Η μαγική δύναμη της λέξης: από τις αρχαίες μυστικές παραδόσεις στο «Ρήμα το σκοτεινόν» του Οδυσσέα Ελύτη

Η μαγική δύναμη της λέξης: από τις αρχαίες μυστικές παραδόσεις στο «Ρήμα το σκοτεινόν» του Οδυσσέα Ελύτη

Χρή­στος Μπο­κό­ρος: «Κυ­πα­ρίσ­σι των που­λιών, 1»

——— ≈ ———

Το ποί­η­μα «Ρή­μα το σκο­τει­νόν», το οποίο ανή­κει στη συλ­λο­γή Τα ελε­γεία της Οξώ­πε­τρας (Α΄ έκ­δο­ση: Ίκα­ρος, 1991), κα­τα­γρά­φει την προ­σπά­θεια με­τά­βα­σης της ψυ­χής από ένα σύ­μπαν υπερ­βα­τι­κό, με­τα­θα­νά­τιο στον υλι­κό κό­σμο. Σε αυ­τή την αγω­νιώ­δη προ­σπά­θεια, η ψυ­χή ανα­ζη­τά τη μα­γι­κή συ­νέρ­για μιας λέ­ξης: με τη βο­ή­θειά της η κλει­στή και κλει­δω­μέ­νη γη θα ανοί­ξει και πά­λι τις πύ­λες της. Η λέ­ξη, επο­μέ­νως, εί­ναι το μυ­στι­κό «κλει­δί» (Ένα ρή­μα τώ­ρα μη­χα­νεύ­ο­μαι όπως ο διαρ­ρή­κτης το αντι­κλεί­δι του) που συ­ντε­λεί στη διά­βα­ση από τη μία υπαρ­ξια­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην άλ­λη. Πά­νω σε αυ­τόν τον κε­ντρι­κό άξο­να της ανα­ζή­τη­σης της λέ­ξης αρ­θρώ­νε­ται το σύ­νο­λο του ποι­ή­μα­τος, από τη στιγ­μή που εντός της ψυ­χής αφυ­πνί­ζε­ται ο πό­θος της γης μέ­χρι την τε­λι­κή νί­κη, που ισο­δυ­να­μεί με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της κα­τά­βα­σης. Στη συ­νέ­χεια του δο­κι­μί­ου θα επι­χει­ρη­θεί μια πα­ράλ­λη­λη ανά­γνω­ση του ποι­ή­μα­τος και δια­φο­ρε­τι­κών μυ­στι­κών δο­ξα­σιών σχε­τι­κά με τη μα­γι­κή δύ­να­μη της γλώσ­σας, η οποία συ­νι­στά τον κα­τα­λύ­τη για τη με­τά­βα­ση του αν­θρώ­που σε νέ­ες οντο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις.
Το ποί­η­μα αρ­χί­ζει με την πε­ρι­πλα­νώ­με­νη ψυ­χή, η οποία αυ­το­προσ­διο­ρί­ζε­ται με τρό­πους που υπο­δη­λώ­νουν την ιδιαί­τε­ρη φύ­ση της: Εί­μαι άλ­λης γλώσ­σας, Ηλί­ου του Κρυ­πτού, Δυσ­διά­κρι­τος. Η ψυ­χή επο­μέ­νως ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από έναν αό­ρα­το, μυ­στι­κό κό­σμο, από ένα επέ­κει­να, το οποίο ανα­ζη­τά τη σύν­δε­ση και την εί­σο­δο στα αι­σθη­τά. Με­τά από αυ­τή την ει­σα­γω­γή-αυ­το­πα­ρου­σί­α­ση, η ψυ­χή προ­χω­ρά στην επί­κλη­ση όσων πο­θεί να ανα­φα­νούν και να επι­κοι­νω­νή­σουν μα­ζί της (Πι­στευ­τά πράγ­μα­τα μι­λή­στε μου! Κό­ρες, που εμ­φα­νι­στή­κα­τε κα­τά και­ρούς/ Μέ­σ’ απ’ το στή­θος μου κι εσείς πα­λαιές αγροι­κί­ες/ Βρύ­σες που λη­σμο­νη­θή­κα­τε ανοι­χτές μέ­σα στους απο­κοι­μι­σμέ­νους κή­πους/ Μι­λή­στε μου!). Η επί­κλη­ση εί­ναι ένας πά­γιος τρό­πος με τον οποίο επι­διώ­κε­ται η επα­φή με τις υπερ­βα­τι­κές δυ­νά­μεις σε ποι­κί­λες πα­ρα­δό­σεις και σε όλες τις επο­χές: από την προ­σευ­χή μέ­χρι τον φι­λο­σο­φι­κό ύμνο και από το μα­γι­κό ξόρ­κι[1] μέ­χρι τις μυ­η­τι­κές πρα­κτι­κές κα­τα­γρά­φε­ται η αντί­λη­ψη σύμ­φω­να με την οποία η γλώσ­σα απο­τε­λεί τον με­σο­λα­βη­τι­κό ιστό στην προ­σπά­θεια του αν­θρώ­που να έρ­θει σε επα­φή με το αό­ρα­το. Ει­δι­κά στις μυ­ή­σεις, οι μυ­η­μέ­νοι μπο­ρούν να αξιο­ποι­ή­σουν τη γλώσ­σα για να υπερ­βούν τη γνώ­ση των αι­σθη­τών και να έρ­θουν σε επα­φή με το θείο και με τη με­τα­θα­νά­τια κα­τά­στα­ση. Στους ορ­φι­κούς, για πα­ρά­δειγ­μα, υπάρ­χουν συ­γκε­κρι­μέ­νες επι­κλή­σεις, οι οποί­ες μπο­ρούν να οδη­γή­σουν τον μυ­η­μέ­νο στην αλη­θι­νή με­τά­βα­ση-γνώ­ση. Στους ορ­φι­κούς ύμνους εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η δο­μή των στί­χων, στους οποί­ους κυ­ριαρ­χούν ποι­κί­λες προ­σφω­νή­σεις των θεί­ων οντο­τή­των με και­νο­φα­νή επί­θε­τα: τα ιδιαί­τε­ρης ποι­η­τι­κής πρω­το­τυ­πί­ας λα­τρευ­τι­κά επί­θε­τα στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­τε­λούν για τους μυ­η­μέ­νους τα «κλει­διά» για τη με­τά­βα­ση σε μια πέ­ραν των αι­σθη­τών αλή­θεια. Στο ποί­η­μα όμως συ­ντε­λεί­ται μια προ­σπά­θεια «αντί­στρο­φης» με­τά­βα­σης: η ψυ­χή βρί­σκε­ται στο υπερ­βα­τι­κό ση­μείο και ανα­ζη­τά την εί­σο­δο στα γή­ι­να, στα αι­σθη­τά πράγ­μα­τα που ορί­ζουν την αρ­μο­νία, το κάλ­λος του επί­γειου κό­σμου. Αυ­τή εί­ναι μια πρω­τό­τυ­πη ποι­η­τι­κή σύλ­λη­ψη που υπο­νο­εί την τε­λεί­ω­ση της γνώ­σης μέ­σα από τον πό­θο για το παν: μια ψυ­χή λοι­πόν τε­λειού­ται μο­νά­χα όταν μπο­ρεί να δει τό­σο στο ορα­τό όσο και στο αό­ρα­το τις δύο όψεις του ίδιου κο­σμι­κού θαύ­μα­τος. Όπως ο θνη­τός επι­διώ­κει τη γνώ­ση του επέ­κει­να, έτσι και η πε­ρι­πλα­νώ­με­νη, η απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ψυ­χή επι­διώ­κει τη γνώ­ση της υψη­λής αρ­μο­νί­ας του υλι­κού κό­σμου.
Με­τά τις αρ­χι­κές αυ­τές επι­κλή­σεις των πο­θη­τών αρ­μο­νι­κών οντο­τή­των, που φα­νε­ρώ­νουν τη δύ­να­μη και την ανα­γκαιό­τη­τα της γλώσ­σας στην προ­σπά­θεια της οντο­λο­γι­κής με­τά­βα­σης, η ψυ­χή δη­λώ­νει ότι χρειά­ζε­ται κά­τι πα­ρα­πά­νω, μια μα­γι­κής υφής λέ­ξη που να κα­τορ­θώ­σει το θαύ­μα ανοίγ­μα­τος της κλει­στής πύ­λης του κό­σμου. Και μά­λι­στα, ανα­ζη­τά Ένα ρή­μα μ’ ελά­χι­στα φω­νή­ε­ντα όμως/ Πολ­λά σύμ­φω­να κα­τα­σκου­ρια­σμέ­να κάπ­πα ή θή­τα ή ταυ. Σε αυ­τό το ση­μείο φαί­νε­ται να ανα­κα­λού­νται στοι­χεία της εβραϊ­κής πα­ρά­δο­σης: η αρ­χαία εβραϊ­κή γλώσ­σα, με την έλ­λει­ψη φω­νηέ­ντων, κα­θι­στού­σε τα ιε­ρά κεί­με­να πο­λύ­ση­μα και πολ­λα­πλώς ερ­μη­νευό­με­να. Σύμ­φω­να με την κα­βα­λι­στι­κή δι­δα­σκα­λία το όνο­μα φέ­ρει την αλή­θεια του πράγ­μα­τος[2] και συ­ντε­λεί στη γνώ­ση αυ­τού: ο μυ­η­μέ­νος εί­ναι ο μό­νος που γνω­ρί­ζει το όνο­μα του θε­ού και τη ση­μα­σία των ιε­ρών κει­μέ­νων. Κι όμως στο ποί­η­μα, η «μυ­στι­κή» λέ­ξη εί­ναι μια λέ­ξη που προ­έρ­χε­ται από τη σύν­θε­ση ελ­λη­νι­κών γλωσ­σι­κών στοι­χεί­ων, όπως δη­λώ­νει η μορ­φή της: κα­ταρ­κυθ­μεύω με την πρό­θε­ση κα­τά, τον συν­δυα­σμό συμ­φώ­νων ρκ και θμ και την πα­ρα­γω­γι­κή κα­τά­λη­ξη - ευω. Έτσι, στο ποί­η­μα οι δια­φο­ρε­τι­κές πα­ρα­δό­σεις σμί­γουν, γί­νο­νται οι πολ­λα­πλοί τρό­ποι μέ­σα από τους οποί­ους ο άν­θρω­πος πα­σχί­ζει να ανα­κα­λύ­ψει τα προ­αιώ­νια μυ­στι­κά.

Όταν λοι­πόν η ψυ­χή αρ­θρώ­νει τη λέ­ξη-κλει­δί, εμ­φα­νί­ζε­ται μια πα­ρά­ξε­νη αγριό­τη­τα/ Με πα­ντού βρά­χια κο­φτά κι αιχ­μη­ρά θά­μνα. Το άνοιγ­μα της πύ­λης προς τη νέα οντο­λο­γι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κρύ­βει κιν­δύ­νους, μας λέ­ει ο ποι­η­τής. Αυ­τή εί­ναι μια θε­ώ­ρη­ση που απα­ντά­ται και στις ελ­λη­νι­κές μυ­στι­κές δι­δα­σκα­λί­ες: η αλή­θεια που με­τέ­φε­ρε η γλώσ­σα, οι μυ­στι­κές λέ­ξεις που γνώ­ρι­ζε ο μυ­η­μέ­νος, όφει­λαν να μεί­νουν κρυ­φές για­τί σε δια­φο­ρε­τι­κή πε­ρί­πτω­ση γί­νο­νταν φο­ρείς κιν­δύ­νων. Αν δη­λα­δή έφτα­ναν σε όσους ήταν αδα­είς, μπο­ρού­σαν να γί­νουν απο­λύ­τως κα­τα­στρο­φι­κές. Αυ­τός άλ­λω­στε εί­ναι και ο λό­γος της μυ­στι­κό­τη­τας και των αυ­στη­ρών νό­μων σχε­τι­κά με τη δια­τή­ρη­σή της στα ελ­λη­νι­κά μυ­στή­ρια: δεν μπο­ρού­σε ο οποιοσ­δή­πο­τε χω­ρίς τη σω­στή κα­θο­δή­γη­ση εκ μέ­ρους του μυ­στα­γω­γού να πε­ρά­σει στη γνώ­ση, για­τί αυ­τό θα τον συ­νέ­τρι­βε. Για τους αρ­χαί­ους Έλ­λη­νες το θείο εί­ναι ένα φως που πρέ­πει κα­νείς να προ­σεγ­γί­σει με υπο­μο­νή και σύ­νε­ση, δια­φο­ρε­τι­κά μπο­ρεί να τυ­φλω­θεί ή να πε­θά­νει: αυ­τή την αντί­λη­ψη άλ­λω­στε απη­χούν και μύ­θοι όπως του Τει­ρε­σία ή του Ακταί­ω­νος, θνη­τών δη­λα­δή που ήρ­θαν σε επα­φή με το θείο και βί­ω­σαν τις συ­νέ­πειες της υπερ­βα­τι­κής του λάμ­ψης. Κι όμως η ψυ­χή του ποι­ή­μα­τος εί­ναι μια δυ­να­τή ψυ­χή που κα­τορ­θώ­νει με­τά την αγριό­τη­τα του πε­ρά­σμα­τος να φτά­σει στο φως του κάλ­λους: πε­διά­δες διά­τρη­τες από Δί­ες κι Ερ­μή­δες/ Τέ­λος μια θά­λασ­σα μουγ­γή σαν την Ασία/ Όλο φύ­κια σχι­στά και μα­τό­κλα­δα Κίρ­κης. Η πλή­ρης θέ­α­ση του κό­σμου ισο­δυ­να­μεί με την ποι­κι­λο­μορ­φία των Ελ­λή­νων θε­ών που αντι­κα­το­πτρί­ζουν τις αμέ­τρη­τες εκ­δο­χές της φύ­σης και με την ηλια­κή μα­γεία της κό­ρης του Ήλιου, της Κίρ­κης. Αν λοι­πόν ο ποι­η­τής εί­πε τη λέ­ξη-κλει­δί ως ξόρ­κι, η μα­γεία του εί­ναι ηλια­κή, ανή­κει στο φως, στην ομορ­φιά, στην ισορ­ρο­πία του ελ­λη­νι­κού κο­σμοει­δώ­λου, εκεί όπου το αχα­νές του κό­σμου έχει γί­νει μια απέ­ρα­ντη θά­λασ­σα, ανοι­χτή στη γνώ­ση, και μουγ­γή, δη­λα­δή ανή­κου­σα στη σιω­πή, που ισο­δυ­να­μεί με το άρ­ρη­το. Το άρ­ρη­το ανα­δύ­ε­ται εντο­νό­τε­ρα στη συ­νέ­χεια του ποι­ή­μα­τος με τις συ­νε­χείς απο­φα­τι­κές και κά­ποιες φο­ρές ελ­λει­πτι­κές φρά­σεις (αυ­τό που λέ­γα­με «ου­ρα­νός» δεν εί­ναι, «αγά­πη» δεν/ «αιώ­νιο» δεν. Δεν/ Υπα­κού­ουν τα πράγ­μα­τα στα ονό­μα­τά τους), οι οποί­ες πα­ρα­πέ­μπουν στην απο­φα­τι­κή φι­λο­σο­φία, από τον νε­ο­πλα­τω­νι­σμό μέ­χρι τον Διο­νύ­σιο Αρε­ο­πα­γί­τη, στα έρ­γα των οποί­ων κα­τα­γρά­φε­ται η θέ­ση πως ο μό­νος τρό­πος να πλη­σιά­σει ο φι­λο­σο­φι­κός νους το υπερ­βα­τι­κό εί­ναι οι απο­φα­τι­κές δη­λώ­σεις: εκεί που υπερ­βαί­νο­νται οι δυ­να­τό­τη­τες του λό­γου, δεν μπο­ρεί κα­νείς να απο­φαν­θεί κα­τα­φα­τι­κά για τις ιδιό­τη­τές των πραγ­μά­των, αλ­λά το μό­νο που μπο­ρεί να κά­νει εί­ναι να δη­λώ­σει όσα δεν εί­ναι τα πράγ­μα­τα.

Εντέ­λει, η με­τά­βα­ση στον κό­σμο απο­κα­λύ­πτει πό­σο υπο­νο­μευ­μέ­νη από θε­ό­τη­τα εί­ναι/ Η γη, πό­σο τε­λι­κά ενιαία, αδιά­σπα­στη εί­ναι η ύπαρ­ξη όλων των επι­πέ­δων του κό­σμου, έτσι όπως άλ­λω­στε συ­νέ­λα­βαν τα πράγ­μα­τα μέ­σα από τη φι­λο­σο­φία του Ενός οι φι­λό­σο­φοι της Ελε­α­τι­κής Σχο­λής αλ­λά και ο Νε­ο­πλα­τω­νι­σμός. Η ψυ­χή πια, μέ­σα στο φως της γνώ­σης, απευ­θύ­νε­ται μέ­σω ερω­τη­μά­των σε εμάς, στους ανα­γνώ­στες, που ζώ­ντας μέ­σα στη διά­σπα­ση έχου­με λη­σμο­νή­σει την ενό­τη­τα και τη δυ­να­τό­τη­τα βί­ω­σης του όλου. Εν­δει­κτι­κά ανα­φέ­ρω κά­ποιους από του ωραιό­τε­ρους στί­χους αυ­τής της στρο­φής: Ονει­ρεύ­τη­κες/ Πο­τέ σου ένα κα­λο­καί­ρι απέ­ρα­ντο που να το τρέ­χεις/ Μη γνω­ρί­ζο­ντας πια Ερι­νύ­ες; Όχι. Να για­τί κα­τα­κυρ­θμεύω/ Που οι βα­ριές υπο­χω­ρούν αμπά­ρες τρί­ζο­ντας κι οι με­γά­λες θύ­ρες ανοί­γο­νται/ Στο φως του Ήλιου το Κρυ­πτού μια στιγ­μού­λα, η φύ­ση μας η τρί­τη να φα­νε­ρω­θεί. Η τρί­τη φύ­ση, επο­μέ­νως, εί­ναι το τρί­το πέ­ρα­σμα, η τρί­τη αγω­νιώ­δης με­τά­βα­ση προς το φως της γνώ­σης.[3] Η πρώ­τη υπο­νο­εί­ται πως ήταν μια πρό­τε­ρη γέν­νη­ση, η δεύ­τε­ρη ο θά­να­τος και το επέ­κει­να και η τρί­τη η επι­στρο­φή στον κό­σμο: τί­πο­τε λοι­πόν δεν εί­ναι ίδιο, μια επα­νά­λη­ψη του πρό­τε­ρου, αλ­λά κά­θε άνο­δος ή κά­θο­δος εί­ναι μια νέα γνώ­ση. Άρα­γε, σε αυ­τή την τρί­τη κά­θο­δο, τι συμ­βαί­νει; Η ψυ­χή πε­ρι­δια­βαί­νει για να επι­στρέ­ψει ξα­νά στο πέ­ραν της ύλης ή ξα­να­γεν­νιέ­ται σε σώ­μα υλι­κό;[4] Το ποί­η­μα αφή­νει τα εν­δε­χό­με­να ανοι­κτά: Έχει συ­νέ­χεια. Δε θα την πω.[5] Εί­ναι δου­λειά δι­κή μας πια να ερευ­νή­σου­με, να αγω­νι­στού­με, να βρού­με τις δι­κές μας λέ­ξεις για­τί όλα αυ­τά στη γλώσ­σα τη δι­κή μου./ Κι άλ­λοι άλ­λα σ’ άλ­λες. Ο δρό­μος εί­ναι αυ­στη­ρά ατο­μι­κός, εσω­τε­ρι­κός. Και το ποί­η­μα κλεί­νει με τρό­πο που θα έβρι­σκε σύμ­φω­νους τους ορ­φι­κούς ή τους ελευ­σί­νιους μύ­στες: Η Αλή­θεια μό­νον ένα­ντι θα­νά­του δί­δε­ται. Κά­θε γνώ­ση, κά­θε πέ­ρα­σμα εί­ναι θά­να­τος της πρό­τε­ρης κα­τά­στα­σης και ανα­γέν­νη­ση διαρ­κής.

Το «Ρή­μα το σκο­τει­νόν» απο­τε­λεί, κα­τά τη γνώ­μη μου, ένα ποί­η­μα-σταθ­μό τό­σο για το έρ­γο του Ελύ­τη όσο και για την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση γε­νι­κό­τε­ρα, αφού συ­νε­νώ­νει την πρω­το­τυ­πία της σύν­θε­σης, τον βα­θύ φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό, την ενο­ρα­τι­κή απο­κά­λυ­ψη, τη βιω­μα­τι­κή κα­τα­γρα­φή, την αξιο­ποί­η­ση της ιστο­ρί­ας των ιδε­ών, τον ανα­στο­χα­σμό επί της φύ­σης της ζω­ής και του κό­σμου. Εί­ναι ένα ποί­η­μα που για τον ευαί­σθη­το δέ­κτη δεν μπο­ρεί πα­ρά να ιδω­θεί ως μια μύ­η­ση στον κό­σμο των άρ­ρη­των, με τον τρό­πο που μας οδή­γη­σαν έως εκεί τα μά­τια των προ­σω­κρα­τι­κών φι­λο­σό­φων και η ιδιά­ζου­σα γρα­φή τους. Τό­τε που ποί­η­ση, φι­λο­σο­φία και επι­στή­μη ήταν ένα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: