Το ποτάμι

Μετάφραση: Ελένη Χαρατσή
Το ποτάμι

Και ναι, έτσι είναι απ’ ό,τι φαίνεται, είχες βγει λέγοντας δεν ξέρω κι εγώ τι, ότι θα ‘πεφτες στον Σηκουάνα, κάτι τέτοιο, κάποια απ’ αυτά τα λόγια προχωρημένης νύχτας, ανακατεμένα με σεντόνια και στόμα στεγνό, σχεδόν πάντα στο σκοτάδι, ίσως με κάποιο μέρος του ποδιού ή του χεριού ν’ ακουμπάει το σώμα αυτού που μετά βίας ακούει, γιατί πάει τόσος καιρός που μετά βίας σ’ ακούω όταν λες τέτοια πράγματα, έρχονται σαν απόηχος πίσω από τα κλειστά μου βλέφαρα και τον ύπνο που ακόμα μια φορά με καταπίνει. Αρκετά, λοιπόν, τι με νοιάζει αν έφυγες, αν πνίγηκες ή αν ακόμα τριγυρνάς στις όχθες του κοιτάζοντας το νερό, κι έπειτα αυτό δεν είναι αλήθεια αφού είσαι εδώ, κοιμάσαι και αναπνέεις κοφτά, οπότε δεν έφυγες κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα πριν εγώ βυθιστώ στον ύπνο, γιατί βγαίνοντας είπες ότι θα πνιγόσουν στον Σηκουάνα, κάτι τέτοιο, άρα φοβήθηκες, άλλαξες γνώμη και ξαφνικά είσαι εδώ σχεδόν ακουμπώντας με, και στριφογυρίζεις σαν κάτι να σε αναστατώνει στον ύπνο σου, σαν να ονειρεύεσαι ότι πράγματι βγήκες κι ότι τελικά πήγες στο μόλο κι έπεσες στο νερό. Για να κοιμηθείς μετά, για μια ακόμα φορά, με το πρόσωπο μουσκεμένο από ένα κλάμα ανόητο, την ώρα που φέρνουν την εφημερίδα με τις ειδήσεις γι’ αυτούς που πνίγηκαν πραγματικά.
Με κάνεις να γελάω, καημένη. Οι τραγικές σου εμμονές, αυτή η συνήθεια να χτυπάς τις πόρτες σαν ηθοποιός σε επαρχιακή τουρνέ, αναρωτιέται κανείς αν πιστεύεις πραγματικά τις απειλές σου, τους απωθητικούς σου εκβιασμούς, τις ανεξάντλητες θλιβερές σκηνές σου βουτηγμένες σε δάκρυα κι επίθετα κι αναμασημένα λόγια. Άξιζες κάποιον πιο προικισμένο από μένα για να σου δώσει τη σωστή απάντηση, θα γινόσασταν το τέλειο ζευγάρι με την εξαίσια αποφορά του άνδρα και της γυναίκας που αφανίζονται ενώ κοιτιούνται στα μάτια για να σιγουρευτούν για μια αμφίβολη παράταση, για να επιβιώσουν κι άλλο, για να ξαναρχίσουν και να συνεχίσουν αστείρευτοι την αλήθεια τους, αυτή του έρημου τόπου και του πάτου της κατσαρόλας. Αλλά βλέπεις, προτιμώ τη σιωπή, ανάβω τσιγάρο και σ’ ακούω να μιλάς, σ’ ακούω να παραπονιέσαι (δικαίως, αλλά τι μπορώ να κάνω εγώ) ή, ακόμα καλύτερα, αποκοιμιέμαι, σχεδόν με νανουρίζουν οι προβλέψιμες μομφές, με τα μάτια μισόκλειστα συγχέω για λίγο ακόμα τα πρώτα κύματα του ύπνου με τις χειρονομίες σου του γελοίου νυχτικού κάτω απ’ το φως του πολυέλαιου που μας χάρισαν όταν παντρευτήκαμε, και νομίζω ότι στο τέλος με παίρνει ο ύπνος έχοντας σαν εικόνα, στο εξομολογούμαι με αγάπη σχεδόν, το απόσταγμα των κινήσεων και των κατηγοριών σου, το ξερό πλατάγισμα που παραμορφώνει τα χείλη σου μελανιασμένα από την οργή. Για να φτάσουν τα όνειρά μου την αποκορύφωση όπου, πίστεψέ με, σε κανενός το μυαλό δεν περνάει η ιδέα να πνιγεί.
Αλλά αν είναι έτσι, αναρωτιέμαι τι κάνεις σ’ αυτό το κρεβάτι που είχες αποφασίσει να εγκαταλείψεις για το άλλο, το απέραντο και άδυτο. Τώρα μάλιστα, κοιμάσαι, πού και πού κουνάς το πόδι σου και αλλάζει το περίγραμμα του σεντονιού, μοιάζεις θυμωμένη για κάποιο λόγο, είναι σαν μια πικρή κούραση, τα χείλη σου σχηματίζουν μια έκφραση περιφρόνησης, αφήνουν τον αέρα να βγει με μικρές παύσεις, τον εισπνέουν κοφτά, και νομίζω ότι αν δεν ήμουν τόσο οργισμένος με τις ψεύτικες απειλές σου, θα παραδεχόμουν ότι είσαι και πάλι όμορφη, σαν ο ύπνος να σ’ έφερνε λίγο προς το μέρος μου όπου η επιθυμία είναι δυνατή, ακόμα και η συμφιλίωση ή μια νέα προθεσμία, κάτι λιγότερο θολό απ’ αυτό το ξημέρωμα που αρχίζουν να κυκλοφορούν τα πρώτα αυτοκίνητα και οι πετεινοί ξεγυμνώνουν αποκρουστικά την απεχθή τους δουλοπρέπεια. Δεν ξέρω, δεν έχει καν νόημα πια να ρωτήσω ξανά αν κάποια στιγμή είχες φύγει, αν ήσουν εσύ που χτύπησες την πόρτα βγαίνοντας την ίδια στιγμή που εγώ γλιστρούσα στο άδηλο, κι ίσως γι’ αυτό να προτιμώ να σ’ αγγίζω, όχι επειδή αμφιβάλλω ότι είσαι εδώ, πιθανώς δεν βγήκες ποτέ από το δωμάτιο, ίσως η πόρτα έκλεισε με κάποιο ρεύμα του αέρα, ονειρεύτηκα ότι είχες φύγει ενώ εσύ, νομίζοντας ότι ήμουν ξύπνιος, ξεστόμιζες τις απειλές σου από την άκρη του κρεβατιού. Δεν είναι γι’ αυτό που σ´ αγγίζω στο πράσινο ημίφως της αυγής, είναι σχεδόν γλυκό να περνάω το χέρι μου πάνω απ’ αυτόν τον ώμο που τινάζεται και με απορρίπτει. Το σεντόνι σε μισοσκεπάζει, τα δάχτυλά μου αρχίζουν να διατρέχουν το λείο σχήμα του λαιμού, σκύβω και αναπνέω την ανάσα σου που μυρίζει νύχτα και σιρόπι, δεν ξέρω πώς σε τύλιξαν τα μπράτσα μου, ακούω ένα παράπονο ενώ κυρτώνεις τη μέση και αρνείσαι, αλλά και οι δυο ξέρουμε πολύ καλά αυτό το παιχνίδι για να το πιστέψουμε, πρέπει ν’ αφεθεί το στόμα σου που προφέρει λαχανιασμένα ασύνδετες λέξεις, σε τίποτα δεν ωφελεί το άτονο και ηττημένο σώμα σου να παλεύει να ξεφύγει, είμαστε απόλυτα το ίδιο πράγμα σ’ αυτό το μπερδεμένο κουβάρι όπου το λευκό νήμα και το μαύρο νήμα παλεύουν σαν αράχνες στη στέρνα. Στο σεντόνι που σε μισοσκέπαζε καταφέρνω να διακρίνω το στιγμιαίο ρίγος που σχηματίζει ο αέρας και χάνεται στη σκιά, και τώρα είμαστε γυμνοί, το ξημέρωμα μάς τυλίγει και μας συμφιλιώνει σε μια και μόνη τρεμάμενη ύλη, αλλά επιμένεις να παλεύεις, μαζεύεσαι, σηκώνεις τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι μου, ανοίγεις σαν αστραπή τους μηρούς σου για να ξανακλείσεις τις τερατώδεις δαγκάνες τους που θα ‘θελαν να με χωρίσουν από τον ίδιο μου τον εαυτό. Πρέπει να σε υποτάξω αργά (κι αυτό, το ξέρεις, πάντα το έκανα με μια χάρη τελετουργική), χωρίς να σε πονέσω λυγίζω τους κορμούς των μπράτσων σου, αφουγκράζομαι την ηδονή των άκαμπτων χεριών και των ορθάνοιχτων ματιών σου, τώρα ο ρυθμός σου βυθίζεται σε αργές κινήσεις από κυματιστό μετάξι, σε βαθιές φυσαλίδες που ανεβαίνουν μέχρι το πρόσωπό μου, χαϊδεύω αδιόρατα τα μαλλιά σου που έχουν χυθεί στο μαξιλάρι, στο πράσινο μισοσκόταδο κοιτάζω έκπληκτος το χέρι μου που στάζει, και πριν γείρω στο πλευρό σου ξέρω ότι μόλις σ’ έβγαλαν απ’ το νερό, πολύ αργά φυσικά, κι ότι είσαι ξαπλωμένη στις πέτρες του μόλου, περιτριγυρισμένη από παπούτσια και φωνές, γυμνή, ανάσκελα με τα μαλλιά σου βρεγμένα και τα μάτια σου ορθάνοιχτα .

[Το τέλος του παιχνιδιού, 1956]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: