Τέσσερα ποιήματα από την ποιητική σύνθεση «Οικογενειακό άλμπουμ»

Μετάφραση: Άννα Γρίβα
Η Κάρεν Βαν Ντάικ
Η Κάρεν Βαν Ντάικ



Προ­χω­ρώ­ντας

Κά­θε σπόν­δυ­λος εί­ν’ ευ­λο­γία
Νιώ­θω ευ­γνω­μο­σύ­νη κα­τη­φο­ρί­ζο­ντας
απ’ τον έναν στον έναν.
Όταν πια έχω τε­λειώ­σει
συ­νται­ριά­ζεις τις ευ­λο­γί­ες μου
με τις δι­κές σου ση­κώ­νο­ντάς με
στην πλά­τη σου.
Στις ρά­χες μας αρέ­σουν τα γρα­νά­ζια
μα­ζί να συ­ναρ­μό­ζο­νται
για να απο­κτούν ορ­μή.

Μο­να­χι­κή η σάρ­κα μό­νο
όταν δεν έχει τρό­πο να μά­θει
πού τε­λειώ­νει
κι πού αρ­χί­ζει του άλ­λου.



Απε­ρί­τμη­τος

Το έλα­το έχει το ίδιο μέ­γε­θος και σχή­μα
γε­μά­το στο κά­τω μέ­ρος, στρογ­γυ­λό στο πά­νω μέ­ρος.
Η σκιά του πέ­φτει στο χιό­νι.
Τα σύν­νε­φα τρέ­χουν. Το φεγ­γά­ρι ακί­νη­το.
Αν το δέ­ντρο μπο­ρού­σε να κι­νη­θεί, θα ψή­λω­νε μέ­σα μου.
Μου εί­ναι γνώ­ρι­μο αυ­τό το έλα­το.
Ξέ­ρω πώς απλώ­νο­νται τα κλα­διά του.
Το φεγ­γά­ρι και η ακι­νη­σία εί­ναι μό­νο η μι­σή ιστο­ρία.



Άλο­γα

Τα ζώα δεν μου ανή­κουν.
Μ’ επι­σκέ­πτο­νται και μου λέ­νε πράγ­μα­τα
που πρέ­πει να ξέ­ρω και με­τά φεύ­γουν
σαν άλο­γα που χώ­νουν τη μου­σού­δα τους στ’ αυ­τί μου
και με σπρώ­χνουν πέ­ρα
προς την οδό Nassau.

Εί­μα­στε ο άνε­μος, μαλ­λιά
και χαί­τη που πε­τά.
Η έφιπ­πη αστυ­νο­μία
μοιά­ζει έκ­πλη­κτη κα­θώς βλέ­πει
άγρια ​​άλο­γα να μ’ έχουν στην πλά­τη τους
σαν να αγα­πούν εμέ­να, μό­νο εμέ­να.

Όταν εξα­φα­νι­στούν
απο­μέ­νω με τους
υπό­λοι­πους πε­ζούς
σπρώ­χνο­ντας για ν’ ακού­σω
την τρα­χιά προ­φο­ρά σου
κα­θώς που­λάς την πρα­μά­τεια σου.

Βρί­σκε­σαι μπρο­στά
από ένα με­σι­τι­κό γρα­φείο.
Η μη­τέ­ρα σου δου­λεύ­ει εκεί.
Για­τί τα άλο­γα τα­ξι­δεύ­ουν
σε λά­θος κα­τεύ­θυν­ση;
Για­τί με παίρ­νουν μα­κριά;

Ξύ­πνη­μα
με άλο­γα στο μυα­λό μου –
ο τρό­πος που κι­νή­θη­καν και μ’ έκα­ναν να κι­νη­θώ –
ανα­ρω­τιέ­μαι αν αυ­τό εν­νο­είς
όταν λες ότι ονει­ρεύ­ε­σαι
να μου κά­νεις έρω­τα.

Τα horses
δεν εί­ναι whores
αλ­λά προ­φέ­ρο­νται πα­ρό­μοια
από τους μέ­ρι­γκανς.
Τα ζώα μάς λέ­νε τι θέ­λου­με
όταν δεν μπο­ρού­με να το έχου­με.



Ιστο­ρί­ες φα­ντα­σμά­των

Χθες βρά­δυ ονει­ρεύ­τη­κα
να σου κά­νω έρω­τα.
Στρι­φο­γυρ­νού­σα
μι­σο­ξύ­πνια
κι έγει­ρα να σε φι­λή­σω,
να σου χαϊ­δέ­ψω τα μαλ­λιά,
να σου θω­πεύ­σω το στή­θος
αλ­λά τρό­μα­ξα
βρί­σκο­ντας κά­ποια άλ­λη εκεί.

Το κα­τά­λα­βα
όταν άγ­γι­ξα το στή­θος της
μι­κρό­τε­ρο απ’ το δι­κό σου,
δια­φο­ρε­τι­κό στο άγ­γιγ­μα μου.
Ανη­σύ­χη­σα
Φώ­να­ξα τ’ όνο­μά σου
και με­τά­νιω­σα
που δεν ήσουν εκεί
να πά­ρεις τη θέ­ση της




[ Για την Κά­ρεν Βαν Ντάικ βλ. και Χάρ­της#56 ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: