Ο Αργεντινός που αγαπήθηκε από όλους

Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου
Ο Αργεντινός που αγαπήθηκε από όλους

Πήγα στην Πράγα για τελευταία φορά πριν από δεκαπέντε χρόνια με τον Κάρλος Φουέντες και τον Χούλιο Κορτάσαρ. Ταξιδέψαμε με το τρένο από το Παρίσι γιατί και οι τρεις συμμεριζόμασταν τον φόβο για τα αεροπλάνα και μιλούσαμε για τα πάντα ενώ διασχίζαμε την διαχωρισμένη νύχτα των Γερμανιών, τους ωκεανούς τους από παντζάρια, τα τεράστια εργοστάσια των πάντων, τις καταστροφές των φρικτών πολέμων τους και των παθιασμένων ερώτων. Την ώρα του ύπνου ο Κάρλος Φουέντες σκέφτηκε να ρωτήσει τον Κορτάσαρ πὠς και ποια στιγμή και με ποιανού πρωτοβουλία είχε μπει το πιάνο στην ορχήστρα της τζαζ. Η ερώτηση ήταν τυχαία και δεν αναζητούσε παρά μόνο μία ημερομηνία κι ένα όνομα, αλλά η απάντηση ήταν μια εκπληκτική διάλεξη από καθέδρας που κράτησε ως το ξημέρωμα με τεράστια ποτήρια μπύρα και λουκάνικα με παγωμένες πατάτες. Ο Κορτάσαρ που ήξερε να ζυγίζει τις λέξεις του πολύ καλά, μας έκανε μια ιστορική και αισθητική ανασύνθεση με μια απίστευτη επιστημοσύνη και απλότητα, που ολόκληρώθηκε το χάραμα με μια ομηρική υπεράσπιση του Τελόνιους Μονκ. Δεν μιλούσε μόνο με μια βαθειά φωνή σαν όργανο σέρνοντας τα ρο, αλλά και με τα μεγάλα οστεώδη χέρια του τόσο εκφραστικά όσο δεν είχα ξαναδεί. Ούτε ο Κάρλος Φουέντες ούτε εγώ θα ξεχνούσαμε ποτέ την κατάπληξη εκείνης της ανεπανάληπτης νύχτας.

Δώδεκα χρόνια αργότερα είδα τον Χούλιο Κορτάσαρ να αντιμετωπίζει ένα πλήθος σ' ένα πάρκο στη Μανάγουα, χωρίς άλλα όπλα από την ωραία φωνή του κι ένα δικό του διήγημα από τα πιο δύσκολα: «Τη νύχτα του Μαντεκίλια Νάπολες». Είναι η ιστορία ενός κακότυχου μποξέρ που τη διηγείται ο ίδιος σε λουνφάρδο, την διάλεκτο των πιο λαϊκών στρωμάτων του Μπουένος Άιρες, που η κατανόησή της θα ήταν απαγορευμένη εντελώς στους υπόλοιπους θνητούς αν δεν την είχαμε γνωρίσει μέσα από τα καταραμένα τάνγκο. Ωστόσο, εκείνο ήταν το διήγημα που ο ίδιος ο Κορτάσαρ διάλεξε για να διαβάσει από μια εξέδρα μπροστά στο πλήθος σ' έναν απέραντο φωτισμένο κήπο, μες στο οποίο υπήρχαν οι πάντες, από καθιερωμένους ποιητές και άνεργους οικοδόμους μέχρι κομαντάντες της επανάστασης και οι αντίπαλοί τους. 'Αλλη μια καταπληκτική εμπειρία. Κι ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν εύκολο να παρακολουθήσει κανείς το νόημα της διήγησης, ακόμα και για τον πιο μυημένο στην αργκό της λουνφάρδο, ο ακροατής την ένιωθε και πονούσαν τα χτυπήματα που δεχόταν ο Μαντεκίλια Νάπολες στη μοναξιά του ρινγκ κι ήθελε να κλάψει για τις ψευδαισθήσεις του και τη μιζέρια του, γιατί ο Κορτάσαρ είχε κατορθώσει να έχει μια τόσο συγκινητική επικοινωνία με το ακροατήριό του, που κανείς πια δεν ενδιαφερόταν γι' αυτό που σήμαιναν ή δεν σήμαιναν οι λέξεις και, το πλήθος, καθισμένο στο γρασίδι έμοιαζε να ανυψώνεται σε κατάσταση θείας χάριτος από τη μαγεία μιας απόκοσμης φωνής.

Αυτές οι δυο αναμνήσεις του Κορτάσαρ, που τόσο κοντά του μ' έφεραν, μού φαίνεται πως είναι αυτές που καλύτερα τον χαρακτήριζαν.Ήταν τα δύο άκρα της προσωπικότητάς του. Ιδιωτικά, όπως στο τρένο για την Πράγα, κατάφερνε να γοητεύσει με την ευφράδειά του, με την αυστηρή ευρυμάθειά του, με την χιλιοστομετρική του μνήμη, με το επικίνδυνο χιούμορ του, με όλα όσα τον έκαναν έναν διανοούμενο από τους μεγάλους ― με την καλή έννοια αλλοτινών καιρών. Δημόσια, παρά τον δισταγμό του να μεταβληθεί σε θέαμα, γοήτευε το ακροατήριο με μια αναπόφευκτη παρουσία που είχε κάτι το υπερφυσικό, ταυτόχρονα τρυφερό και παράξενο. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν το πιο εντυπωσιακό ανθρώπινο ον που είχα την τύχη να γνωρίσω.

Από την πρώτη στιγμή, στα τέλη του θλιβερού φθινόπωρου του 1956, σ' ένα καφέ στο Παρίσι με αγγλικό όνομα, όπου συνήθιζε να πηγαίνει αραιά και που για να γράφει σ' ένα τραπέζι στη γωνία όπως ο Ζαν Πολ Σαρτρ τριακόσια μέτρα από εδώ, σ' ένα σχολικό τετράδιο και με κονδυλοφόρο με πραγματική μελάνη που λέκιαζε τα δάχτυλα. Εγώ είχα διαβάσει το Bestiario, το πρώτο βιβλίο του με διηγήματα, σ' ένα ξενοδοχείο για ραντεβού στην Μπαρανκίλια όπου κοιμόμουν με ενάμιση πέσο τη βραδιά ανάμεσα σε κακοπληρωμένους ποδοσφαιριστές και χαρούμενες πόρνες και από την πρώτη σελίδα συνειδητοποίησα πως ο Χούλιο ήταν ένας συγγραφέας όπως εγώ θα ήθελα να είμαι όταν θα μεγάλωνα. Κάποιος μου είπε στο Παρίσι πως έγραφε στο καφέ Old Navy στο βουλεβάρτο Σαιν Ζερμαίν κι εκεί τον περίμενα αρκετές εβδομάδες μέχρι που τον είδα να μπαίνει σαν φάντασμα. Ήταν ο πιο ψηλός άντρας που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, μ' ένα πρόσωπο διεστραμμένου παιδιού μέσα σ' ένα τεράστιο μαύρο πανωφόρι. που έμοιαζε περισσότερο με το ράσο ενός χήρου κι είχε τόσο απομακρυσμένα τα μάτια του, όπως ένα μοσχαράκι, και τόσο λοξά και διάφανα που θα μπορούσαν να είναι του διαβόλου ― αν δεν ήταν υποταγμένα στην κυριαρχία της καρδιάς.


Χρόνια αργότερα, όταν ήμασταν ήδη φίλοι, νόμισα πως τον είδα ξανά όπως εκείνη τη μέρα, γιατί μου φαίνεται πως αναδημιουργείται από μόνος του σ' ένα από τα πιο καλογραμμένα διηγήματά του ―«Ο άλλος ουρανός»― στο πρόσωπο ενός ανώνυμου λατινοαμερικάνου που παρακολουθούσε από περιέργεια και μόνο τις εκτελέσεις στη λαιμητόμο. Ο Κορτάσαρ τον περιέγραψε σαν να βρισκόταν μπροστά σ' ένα καθρέφτη: «Είχε μια απόμακρη έκφραση αλλά και περίεργα συγκεντρωμένη, το πρόσωπο κάποιου που έχει ακινητοποιηθεί μια στιγμή στον ύπνο του και αρνείται να κάνει το βήμα που θα τον επαναφέρει στον ξύπνο». Ο ήρωάς του τριγυρνούσε τυλιγμένος σ' έναν μακρύ μαύρο μανδύα, όπως το πανωφόρι του ίδιου του Κορτάσαρ όταν τον είδα για πρώτη φορά, αλλά ο αφηγητής δεν τόλμησε να τον πλησιάσει για να ρωτήσει την προέλευσή του, από φόβο για την ψυχρή οργή που κι αυτός ο ίδιος θα είχε για να υποδεχτεί μια παρόμοια ερώτηση.

Το παράξενο είναι πως ούτε κι εγώ είχα τολμήσει να πλησιάσω τον Κορτάσαρ εκείνο το απόγευμα στο Old Navy από τον ίδιο φόβο. Τον είδα να γράφει για περισσότερο από μια ώρα, χωρίς μια παύση για να σκεφτεί, χωρίς να πιεί κάτι άλλο πέρα από μισό ποτήρι μεταλλικό νερό, μέχρι που άρχισε να σκοτεινιάζει στο δρόμο και φύλαξε τον κονδυλοφόρο στην τσέπη και βγήκε με το τετράδιο κάτω από το μπράτσο, σαν τον πιο ψηλό και πιο αδύνατο μαθητή του κόσμου. Στις τόσες φορές που βρεθήκαμε, χρόνια αργότερα, το μόνο που είχε αλλάξει πάνω του ήταν τα πυκνά και μαύρα γένια, γιατί μέχρι μόλις πριν από δύο βδομάδες έμοιαζε αληθινός ο θρύλος πως ήταν αθάνατος, γιατί ποτέ δεν είχε σταματήσει να μεγαλώνει και βρισκόταν πάντα στην ίδια ηλικία που είχε γεννηθεί. Ποτέ δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν ήταν αλήθεια, όπως ούτε ποτέ τού διηγήθηκα πως το θλιβερό φθινόπωρο του 1956 τον είχα δει χωρίς να τολμήσω να του μιλήσω στην γωνιά του Old Navy και ξέρω πως όπου και να βρίσκεται τώρα θα με βρίζει για τη συστολή μου.

Τα είδωλα προκαλούν σεβασμό, θαυμασμό, αγάπη και βέβαια μεγάλο φθόνο. Ο Κορτάσαρ ενέπνεε όλα εκείνα τα αισθήματα όπως λίγοι συγγραφείς, αλλά ενέπνεε επιπλέον άλλα λιγότερο συχνά: την αφοσίωση. Ήταν, ίσως χωρίς να το επιθυμεί, ο Αργεντινός που αγαπήθηκε από όλους. Ωστόσο, τολμώ να σκεφτώ πως αν οι πεθαμένοι πεθαίνουν, ο Κορτάσαρ θα πρέπει να πεθάνει για άλλη μια φορά από ντροπή για την παγκόσμια ταραχή που προκάλεσε ο θάνατός του. Κανένας δεν φοβόταν περισσότερο από αυτόν, ούτε στην πραγματική ζωή ούτε στα βιβλία, τις μεταθανάτιες τιμές και τις επιτάφιες μεγαλοπρέπειες. Ακόμα περισσότερο: πάντα πίστευα πως ο ίδιος ο θάνατος τού φαινόταν ανήθικος. Σε κάποιο σημείο στον Γύρο της μέρας σε ογδόντα κόσμους, μια ομάδα φίλοι δεν μπορούν να συγκρατήσουν τα γέλια, να παραδεχτούν το προφανές: πως ένας κοινός τους φίλος υπέκυψε στη γελοιότητα του θανάτου.

Γι' αυτό, γιατί τον γνώρισα και τον αγάπησα τόσο, αρνούμαι να συμμετάσχω στους θρήνους και στις ελεγείες για τον Χούλιο Κορτάσαρ. Προτιμώ να εξακολουθώ να τον σκέφτομαι όπως χωρίς αμφιβολία αυτός θα ήθελε, με την απέραντη αγαλλίαση για την ύπαρξή του, με την μεγάλη χαρά γιατί τον είχα γνωρίσει και την ευγνωμοσύνη γιατί μας άφησε, για όλο τον κόσμο, ένα έργο τόσο ημιτελές αλλά τόσο ωραίο και ακατάλυτο όπως η θύμησή του.


[ Δημοσιεύτηκε στην εφ. El País της Κολομβίας (22/2/1984 ) ]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: