Aλληλουχία των κήπων

Aλληλουχία των κήπων

Ένα κείμενο από Το τέλος του παιχνιδιού (1964) σε αναθεωρημένη μετάφραση

————————————————————————


Είχε αρχίσει να δι­α­βά­ζει το μυ­θι­στό­ρη­μα ε­δώ και λί­γες μέ­ρες. Το εί­χε α­φή­σει για­τί με­σο­λά­βη­σαν ε­πεί­γου­σες υ­πο­θέ­σεις και το ξα­νά­πια­σε στο τρέ­νο, γυρ­νών­τας στο κτή­μα του· αρ­γά-αρ­γά α­φη­νό­ταν να του τρα­βή­ξει το εν­δι­α­φέ­ρον η πλο­κή, η πε­ρι­γρα­φή των προ­σώ­πων. Το ίδιο απόγευμα, α­φού έ­γρα­ψε έ­να γράμ­μα στον πλη­ρε­ξού­σιό του και συ­ζή­τη­σε με τον ε­πι­στά­τη για το μί­σθω­μα ε­νός χω­ρα­φιού, ξα­νά­πια­σε το δι­ά­βα­σμα στην η­ρε­μί­α του α­να­γνω­στή­ριου, α­π’ ό­που η θέ­α α­πλω­νό­ταν στον κήπο με τις βε­λα­νι­δι­ές. Χω­μέ­νος στην α­γα­πη­μέ­νη του πο­λυ­θρό­να, με τις πλά­τες γυ­ρι­σμέ­νες προς την πόρ­τα για ν’ α­πο­φύ­γει την ε­νο­χλη­τι­κή πι­θα­νό­τη­τα κά­ποι­ων εν­δε­χό­με­νων πε­ρι­σπα­σμών, χά­ι­δευ­ε πού και πού με το α­ρι­στε­ρό του χέ­ρι το πρά­σι­νο βε­λούδο και στρώ­θη­κε να δι­α­βά­ζει τα τε­λευ­ταία κε­φά­λαι­α. Η μνή­μη του εί­χε συγ­κρα­τή­σει χω­ρίς κό­πο τα ο­νό­μα­τα και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των κεν­τρι­κών η­ρώ­ων· σχε­δόν α­μέ­σως πα­ρα­σύρ­θη­κε μες στην ψευ­δαί­σθη­ση τού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Α­πο­λάμ­βα­νε με πα­ρά­λο­γη σχε­δόν η­δο­νή το ό­τι α­πο­μα­κρυ­νό­ταν λί­γο-λί­γο, α­ρά­δα την αρά­δα, α­π’ ό,τι τον πε­ρι­τρι­γύ­ρι­ζε, και πως αι­σθα­νό­ταν πό­τε-πό­τε το κε­φά­λι του που α­κουμ­πού­σε α­να­παυ­τι­κά στό βε­λού­δο της ψη­λής ρά­χης, και ό­τι τα τσι­γά­ρα ε­ξα­κο­λου­θού­σαν να βρί­σκον­ται κον­τά στο χέ­ρι του, και πως πέ­ρα α­πό τα με­γά­λα πα­ρά­θυ­ρα, το α­ε­ρά­κι του δει­λι­νού χό­ρευ­ε κά­τω α­πό τις βε­λα­νι­δι­ές. Λέ­ξη τη λέ­ξη, α­πορ­ρο­φη­μέ­νος α­πό την πο­τα­πή τε­λι­κή ε­πι­λο­γή των η­ρώ­ων, ε­νώ α­φη­νό­ταν να χά­νε­ται στις ει­κό­νες που σχη­μα­τί­ζον­ταν και α­πο­κτού­σαν χρώ­μα και κί­νη­ση, πα­ραυ­ρέ­θη­κε αυ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας της τε­λι­κής συ­νάν­τη­σης στην ξύλινη κα­λύ­βα. Πρώ­τη μπήκε η γυ­ναί­κα, φο­βι­σμέ­νη· τώ­ρα ήρ­θε ο ε­ρα­στής με το πρό­σω­πο γρα­τζου­νι­σμέ­νο από το τί­ναγ­μα ε­νός κλα­διού. Του φι­λού­σε υ­πέ­ρο­χα τις γρα­τζου­νι­ές για να στα­μα­τή­σει το αί­μα, ε­νώ αυ­τός τρα­βι­ό­ταν ν’ α­πο­φύ­γει τα χά­δια, δεν εί­χε έρ­θει για να ε­πα­να­λά­βει την τε­λε­τουρ­γί­α ε­νός κρυ­φού πά­θους που το συγ­κά­λυ­πταν έ­νας σω­ρός φύλ­λα ξε­ρά και μυ­στι­κά μο­νο­πά­τια. Το στι­λέ­το έ­γι­νε χλια­ρό α­κουμ­πών­τας στο στή­θος του και α­πό κά­τω χτυ­πούσε η λαχτάρα της ε­λευ­θε­ρί­ας. Έ­νας λα­χα­νια­στός δι­ά­λο­γος ξε­τυ­λι­γό­ταν μέ­σα στις σε­λί­δες λες κι ήταν πο­τά­μι α­πό ερ­πε­τά, και εί­χε την αί­σθη­ση πως ό­λα ήταν προαποφασισμένα. Ακόμα και αυ­τά τα χά­δια που τύ­λι­γαν το σώ­μα του ε­ρα­στή σαν για να τον συγ­κρα­τή­σουν και να τον με­τα­πεί­σουν, σχε­δί­α­ζαν φρι­κτά το πε­ρί­γραμ­μα ε­νός άλ­λου σώ­μα­τος, που έ­πρε­πε ο­πωσ­δή­πο­τε να ε­ξον­τω­θεί. Δεν εί­χαν πα­ρα­λεί­ψει τί­πο­τα: άλ­λο­θι, συμ­πτώ­σεις, πι­θα­νά λά­θη. Α­πό τη στιγ­μή ε­κεί­νη το κά­θε λε­πτό εί­χε τη σκο­πι­μό­τη­τά του, υ­πο­λο­γι­σμέ­νη με κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια. Την ψυχρή επανάληψη τής κάθε λεπτομέρειας μό­λις που δι­έ­κο­πτε πό­τε-πό­τε έ­να χέ­ρι να χα­ϊ­δέ­ψει έ­να μά­γου­λο. Άρ­χι­σε να νυ­χτώ­νει.
Χω­ρίς να κοι­τά­ζον­ται, δε­μέ­νοι σφι­χτά στον σκοπό που εί­χαν να εκ­πλη­ρώ­σουν, χω­ρί­στη­καν στην πόρ­τα της κα­λύ­βας. Ε­κεί­νη έ­πρε­πε ν’ α­κο­λου­θή­σει το μο­νο­πά­τι που τρα­βού­σε βόρεια. Ε­κεί­νος, στο αν­τί­θε­το μο­νο­πά­τι, γύ­ρι­σε μια στιγ­μή να τη δει να φεύ­γει, με τα μαλ­λιά της λυ­τά. Με τη σει­ρά του άρ­χι­σε να τρέ­χει κι αυ­τός, κα­τα­φεύ­γον­τας στα δέν­τρα και στους φρά­χτες, ώ­σπου ξε­χώ­ρι­σε μες στη μα­βιά ο­μί­χλη του δειλινού την α­λέ­α που ο­δη­γού­σε στο σπί­τι. Τα σκυ­λιά δεν έ­πρε­πε να γα­βγί­σουν και δεν γά­βγι­σαν. Την ώ­ρα αυ­τή ο ε­πι­στά­της δεν έ­πρε­πε να εί­ναι ε­κεί και δεν ή­ταν. Α­νέ­βη­κε τα τρί­α σκα­λο­πά­τια της ε­ξώ­πορ­τας και μπή­κε. Μέ­σ’ α­π’ το αί­μα που βού­ι­ζε στ’ αυ­τιά του, αντηχούσαν α­κό­μα τα λό­για της γυ­ναί­κας: πρώ­τα μια γαλάζια αίθουσα, ύ­στε­ρα έ­νας δι­ά­δρο­μος, με­τά μια σκά­λα με χα­λί. Στο πά­νω πά­τω­μα, δυ­ο πόρ­τες. Στο πρώ­το δω­μά­τιο κα­νείς, στο δεύ­τε­ρο κα­νείς. Η πόρ­τα του μι­κρού σα­λο­νιού, και ύ­στε­ρα, με το στι­λέ­το στο χέ­ρι, το φως α­πό τα με­γά­λα πα­ρά­θυ­ρα, η ψη­λή ρά­χης μιας πρά­σι­νης, βε­λού­δι­νης πο­λυ­θρό­νας, το κε­φά­λι του άν­τρα που κά­θε­ται στην πο­λυ­θρό­να δι­α­βά­ζον­τας έ­να μυ­θι­στό­ρη­μα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: