«Πρέπει να είσαι πραγματικά ηλίθιος για να…»

Μετάφραση: Eύα Παπαϊωάννου
«Πρέπει να είσαι πραγματικά ηλίθιος για να…»

Πάει καιρός που το έχω καταλάβει και δεν με νοιάζει, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό να το γράψω γιατί η ηλιθιότητα μου φαίνεται ένα θέμα πολύ δυσάρεστο, ειδικά αν είναι ο ίδιος ο ηλίθιος αυτός που το θίγει. Μπορεί η λέξη ηλίθιος να είναι απόλυτη αλλά προτιμώ να τη θέσω εξαρχής ζεστή-ζεστή στο πιάτο μολονότι οι φίλοι θα τη θεωρήσουν υπερβολική, αντί να χρησιμοποιήσω οποιαδήποτε άλλη όπως ανόητος, βλάκας ή καθυστερημένος και μετά οι ίδιοι φίλοι να ισχυρίζονται ότι κάποιος μιλάει με μισόλογα. Στην πραγματικότητα δεν τρέχει και τίποτα αλλά όταν κάποιος είναι ηλίθιος απομονώνεται εντελώς, και παρόλο που αυτό έχει και την καλή του πλευρά, είναι ολοφάνερο ότι κάποιες στιγμές νιώθει μια νοσταλγία, μια επιθυμία να περάσει απέναντι, εκεί που φίλοι και συγγενείς μοιράζονται μια κοινή ευφυΐα και κατανόηση και να συγχρωτιστεί για λίγο μαζί τους ώστε να αισθανθεί ότι δεν υπάρχει καμία ουσιώδης διαφορά και ότι όλα πάνε περίφημα. Το θλιβερό είναι ότι όταν κάποιος είναι ηλίθιος όλα πάνε χάλια, όπως για παράδειγμα στο θέατρο∙ πάω στο θέατρο λοιπόν με τη γυναίκα μου και κάποιον φίλο, σε μία παράσταση με Τσέχους μίμους ή Ταϊλανδούς χορευτές και είναι βέβαιο ότι με το που αρχίσει το θέαμα όλα θα τα βρίσκω υπέροχα. Διασκεδάζω ή συγκινούμαι πάρα πολύ, οι διάλογοι, οι κινήσεις, οι χοροί, στα δικά μου μάτια φαίνονται σαν υπερφυσικά οράματα, χειροκροτώ μέχρι να πονέσουν τα χέρια μου και ενίοτε δακρύζουν τα μάτια μου ή σχεδόν κατουριέμαι απ’ τα γέλια και σε κάθε περίπτωση χαίρομαι που ζω και που έχω την τύχη να πάω τούτη τη νύχτα στο θέατρο ή στον κινηματογράφο ή σε μια έκθεση ζωγραφικής, σε οποιοδήποτε μέρος όπου εξαιρετικοί άνθρωποι κάνουν ή δείχνουν πράγματα που ποτέ πριν κανείς δεν τα είχε φανταστεί, εφευρίσκοντας έναν τόπο αποκάλυψης και συνάντησης, εκεί όπου εξαγνίζονται οι στιγμές κατά τις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα περισσότερο από αυτό που συμβαίνει πάντα.

Και κάπως έτσι είμαι θαμπωμένος και τόσο χαρούμενος, που όταν φτάνει το διάλειμμα, σηκώνομαι ενθουσιασμένος και συνεχίζω να χειροκροτώ τους ηθοποιούς και λέω στη γυναίκα μου ότι οι Τσέχοι μίμοι είναι θαυμάσιοι κι ότι η σκηνή εκείνη που ο ψαράς ρίχνει το αγκίστρι κι εμφανίζεται να περνάει αιωρούμενο καταμεσής ένα φωσφορίζον ψάρι, είναι εντελώς αναπάντεχη. Η γυναίκα μου έχει κι εκείνη διασκεδάσει κι έχει χειροκροτήσει αλλά σύντομα αντιλαμβάνομαι (η στιγμή αυτή έχει κάτι από πληγή, από τρύπα βραχνή και υγρή) ότι η διασκέδαση και το χειροκρότημά της δεν είναι όπως τα δικά μου και επιπλέον, σχεδόν πάντα είναι μαζί μας κάποιος φίλος που έχει κι αυτός διασκεδάσει και χειροκροτήσει αλλά ποτέ όπως εγώ, κι επίσης καταλαβαίνω πως με άκρα σύνεση και νοημοσύνη σχολιάζει ότι το θέαμα είναι καλό και οι ηθοποιοί δεν είναι κακοί όμως ασφαλώς οι ιδέες δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπες, για να μην αναφερθούμε στα χρώματα των κουστουμιών που είναι μέτρια και στην αρκετά κοινότυπη σκηνική τοποθέτηση και άλλα τέτοια πολλά. Όταν η γυναίκα μου ή ο φίλος μου λένε τέτοια πράγματα –και τα λένε ευγενικά χωρίς καμία επιθετικότητα– εγώ καταλαβαίνω ότι είμαι ηλίθιος, αλλά το χειρότερο είναι πως κάθε φορά που θαμπώνεται κάποιος από κάτι που γίνεται, ξεχνιέται, με αποτέλεσμα η ξαφνική πτώση στην ηλιθιότητα να επέρχεται όπως στο φελλό που έχει περάσει χρόνια στο υπόγειο συνοδεύοντας το κρασί στο μπουκάλι και ξαφνικά πλοπ και μ’ ένα τράβηγμα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας φελλός. Θα μου άρεσε να υπερασπιστώ τους Τσέχους μίμους ή τους Ταϊλανδούς χορευτές γιατί μου φάνηκαν αξιοθαύμαστοι κι ένιωσα τόσο ευτυχισμένος μαζί τους, που τα έξυπνα και συνετά λόγια των φίλων ή της γυναίκας μου με πονάνε όπως η πληγή κάτω απ’ τα νύχια και αυτό γιατί καταλαβαίνω πολύ καλά πόσο δίκιο έχουν και πως το θέαμα δεν πρέπει να είναι τόσο καλό όσο μου φάνηκε εμένα (αλλά στην πραγματικότητα εμένα δεν μου φάνηκε ούτε καλό ούτε κακό ούτε τίποτα, απλώς ό,τι διαδραματιζόταν εκεί με συνέπαιρνε, έτσι ηλίθιος που είμαι, και μου αρκούσε για να βγω και να περπατήσω όπου μ’ αρέσει να περπατώ κάθε φορά που μπορώ, και είναι λίγες οι φορές που μπορώ). Και ποτέ δεν θα σκεφτόμουν να διαφωνήσω με τη γυναίκα μου ή με τους φίλους μου γιατί ξέρω ότι έχουν δίκιο και στην πραγματικότητα κάνουν καλά που δεν αφήνονται να παρασυρθούν απ’ τον ενθουσιασμό, δεδομένου ότι οι απολαύσεις της ευφυΐας και της ευαισθησίας πρέπει να γεννιούνται ύστερα από νηφάλια σκέψη και κυρίως από μία στάση σύγκρισης, σύμφωνα με την οποία, όπως είπε και ο Επίκτητος, κάποιος βασίζεται σε αυτό που του είναι ήδη γνωστό για να κρίνει αυτό που μόλις γνώρισε, αυτό λοιπόν και τίποτα άλλο είναι η παιδεία και η σωφροσύνη. Για κανένα λόγο δεν προτίθεμαι να διαφωνήσω μαζί τους και το πολύ πολύ να περιοριστώ στο να απομακρυνθώ λίγα μέτρα για να μην ακούσω τις υπόλοιπες συγκρίσεις και κριτικές ενώ προσπαθώ να διατηρήσω ακόμα τις τελευταίες εικόνες του φωσφορίζοντος ψαριού που επέπλεε στα μισά της σκηνής, αν και τώρα η ανάμνησή μου είναι αναπόφευκτα αλλοιωμένη από τις τόσο ευφυείς κριτικές που μόλις άκουσα και δεν μου μένει άλλη επιλογή απ’ το να αποδεχτώ τη μετριότητα αυτού που είδα και που με ενθουσίασε μόνο και μόνο επειδή δέχομαι οτιδήποτε έχει κάπως διαφορετικό χρώμα και σχήμα. Συνειδητοποιώ και πάλι ότι είμαι ηλίθιος, ότι αρκεί οποιοδήποτε πράγμα στην ορθολογική ζωή για να μου φτιάξει το κέφι και τότε η ανάμνηση αυτού που αγάπησα και απόλαυσα αυτή τη νύχτα θολώνει και γίνεται συνένοχη, ήταν δηλαδή η παράσταση άλλων ηλιθίων που ψάρεψαν ή χόρεψαν χάλια, με αδιάφορα κοστούμια και χορογραφίες, και σχεδόν είναι παρηγοριά, αλλά μια θλιβερή παρηγοριά, το ότι είμαστε τόσοι οι ηλίθιοι που έχουμε δώσει ραντεβού αυτήν τη νύχτα σε αυτή την αίθουσα για να χορέψουμε και να ψαρέψουμε και να χειροκροτήσουμε. Το χειρότερο είναι ότι δύο μέρες μετά ανοίγω την εφημερίδα και διαβάζω την κριτική της παράστασης και η κριτική σχεδόν πάντα ταυτίζεται μέχρι και με τις ίδιες λέξεις με ό,τι ή σε ό,τι τόσο μυαλωμένα και έξυπνα είχαν δει και πει η γυναίκα μου ή οι φίλοι μου. Τώρα πια είμαι σίγουρος ότι το να μην είσαι ηλίθιος είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή ενός ανθρώπου, μέχρι που σιγά σιγά το ξεχνάω, γιατί το χειρότερο είναι ότι στο τέλος ξεχνιέμαι, για παράδειγμα μόλις είδα μια πάπια που κολυμπούσε σε μία από τις λίμνες του δάσους της Βουλώνης και ήταν μια ομορφιά τόσο θαυμαστή που δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα άλλο παρά να κάτσω στις φτέρνες δίπλα στη λίμνη και να παραμείνω κι εγώ δεν ξέρω για πόση ώρα να κοιτάζω την ομορφιά της, την αλαζονική χαρά των ματιών της, αυτή τη διπλή ανεπαίσθητη γραμμή που χαράσσεται απ’ το στήθος της στο νερό της λίμνης και που όλο ξανοίγει μέχρι να χαθεί μακριά. Ο ενθουσιασμός μου δεν προκύπτει μονάχα από την πάπια, η πάπια τυχαία το κατορθώνει, γιατί άλλη φορά μπορεί να είναι ένα ξερό φύλλο που ταλαντεύεται στην άκρη σ’ ένα παγκάκι ή ένας πορτοκαλόχρωμος γερανός, πανύψηλος και λεπτός πάνω στο μπλε ουρανό του απογεύματος ή η μυρωδιά ενός βαγονιού όταν μπαίνεις έχοντας εισιτήριο για ένα ταξίδι κάμποσων ωρών και όλα πρόκειται να συμβούν εξαίσια, το σάντουιτς με το χαμόν, οι διακόπτες που ανάβουν και σβήνουν το φως (ένας άσπρος κι ένας βιολετί), ο ρυθμιζόμενος εξαερισμός, όλα αυτά μου φαίνονται τόσο όμορφα και σχεδόν τόσο αδύνατα να συμβούν, που έχοντάς τα με ένα άγγιγμα, με κατακλύζει ένα είδος εσώτερης ιτιάς, μια πράσινη βροχή απόλαυσης που δεν θα έπρεπε να τελειώνει ποτέ. Όμως πολλοί μου έχουν πει ότι ο ενθουσιασμός μου είναι δείγμα ανωριμότητας (θέλουν να πουν ότι είμαι ηλίθιος αλλά επιλέγουν τις λέξεις) και ότι δεν είναι δυνατό να ενθουσιάζεται κανείς έτσι για έναν ιστό αράχνης που λάμπει στον ήλιο, δεδομένου ότι εάν κάποιος υποπίπτει σε τέτοιου είδους υπερβολές για έναν ιστό αράχνης γεμάτο στάλες δροσιάς, τι θα του μείνει για τη νύχτα που παίζεται ο Βασιλιάς Ληρ; Εμένα αυτό με εκπλήσσει κάπως γιατί στην πραγματικότητα ο ενθουσιασμός δεν είναι κάτι που ξοδεύεται όταν κάποιος είναι πραγματικά ηλίθιος, ξοδεύεται όταν κάποιος είναι έξυπνος και έχει αίσθηση των αξιών και της ιστορικότητας των πραγμάτων και γι’ αυτό, ακόμα κι αν εγώ έτρεχα από τη μία πλευρά του δάσους της Βουλώνης ως την άλλη για να δω καλύτερα την πάπια, αυτό δε θα με εμπόδιζε απ’ το να πήδαγα από ενθουσιασμό την ίδια κιόλας νύχτα αν μου άρεσε ο τρόπος που τραγουδάει ο Φίσερ Ντίσκαου. Τώρα που το σκέφτομαι, η ηλιθιότητα πρέπει να είναι αυτό: το να μπορεί κανείς να ενθουσιάζεται συνεχώς για οποιοδήποτε πράγμα του αρέσει, δίχως να υπάρχει λόγος μια ανάμνηση των νωπογραφιών του Τζότο στην Πάντοβα να υπονομεύει ένα μικρό σχέδιο σ’ έναν τοίχο. Η ηλιθιότητα πρέπει να είναι ένα είδος συνεχούς παρουσίας και επανεκκίνησης: τώρα μου αρέσει αυτή η μικρή κίτρινη πέτρα, τώρα μου αρέσει η ταινία Πέρυσι στο Μερίενμπαντ, τώρα μου αρέσεις εσύ, ποντικάκι μου, τώρα μου αρέσει αυτή η απίστευτη ατμομηχανή που ξεφυσάει στο Γκαρ ντε Λιόν, τώρα μου αρέσει αυτή η ξεκολλημένη και βρώμικη αφίσα. Τώρα μου αρέσει, μου αρέσει τόσο, τώρα είμαι εγώ, εγώ σε υποτροπή, ο τέλειος ηλίθιος μέσα στην ηλιθιότητά του, που δεν γνωρίζει ότι είναι ηλίθιος και απολαμβάνει χαμένος στην απόλαυσή του, μέχρι να τον επαναφέρει στην επίγνωση της ηλιθιότητάς του η πρώτη έξυπνη φράση και να τον κάνει να ψάχνει βιαστικά και με αδέξια χέρια ένα τσιγάρο κοιτάζοντας το πάτωμα, καθώς καταλαβαίνει και ενίοτε αποδέχεται την κατάσταση, γιατί ένας ηλίθιος πρέπει κι αυτός να ζήσει, φυσικά μέχρι την επόμενη πάπια ή την επόμενη αφίσα κι έτσι στο διηνεκές.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: