδιά, ένα γιο δεκαεπτά χρόνων και μια μικρότερη κόρη στα δεκατέσσερα. Ετοιμάζει το πρωινό για τα παιδιά της κι έχει μια έκφραση όλο έγνοια. Τα παιδιά τη ρωτούν τι έχει κι αυτή απαντάει: «Δεν ξέρω, ξύπνησα με την ιδέα πως κάτι τρομερό θα συμβεί σ' αυτό το χωριό». Τα παιδιά την κοροϊδεύουν, της λένε πως αυτά είναι γεροντίστικες σκέψεις, πράγματα που ξεχνιούνται.
Ο γιος πάει να παίξει μπιλιάρδο και τη στιγμή που πρόκειται να χτυπήσει μια εύκολη καραμπόλα, ο αντίπαλος του λέει: «Βάζω στοίχημα ένα πέσο πως δεν θα την κάνεις». Όλοι γελούν, εκείνος γελάει, χτυπάει τη μπάλα και δεν την πετυχαίνει. Πληρώνει ένα πέσο κι ο άλλος ρωτάει: «Μα τι σου συμβαίνει, ήταν πανεύκολη». Αυτός λέει: «Ναι, αλλά μου έχει μείνει η έγνοια ενός πράγματος που μου είπε η μάνα μου σήμερα το πρωί, πως κάτι τρομερό θα συμβεί σ' αυτό το χωριό».
Όλοι γελούν μαζί του κι αυτός που κέρδισε το πέσο επιστρέφει στο σπίτι του, όπου βρίσκεται η μητέρα του και μια ξαδέλφη ή μια εγγονή ή τέλος πάντων, κάποια συγγενής. Χαρούμενος με το πέσο του λέει: «Κερδισα ένα πέσο από τον Δάμασο με τον πιο απλό τρόπο, γιατί είναι βλάκας». «Και γιατί είναι βλάκας;» Αυτός λέει: «Να, γιατί δεν μπόρεσε να κάνει μια πανεύκολη καραμπόλα επειδή λέει τον έτρωγε η έγνοια της μάνας του που ξύπνησε με την ιδέα πως κάτι τρομερό θα συμβεί σ' αυτό το χωριό».
Τότε του λέει η μητέρα: «Να μην κοροϊδεύεις τα προαισθήματα των γέρων γιατί καμιά φορά βγαίνουν αληθινά». Η συγγένισσα την ακούει και πάει ν' αγοράσει κρέας. Λέει στον χασάπη: «Δώσε μου ένα κιλό κρέας» και την ώρα που αυτός το κόβει, προσθέτει: «Καλύτερα δώσε μου δύο κιλά, γιατί άρχισαν να λένε πως κάτι τρομερό θα γίνει και καλύτερα να είναι κανείς προετοιμασμένος».
Ο χασάπης δίνει το κρέας κι όταν έρχεται άλλη κυρά ν' αγοράσει ένα κιλό της λέει: «Πάρε δύο γιατί έρχεται κόσμος λέγοντας πως κάτι τρομερό θα γίνει κι ετοιμάζονται όλοι κι αγοράζουν πράγματα». Οπότε η γυναίκα του απαντάει: «Έχω πολλά παιδιά, κοίτα, καλύτερα δώσε μου τέσσερα κιλά». Παίρνει τα τέσσερα κιλά και, για να μην πολυλογώ, θα έλεγα πως ο χασάπης σε μισή ώρα ξεπουλά το κρέας, σφάζει άλλη αγελάδα, την πουλάει κι αυτήν και πάει λέγοντας.
Φτάνει μια στιγμή που όλοι τους περιμένουν να γίνει κάτι. Όλα έχουν παραλύσει και ξαφνικά, στις δύο το μεσημέρι κάνει ζέστη όπως πάντα. Κάποιος λέει:
«Είδατε τί ζέστη που κάνει;»
«Αλλά σ' αυτό το χωριό πάντα κάνει ζέστη.» 
«Ναι, αλλά όχι τέτοια ζέστη όπως τώρα.»

Στους άδειους δρόμους, στην έρημη πλατεία, κατεβαίνει ξαφνικά ένα πουλάκι και διαδίδεται: «Υπάρχει ένα πουλάκι στην πλατεία.» Και βγαίνει έξω όλος ο κόσμος τρομαγμένος για να δει το πουλάκι.

«Αλλά, άνθρωποί μου, πάντα υπάρχουν πουλάκια που κατεβαίνουν στην πλατεία.»
«Ναι, αλλά ποτέ αυτήν την ώρα."

Φτάνει μια στιγμή τέτοιας έντασης για τους κατοίκους του χωριού που όλοι τους είναι στο πόδι έτοιμοι να φύγουν και κανείς δεν τολμάει να το κάνει.

«Εγώ έχω αρχίδια», φωνάζει ένας «και φεύγω». Αρπάζει τα έπιπλά του, τα παιδιά του, τα ζώα του, τα βάζει όλα σ' ένα κάρο και διασχίζει τον κεντρικό δρόμο όπου βρίσκονται όλοι οι δύστυχοι συγχωριανοί και τον κοιτάζουν. Μέχρι τη στιγμή που λένε: «Αν αυτός έχει το κουράγιο να φύγει, τότε φεύγουμε κι εμείς» κι αρχίζουν να διαλύουν κυριολεκτικά το χωριό.

Παίρνουν τα πράγματα, τα ζώα, τα πάντα. Κι ένας από τους τελευταίους που εγκαταλείπουν το χωριό λέει: «Να μην πέσει ποτέ δυστυχία σ' ότι έχει απομείνει απ' το σπίτι μας» και βάζει φωτιά στο σπίτι κι άλλοι βάζουν φωτιά σε άλλα σπίτια.

Το βάζουν στα πόδια μέσα σ' ένα μεγάλο και αληθινό πανικό, σαν έξοδος σε καιρό πολέμου, κι ανάμεσά τους πάει και η γυναίκα που είχε το προαίσθημα φωνάζοντας: «Εγώ το είπα πως κάτι τρομερό θα συνέβαινε και μου έλεγαν πως είμαι τρελή».




Αυτό το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε (και πάλι σε μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου) στο περιοδικό Διαγώνιος το 1980, αλλά το πρωτότυπο έχει υποστεί αλλαγές από τον συγγραφέα, κυρίως αφαιρέσεις.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: