Το πένθος του Παραδείσου

Το πένθος του Παραδείσου

Ελένη Καλοκύρη: [ Από τη «Δεύτερη ζωή των μικρών κουτιών» ]


——— ≈ ———

Το ποιητικό όραμα του Ελύτη, ξεμυτίζει άμα τη εμφανίσει του, με τους πρώτους στίχους των Προσανατολισμών. Κι είναι ένα όραμα ανοικτών στο εύρος τους σημασιών, αντικαθρεφτισμάτων του Νοήματος στο πεδίο της ποιητικής διατύπωσης. Η αναλογία του ποιητικού κόσμου (μέσα στον οποίο ξεχερσώνεται η κάθε είδους προφάνεια, για να αποκαλυφθεί η διάσταση του θαύματος) με την σύνολη κοσμολογία του ποιητή είναι ευθεία και σαφής.

Για τον Ελύτη ο φαινόμενος κόσμος είναι το κέλυφος του τζίτζικα. Εντός του ωριμάζει ο καρπός της αποκάλυψης του ολότμητου και αρχέτυπου κόσμου της διάρκειας. Δεν έχει κανείς παρά να αναδιατάσσει τις αισθήσεις, καθιστώντας τες υπήκοες μιάς διαφορετικής λειτουργίας. Εκείνης που τις ασκεί στην θητεία σ’ ένα σύνολο νύξεων, το οποίο είναι η γλώσσα του θαύματος. Αυτή η γλώσσα για να κατακτηθεί στην ζωοποιό της αφάνεια, απαιτεί την ενότητα των ψυχοσωματικών λειτουργιών και την υπαγωγή του νου από την σχισματική του απολυτότητα στην ισόρροπη αλληλοπεριχώρηση με τις υπόλοιπες πράξεις του βίου.

Η κοσμολογία, επομένως, αλλά και η ποιητική της αποκρυστάλλωση στον Ελύτη τροφοδοτούνται από την ενδοκοσμικότητα, αφ’ ενός, και από την υπερβατική διάσταση αφ’ ετέρου. Ενδοκοσμικότητα και υπερβατικότητα, στην ποίηση του Ελύτη, είναι μεγέθη άλλοτε συγκρουόμενα, άλλοτε εναρμονιζόμενα- πάντοτε όμως σε διαλεκτική σχέση, ως πλευρές ενός ενιαίου δισυποστάτου. Εδώ, θα πρέπει να προσέξουμε: Έχουμε να κάνουμε, εν τέλει, με την ανυποχώρητη εφαρμογή της ασκητικής οπτικής, -που δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την καταναγκαστική τυραννία, την πηγάζουσα από την εφαρμογή αφηρημένων κανόνων ή ιδεών και με τις συνεπαγόμενες ασφυκτικές στερήσεις. Η ποιητική οπτική στον μείζονα λυρικό μας, αναφύεται και καρπίζει στον ζωτικό χώρο της εμπειρίας. Από τις πρώτες, κιόλας, ποιητικές του καταθέσεις, η ενδοκοσμικότητα είναι ο μανδύας του υπερβατικού και τούμπαλιν. Πρόκειται για την ασίγαστη ροπή της ποιητικής του, να αποπνευματώνει την ύλη και- αντιστοίχως- να υλοποιεί- να σαρκώνει-την πνευματική εμπειρία. Υπό αυτήν την έννοια, ο Ελύτης, πέραν όλων των άλλων, επιτυγχάνει στην έκφρασή του, την πληρότητα ενός καθολικού τρόπου, ο οποίος προσλαμβάνοντας τα ζωντανά στοιχεία από την Τέχνη του καιρού του, απλώνει ρίζες στα κεντρικά σημεία της ελληνικής πνευματικής παρακαταθήκης.

Και το, περί το Νόημα, κέρδος; Αυτό , δεν θα μπορούσε να είναι παρά, «μια ηχώ του ουρανού, καταστραμμένη». Το Νόημα είναι μια δραπετεύσουσα αντιλαμπή και μια σταγόνα δρόσου που είναι μακριά αλλά και κοντά. Πρόκειται να φθάσει, αλλά και πάλι ξεφεύγει. «Με κίνδυνο να αγγίξει μια ευτυχία», ο Ελύτης μάς εισάγει στην εμπειρία του Νοήματος, έξω από την συμβατική νεωτερικήν αντίληψη της άμεσης και οριζοντιωμένης απολαβής. Το Νόημα είναι τέτοιο, επειδή «φεύγει από τα χέρια» και το ψυχικό θρόισμα από την δίψα του (μ’ άλλα λόγια: η απουσία, αλλά και η λαχτάρα του) οικοδομούν την αβέβαιη βεβαιότητα της εμπειρικής του ψηλαφήσεως: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει».

Η αποφατικότητα αυτή οδηγεί σε νίκη μέσα από την ήττα. Και τούτο έχει ως αποτέλεσμα δύο πρωτοφανείς για την ποίησή μας επιπτώσεις. Η πρώτη αφορά στο θεμέλιο της οπτικής του, που ανοίγεται στην παλλόμενη γραμμή του πένθους για την προπτωτική κατάσταση της αθωότητας: «Η γραμμή που χαράζεται μες την ψυχή σου, και το πένθος μηνάει του Παραδείσου». Κι η ριγηλή γραμμή του πένθους οδηγεί σε μιαν άλλη χαρά, εκείνη την διαρκή αποκαραδοκία για την επερχόμενη πληρότητα. Η δεύτερη, έχει να κάνει με την μορφική υποδοχή του πένθους. Για να είμαστε ακριβέστεροι, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την μορφική και ρυθμική εκφορά του πένθους. Κι εδώ, τα αποτελέσματα είναι απροσδόκητα και ασκούν μιαν έλξη, στην κυριολεξία, μαγνητική. Η αρχή των αναλογιών, μεταξύ της ψυχικής περιοχής, του φυσικού τοπίου και της γλώσσας, δημιουργεί την τόσο ξεχωριστή και υψηλή μορφική καθαρότητα. Μια διαύγεια (διαφάνεια την ονομάζει ο Ελύτης) μέσα στην οποία η ρυθμική ευταξία και η έμμετρη αλλοίωση των μοντερνιστικών τρόπων συναιρούνται ως «ντό φαιά» και «σόλ ιώδη», ως σελιδοποίηση του γονιμοποιού πένθους: «Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου».

«Ήξερα ότι η ομοιοπαθητική μέθοδος είχε μεγάλη ισχύ. Ότι αρκούσε να πω ευθέως τον πόνο μου για να’ χω την γενική επιδοκιμασία. Όμως ένιωθα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, αλήθεια, προδίδω και το όραμα που είχα προφτάσει να εγγράψω στα παιδικά μου χρόνια, χάρη στην ελληνική φύση και το ήθος της ελληνικής γλώσσας όπως τα έβλεπα ν’ αναδίνεται από τα κείμενα των προγόνων μου και την δύναμη της φαντασίας, όπως μου την είχε μεταδώσει μια σειρά ρηξικέλευθων πνευμάτων, από τον Blake έως τον Breton. Ένιωθα τέλος να προδίδω —και αυτό είναι το πιο σημαντικό— τη δυνατότητα που είχε δοθεί στον άνθρωπο ν’ αποκαθιστά στην ατομική κλίμακα την υπέρβαση..», είπε ο Ελύτης.


Παρά τις παρεξηγήσεις από το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής, θα παραμένει πάντοτε μέτρο διάκρισης ανάμεσα στην ποίηση και στην αισθηματολογία. Πέραν όλων των άλλων.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: