«Έθνος εξαιρετικά» Χ,ΧΙ

X
[Πάροδος]

Άνθη για τα τεφρά μαλλιά 1922-2023

Θα πούνε, τάχα πως εμείς δεν ήμασταν ποτέ.
Θα θάψουν τη φωνή μας τόνοι διαφημίσεις.
Και των παιδιών σας τα παιδιά —αν θα ζήσεις—
πάνω στους τάφους, θα τα κάνουν χορευτές.

Ωχρέ της μνήμης μου καπνέ, έρημος μαραμένη
φωτογραφία από το άγριο φως κιτρινισμένη,
από τη Σμύρνη, τον Σαγγάριο, την Μενεμένη.
Μια τρύπια χλαίνη απόμεινε πάνω μας ειμαρμένη.

Σκεπάζει τα ορφανά κορμιά, τα σπίτια, τα βουνά
κι από τις τρύπες της φυσά της ιστορίας άμμος:
Πίνδος, Βελούχι, Άγραφα, Λιοπέτρι, Πέργαμος.
Τα εγγόνια σας θα λένε «ούτε ξέρω, ούτε τους είδα πουθενά».




XI [Σταθμὸς]
[Σκηνὴ τοῦ 1985]

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Είναι ένας άνθρωπος, προχωρημένη νύχτα, καθισμένος.
Μισοκοιμάται στο παγκάκι έξω απ’ τα ΚΤΕΛ,
κουβαριασμένος σ’ ένα φως ξέψυχο κι άρρωστο.
Χειμώνας, ψιλοβρέχει κι άδεια η πολιτεία.

Είναι ένας γέρος, γέρνει να πετρώσει
σα νυχτοπούλι σκουριασμένο μες στη λύπη.
Μόνο τ’ αδέσποτα σκυλιά τονε γνωρίζουν
και τον σιμώνουνε κουνώντας την ουρά τους.

Κι όπως προσμένει το πρωινό λεωφορείο
να φύγει για χωριά ανύπαρκτα, λησμονημένα πια
σβησμένα, σε κρυφές πτυχές του χάρτη βουλιαγμένα,
χαϊδεύει τα σκυλιά με χέρι πλατανόφυλλο
καυτό και πυρωμένο σε ήλιους περασμένους.

Ανάβει αρχαίο τσιγάρο κι ο καπνός του απλώνει
δέντρο ψηλό, πολύκλαδο να τον τυλίξει.
Κανείς δεν ξέρει πότε ήρθε κι από πού
σε ποιόν τόπο πηγαίνει, σε ποιά μέρη.

Κάτω απ’ το δέντρο του καπνού στέρεος ίσκιος
Λιγνός, πιο κοφτερός απ’ το μαχαίρι κάθε πίκρας.
Νομίσματα χρυσά οι κόρες των ματιών του.
Λευκά τα γένια κι άσπρα τα μαλλιά του
χαρακωμένη από αλμυρούς ανέμους η μορφή.

Χαράματα θα ’ρθει παλιό λεωφορείο
και θα ’ναι ο μόνος που θ’ ανέβει επιβάτης —
Νέος μελαχροινός στρατιώτης με χωρίστρα τώρα,
τ’ αμπέχονο, στριμμένο το μουστάκι —
κι ο εισπράκτορας θα μπήξει τις φωνές ξανά

«Ποιός είσαι κι απ’ τα ρούχα σου μαδάνε φύλλα
γυρνάς από ποιές αμμουδιές και τ’ άρβυλά σου
γεμίσανε τον κόσμο άμμο της θάλασσας ζεστό,
και στάζεις;»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: