Ο ποιητής και η ιστορία: αντανακλάσεις του 1821 στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη

Ο ποιητής και η ιστορία: αντανακλάσεις του 1821 στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη

Οδυσσέας Ελύτης: «Η κίτρινη γραμμή» (τέμπερα 1988)


——— ≈ ———


Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θά λεγες ότι
μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά.

Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ


Το αποτύπωμα της ιστορίας, το σημάδι που αφήνουν τα ιστορικά γεγονότα στο σώμα της ποίησης, μπορεί να ειδωθεί από δυο διαφορετικές, αλλά αλληλένδετες σκοπιές. Η πρώτη αφορά στην ενσωμάτωση της ιστορίας, δηλαδή των γεγονότων που ορίζουν μια χρονική περίοδο στη ζωή ενός ανθρώπου ή μιας κοινότητας, στην ποίηση. Με αυτή τη σημασία, το αποτύπωμα της ιστορίας αναγνωρίζεται στο μέτρο που αποτελεί θέμα, μοτίβο, ουσιαστικό στοιχείο της πλοκής ή του μύθου, τραυματικό βίωμα, συστατική εμπειρία, ουσιώδες πρωτογενές υλικό, στο έργο του ποιητή. Τα προφανή παραδείγματα εδώ είναι οι Πέρσες του Αισχύλου και οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού, τα οποία μάλλον μας οδηγούν στον πυρήνα της απορίας που γεννάει η συμπλοκή «ποίησης και ιστορίας», παρά μας προσφέρουν αυτονόητες λύσεις. Η δεύτερη συνδέεται με τη θεματική ταξινόμηση της ποίησης με βάση τη ρητή ή υπόρρητη αλλά εντοπίσιμη αναφορά της ποίησης στην ιστορία. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να διακρίνουμε ποιητές όπως ο Καβάφης, στους οποίους η ιστορική διάσταση αποτελεί συστατικό στοιχείο της ποιητικής δημιουργίας, από ποιητές στους οποίους αυτή η διάσταση φαίνεται να απουσιάζει εντελώς.
Ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της ελληνικής γλώσσας, στο ξεκίνημά του γοητεύθηκε από τον ποιητικό λόγο που βγαίνει έξω από το πλαίσιο της επικαιρότητας. Ο καθαρός λυρισμός και το υπερρεαλιστικό θαύμα κυριαρχούν στην πρώτη φάση της ποίησής του, αλλά η έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου τον αποσπά από την άχρονη ευδία των Προσανατολισμών. Ήδη από τις αρχές του 1940, ο νέος ποιητής δείχνει να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα των καιρού του, έτσι εξομολογείται σε συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα:

Όσο για τον πόλεμο, είναι κάτι που άρχισε πια και πρέπει, νομίζω, να τον αφήσουμε να τελειώσει, αλλά να μη τον αφήσουμε να νικήσει εμάς και το έργο μας. Εννοείται πως ο ίδιος εγώ που σας τα λέω αυτά δε μπόρεσα να μη γράψω ένα επίκαιρο ποίημα (poème de circonstance) που έχει τον τίτλο «Βαρβαρία», που δεν ξέρω ακόμη αν θα το δημοσιεύσω.[1]

Το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, ενώ, στη διάρκεια του ίδιου χρόνου, ο ποιητής στρατεύθηκε και έζησε τους αγώνες και τις θυσίες των στρατιωτών που δημιούργησαν το «Έπος του '40». Η προσωπική του εμπλοκή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και η ομόθυμη συμμετοχή του ελληνικού λαού στην εθνική προσπάθεια οδηγούν τον Ελύτη σε έναν νέο δημιουργικό δρόμο, εκεί όπου η ποίηση συνομιλεί και με την ιστορία. Στην Αυτοπροσωπογραφία του θα μιλήσει για αυτήν την εμπειρία:

«Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. […] έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά».[2]

Στο δοκίμιο «Η μεταπολεμική περιπέτεια του ελληνικού υπερρεαλισμού» ο Γιάννης Δάλλας διαπιστώνει ότι «ο υπερρεαλισμός στα χρόνια του μεταπολέμου παύει να είναι αυτοαναφορικός. Τον προσδιορίζει τώρα και αυτόν η ιστορία».[3] Έστω και αν η παρατήρηση δεν ισχύει απόλυτα για την περίπτωση του Ανδρέα Εμπειρίκου, ο Νίκος Εγγονόπουλος με τη σύνθεση Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα και ο Νίκος Γκάτσος με την Αμοργό, συνδέουν την ποίησή τους με την εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης, αλλά και με τις απηχήσεις της Επανάστασης του 1821. Το ίδιο ισχύει και για τον Οδυσσέα Ελύτη, αν συμφωνήσουμε ότι ο Ελύτης επηρεάστηκε από το κίνημα του υπερρεαλισμού, τουλάχιστον   κατά την εποχή της ποιητικής του διαμόρφωσης. Στο δοκίμιό του για τον Κάλβο, γραμμένο στα 1941-1942 εντοπίζουμε μια πρώιμη εκδήλωση της στρατηγικής που αποβλέπει στην αφύπνιση και στην ενδυνάμωση του εθνικού εαυτού μέσα από το παράδειγμα του 1821:

Η Ελληνική Επανάσταση απλώνεται μπροστά του σαν επιχείρηση που για την επιτυχία της είναι ανάγκη να επιστρατευτούν όλες οι εκδηλώσεις της ζωής, να μην εξαιρεθεί ούτε η ποίηση. Αυτή θα γυμνάσει τις ψυχές των Ελλήνων, αυτή που θα τους απομακρύνει από την τρυφηλή αντίληψη της ζωής, θα τους προτρέψει στην άσκηση του κορμιού, στη λιτότητα, στην πίστη. Ο ίδιος, δίνοντας το παράδειγμα, επιβαίνει κιόλας με λυρικά φτερά τα κρημνά της Αρετής. Το καύχημα της αρχαίας δόξης, που ολοένα επικαλείται τον δένει πάλι με την αρχαία Ελλάδα, τον βάζει να μιλεί με τη γλώσσα των μύθων της, ν’ ανασταίνει στην ίδια γη την ωδή που ισάξια θα ψάλει καινούριους ήρωες, που θ’ αφήσει να περάσουν με τις βράκες και τα φέσια τους, με τον πολεμόχαρο χτύπο των σπαθιών τους, ο Μπότσαρης, ο Κανάρης.[4]


Η ποιητική στροφή του Ελύτη πραγματοποιείται στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, ένα έργο που ολοκληρώνεται στην πρώτη του μορφή το 1942 και εκδίδεται το 1945, μετά την απελευθέρωση. Η κριτική και οι αναγνώστες του διαπιστώνουν τη ροπή του ποιητή προς την έκφραση συναισθημάτων και νοημάτων που υπερβαίνουν τον λυρισμό του εγώ και την πολύχρωμη, τολμηρή εικονοποιία των Προσανατολισμών. Ο Ελύτης διατηρώντας την προσωπική του ματιά στρέφεται πλέον σε διαχρονικές αξίες και συλλογικά οράματα. Μάλιστα ο Δημήτρης Μαρωνίτης, διακρίνει στην ποιητική συλλογή για τον «χαμένο ανθυπολοχαγό» την αναβίωση «του παλιού μοντέλου του εθνικού ποιητή»: «Η σύσταση και η στάθμη του ποιητικού λόγου στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο το προορίζουν, πιστεύω, εξαρχής για ευρύτερο κοινό και το προαναγγέλλουν ως εθνικό ποίημα».[5] Βέβαια, όπως συμβαίνει και σε έργα άλλων ποιητών[6] που εμπνέονται από τον πόλεμο την Κατοχή και την Αντίσταση, για να ενταχθεί το ποίημα στην εθνική γραμμή δεν αρκεί να μνημειώνει τον αγώνα των συγχρόνων του. Χρειάζεται και τη σύνδεσή του με την συγκλονιστική ιστορία της Επανάστασης του 1821, με την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Με κοινό το σύνθημα της Ελευθερίας.

Ι.

Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
K
άθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του· […]

ΙΑ΄

Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M
’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
M
ε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
M
άνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
X
ορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!  [...]

ΙΔ΄

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ΄ όνειρο μες στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.[7]

Δεν είναι όμως μόνο το ελεγείο του Χαμένου Ανθυπολοχαγού που αποτυπώνει την ανταπόκριση του Ελύτη στο κάλεσμα της ιστορίας. Ο Ελύτης θα επιχειρήσει στα χρόνια της Κατοχής να συνθέσει επίσης ένα άλλο έργο πιο φιλόδοξο, επικό σχεδόν στη σύλληψή του. Αναφέρομαι στην Αλβανιάδα που παρέμεινε ανολοκλήρωτη και αδημοσίευτη έως το 1962. Τότε, σε μια συνέντευξή του στους φοιτητές της Πανσπουδαστικής, μιλά για την αλλαγή που συντελέστηκε μέσα του μετά από την συγκλονιστική εμπειρία του στον ελληνοϊταλικό πόλεμο: «Εκείνοι που με είχαν τοποθετήσει κάτω από την ετικέττα του Υπερρεαλισμού ξαφνιάστηκαν όταν με είδαν να καταπιάνομαι ποιητικά με την Αλβανία».[8] Στην ίδια συνέντευξη επίσης δηλώνει ότι καταλαβαίνει αυτή την έκπληξη αφού και ο ίδιος πριν το 1940 και κυρίως στην εφηβεία του ένιωθε απώθηση για αυτού του είδους τη θεματική: τον έπνιγαν «τα πατριωτικά ποιήματα». Τι ήταν αυτό που τον άλλαξε; Το προνόμιο της εμπειρίας «από μέσα», η ανεκτίμητη αξία της συμμετοχής: «μου δόθηκε η χάρη να ατενίσω το θαύμα της σε όλη του την έκταση». Ζώντας τις κρίσιμες περιπέτειες του εθνικού παρόντος έμαθε να εκτιμά και τις μεγάλες ιστορικές στιγμές του παρελθόντος. Ο χρόνος απέκτησε το ιστορικό του βάθος.

Μέσα στην Κατοχή, δημοσιεύεται η συλλογή Ήλιος ο πρώτος (1943), ένα έργο προέκταση των Προσανατολισμών, όπου ήδη όμως διαφαίνεται η ροπή σε ένα πιο στοχαστικό λυρισμό του ποιητικού υποκειμένου:

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο
Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.[9]

Αρχικά στο έργο αυτό ο Ελύτης είχε εντάξει και ποιήματα από την Καλωσύνη στις λυκοποριές,[10] τα οποία όμως απαγορεύτηκαν από την γερμανική λογοκρισία. Στην επταμερή αυτή ποιητική σύνθεση, όπως και στην Αλβανιάδα, παρατηρείται μια ενδιαφέρουσα ώσμωση: οι ιστορικές μνήμες του 1821 διαπλέκονται με τις νέες περιπέτειες της «φυλής»,[11] Οι στίχοι που ενδεικτικά παρατίθενται στη συνέχεια μπορούν να ενταχθούν στην ίδια ποιητική περιοχή με το ελεγείο του «Χαμένου Ανθυπολοχαγού».

I

[...] Έχτρα στα μάτια κοίταξέ με
Βγαίνω με τα δικά μου τ’ άρματα
Η Καλωσύνη εδώ πού βρέθηκε μεσ’
στις λυκοποριές
Πρέπει νάχει μπαρούτι στο σελλάχι
της
Και να δαγκάνει κάμες.

ΙΙ
Είσαι καλός, είσαι άνθρωπος, έχεις μεγαλώσει
Με πετεινούς, χρυσόμυιγες, γοβιούς, γεράνια
Σε μιαν αυλή μικρή που την κουνούσε η θάλασσα
Πέρα-δώθε
Θυμάσαι
Μιαν αυλή που μεγάλωνε, χωρούσε λόφους, κάμπους
Ποτάμια, κερασιές, καμπαναριά,
Βρακουλάδες που έρριχναν φωτιά του Τούρκου
Τον καιρό που η μητέρα σου ήταν
Σαν μια Παναγιά μικρή
Θυμάσαι[12]

Από την Αλβανιάδα (οι φωνές διακόπτουν-συνεχίζουν η μία την άλλη):

— Μέσα στην κοπριά η ζωή
Ετοιμάζει τρέμοντας το νέο σπόρο
Χιλιάδες μάτια σμίγουνται στον ουρανό
Κει που θα χύσει η σάλπιγγα του μέλλοντος το στάρι
Ενώ στα όρη πιο ψηλά του Αλήπασσα   [ελληνική φωνή]

—Οι Χιονοδρόμοι του Τσερβίν
Οι Αλπινισταί του Σισμόν και του Μπολτσάνο    [φωνή Ιταλού εισβολέα][13]

Ο Ελύτης δεν ολοκλήρωσε τελικά την Αλβανιάδα γιατί υποψιαζόταν ότι αυτό το έργο δεν θα έβρισκε την αναγνωστική υποδοχή που εκείνος περίμενε. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο του ποιητή, μιλώντας για την απόφασή του να εγκαταλείψει τη σύνθεσή της:


Όχι, το ποίημα αυτό δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Μεταδόθηκε όμως τον Οκτώβριο του 1956 από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, με απαγγελία Θάνου Κωτσόπουλου και Μήτσου Λυγίζου, ραδιοσκηνοθεσία Νίκου Γκάτσου και μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Δεν είχε, απ’ όσο ξέρω, καμιάν απήχηση, μολονότι η ραδιοφωνική παρουσίαση βοηθούσε στην ανάδειξη της ιδιότυπης τεχνικής του. Ίσως να έφταιγα εγώ, ίσως το θέμα. Γεγονός είναι ότι μου έλειψε από κει και πέρα η διάθεση να συνεχίσω ένα έργο με τόσο μεγάλες διαστάσεις. Καλά ή κακά δεν είμαι από τους ποιητές που μπορούν να γράφουν ερήμην του κοινού. Μου χρειάζεται ο «αντίκτυπος». Κάτι περισσότερο: μου χρειάζεται αυτό που λέμε «αόρατη παραγγελία», η συναίσθηση ότι μια ομάδα ανθρώπων, έστω και μικρή, περιμένει κάτι από μένα. Προχώρησα αρκετά στο δεύτερο μέρος, κι ύστερα, ξαφνικά, σταμάτησα. Με τράβηξε το Άξιον Εστί που είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου και που έμελλε να ηχήσει αλλιώς.

Αντίθετα, μάλλον ήταν βέβαιος για την πάνδημη αποδοχή που θα συναντούσε Το Άξιον Εστί, η σύνθεση που τον απασχόλησε πολλά χρόνια και μάλιστα επέλεξε το 1958 να κάνει μια προδημοσίευσή της στην Επιθεώρηση Τέχνης, το γνωστό περιοδικό της Αριστεράς. Στο Άξιον Εστί η σύνδεση της δοκιμασίας, του αγώνα και της απελευθέρωσης, όπως ο ίδιος τα έχει βιώσει στα χρόνια του 1940, με την Επανάσταση του 1821 [=«τον άλλο Σηκωμό»[14]] περνάει κυρίως μέσα από τη μορφή και το έργο του Εθνικού ποιητή: «Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί […] μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό»· «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!», «Του σπαθιού σου την κόψη την τρομερή». Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, όπως έχει επισημάνει και η κριτική, αποτελούν επίσης ένα από τα κείμενα-πρότυπα των Αναγνωσμάτων: «Γενικά η “Γυναίκα της Ζάκυνθος“ και ο Μακρυγιάννης αποτελούν την εκφραστική υποδομή όλων των Αναγνωσμάτων -- φυσικά θα πρέπει να προστεθούν τα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης».[15] Ανανεωμένη λαογραφική αίσθηση του χώρου και των ανθρώπων του και ορθόδοξη χριστιανική παράδοση σε μια δημιουργική αναζήτηση πολιτισμικής, αισθητικής και ιστορικής ταυτότητας. Στη σύνθεση του Άξιον Εστί ο ποιητής ζωγραφίζει εξαγιάζοντας μορφές της Επανάστασης του 21:

Στο σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ
τα πινέλα και μαζί τους βάφω:
Τα καινούργια σκαριά
τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!
Βοηθός και σκέπη μας Αι-Κανάρη
Βοηθός και σκέπη μας Αι-Μιαούλη!

Βοηθός και σκέπη μας Αγιά-Μαντώ!
[16]

Πολύ αργότερα, μετά τα δύσκολα χρόνια της Δικτατορίας και μετά την απονομή του Βραβείου Νομπελ (1979), θα επανέλθει σε μορφές και μοτίβα του 1821. Στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982) αναφέρεται ρητά ο Μακρυγιάννης, μια μορφή εμβληματική για την «γενιά του '30», τα γραφτά του οποίου μελέτησε επίσης ο Γιώργος Σεφέρης: να κάνεις «συμφωνίες με τον Άγιον» / που λέει κι ο Μακρυγιάννης.[17]

Περίπου την ίδια εποχή, στο Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (1984) «αγριωποί και ταλαιπωρημένοι πρόγονοι [...] που ρίχνανε μπαλωθιές στον αέρα» ζωντανεύουν στο χώρο μιας συγκινημένης μνήμης εκεί όπου ο κόσμος της Επανάστασης του 1821 γειτνιάζει με την πατρική φιγούρα και την ήττα του 1922: Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήγα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.[18] Στην ίδια συλλογή, στον κατάλογο των πολύτιμων λέξεων που συγκροτούν την προσωπική ιστορία και την ποιητική του ταυτότητα, μόνη στέκει η μνήμη της ολόμαυρης ράχης: «τα Ψαρά».[19] Είναι μιά ένδειξη ενδιαφέρουσα μια ακόμα εύγλωττη παραπομπή στον Διονύσιο Σολωμό και στο δέος που αισθάνεται μπροστά στο ύψος του εθνικού ποιητή. [20]

Το θέμα του 1821 επανέρχεται στον Μικρό Ναυτίλο (1985) με διαφορετικές φωτοσκιάσεις και άλλη στόχευση. Στον πρόλογο του [=«Είσοδος»] οι παραλλαγές ενός εμβληματικού στίχου παρμένου από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους δίνουν τον τόνο και την προοπτική της σύνθεσης: Έρμα ’ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα. Με τον ίδιο στίχο, που θα επαναληφθεί ορίζοντας την «Έξοδο» ο ποιητής υποδηλώνει τη δομική σημασία του στη σύλληψη της όλης σύνθεσης. Είναι προφανές ότι εδώ η επίκληση και οι επαναλήψεις του σολωμικού στίχου υπερβαίνουν τα όρια της ιστορικότητας, και την θυσία των πολιορκημένων του Μεσολογγίου· περισσότερο υπογραμμίζουν τη διαρκή και βαθιά σχέση του Ελύτη με τον «αλαφροϊσκιωτο» ποιητή του μείζονος λυρισμού και της εθνικής γλώσσας.

Στην πολυεπίπεδη, πολυπρισματική σύνθεση του Μικρού Ναυτίλου, η ιστορία είναι εξακολουθητικά παρούσα σε αντίστιξη με το άχρονο του ελληνικού τοπίου και τις ονειρικές, αποκαλυπτικές ποιητικές ενότητες. Ο Ελύτης στήνει σε τέσσερα μέρη, εφτά σκηνές της ελληνικής ιστορίας που φωτίζουν ισάριθμοι «προβολείς». Εδώ όμως, σε αντίθεση με προηγούμενες συνθέσεις του και κυρίως με αυτή του Άξιον Εστί, δεν πρωταγωνιστούν ο κοινός αγώνας, η πίστη στο όραμα της ελευθερίας, η έγνοια της γλώσσας, η θυσία. Στον Μικρό Ναυτίλο οι σκηνές των «Προβολέων» ανταποκρίνονται σε κορυφαίες τραγικές στιγμές της ιστορίας του ελληνισμού.   Ήδη στον Προβολέα α', που ξεκινά από την δίκη και τη φυλάκιση του Σωκράτη για να καταλήξει στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, παρεμβάλλεται το Παλαμήδι του φυλακισμένου Κολοκοτρώνη. Στον τελευταίο Προβολέα που φωτίζει τη νεότερη ιστορία οι αναφορές είναι ακόμα πιο εύγλωττες:


[ΠΡΟΒΟΛΕΑΣ Δ’]

Σκηνή πρώτη: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δίνει τη διαταγή να συλλάβουν και να εκτελέσουν τους απεσταλμένους του Αρείου Πάγου, Νούτσο και Πανουργιά.

Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει θέση Στρατοδικείου καταδικάζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως «επίβουλον και προδότην της πατρίδος».

Σκηνή Τρίτη: Με καταδίκη σε θάνατο ρίχνεται στις φυλακές ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω απ’ την εκκλησία, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω από τις σφαίρες των Μαυρομιχαλαίων. [21]


Όλες οι «σκηνές» παραπέμπουν στο εμφύλιο τραύμα που σημαδεύει την πατρίδα μετά την έναρξη και κατά τη διάρκεια   της επανάστασης του 1821, αλλά και μετά την δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους. Κυρίως αναδεικνύουν τη «δολερή διχόνοια» που διαχρονικά εκδηλώνουν οι Έλληνες και πληγώνουν ανεξίτηλα μια μεγαλειώδη εθνική προσπάθεια. Έτσι, και οι επόμενες τρεις σκηνές, που τέμνουν την ιστορία του 20ού αιώνα, αναφέρονται με τη σειρά σε ανάλογα δραματικά ιστορικά συμβάντα: στην απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Βενιζέλου μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, στην εκτέλεση του Συνταγματάρχη Ψαρρού, «που αγωνίζεται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό επικεφαλής ανταρτικής ομάδας»,[22] και την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου «από τη δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών».  

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πότε εμφατικά και πότε υπαινικτικά, ο αγώνας του 1821 για Εθνική ανεξαρτησία έχει αφήνει το ίχνος του στο έργο του Ελύτη. Δεν είναι φυσικά το κυρίαρχο στοιχείο στην ποίησή του και σίγουρα αναδύεται όταν προκύπτει ως απολύτως αναγκαίο, από ηθικής, ιδεολογικής και αισθητικής άποψης. Η συμβολή του ποιητή σε μια ευαίσθητη σχέση, αναφέρομαι στη διαπλοκή ιστορίας και ποίησης με την οποία ξεκίνησα, είναι τελικά η συναίρεση μιας καθόλα δικής του πράξης με την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται. Ο Ελύτης, λυρικός και στοχαστικός συνάμα, γνωρίζει ότι απάντηση καθολικής ισχύος σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει· ούτε κανόνας που να διέπει αυτή τη συναίρεση και να μας επιτάσσει τι πρέπει να κάνουμε: κάθε ποιητής που πραγματικά δημιουργεί δίνει με το έργο του τη δική του απάντηση. Προτιμώ λοιπόν να κλείσω αυτό το κείμενο —χωρίς να έχω φυσικά εξαντλήσει το θέμα— με τα δικά του λόγια :

«Έτσι το ποίημα συνεχίζεται.
Συνεχίζεται και λέει για τα πάθια του ελληνισμού, για τους παπάδες που απαγχονιστήκανε, για τους κοτζαμπάσηδες με τη βράκα και το πελώριο φέσι, για τον Καποδίστρια, για τον Λούη τον ολυμπιονίκη, για την Κρητική Επανάσταση, για τις εποποιίες του ’12-’13, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τα σπίτια του Πικιώνη. Δεν κατάφερα όλ’ αυτά να τ’ αποστηθίσω ποτέ μου. Δεν ξέρω από ιστορία, μολονότι ξέρω καταλεπτώς τις αντιδράσεις που δημιουργήσανε την ιστορία».[23]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: