Το γεφύρι της γλώσσας

Το γεφύρι της γλώσσας

Οδυσσέας Ελύτης: «Μεταλλικό» (τέμπερα 1988)


——— ≈ ———

Ένας συνεχής καταρράκτης συνδέει έναν ανώτερο κόσμο με τον κατώτερο κόσμο των ανθρώπων και των κοινωνιών τους, δροσίζοντάς και αναζωογονώντας τον, συνάμα όμως καταστρέφοντας και ενώνοντας τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του. Διαφανής στο φως και λάμποντας στο σκοτάδι, μουρμουρίζοντας, μπουρδουκλώνοντας και μηδενίζοντας μιλάει για το σύμπαν και λέει ουσιαστικά ένα πράγμα, που μακάρι να μπορούσαμε να μεταφράσουμε σε όλα τα λεξιλόγια, διαθέσιμα σε μας: ότι αυτός είναι η γλώσσα του αθανάτου και η γέφυρα της γέννησης, ότι αυτός είναι η ζωή και ο θάνατος, και ότι όταν παύσει κάποτε να ρέει, θα είναι επειδή θα έχει καταπιεί τον εαυτό του, έτσι ώστε μες στη σιωπή σύντομα να ρέει εκ νέου έξω και μέσα από τον εαυτό του…
Σε αυτήν σκέψη, ότι δηλαδή οι γλώσσες και τα λόγια των ανθρώπων –και ειδικά στη Βαβέλ της σημερινής Ευρώπης– λειτουργούν σαν γεφύρι και θύρα, και όχι σαν χωρισμός μεταξύ τους, με έχουν οδηγήσει η ποίηση και τα δοκίμια για την ποίηση του Ελύτη. Επιφανειακά, η ποικιλομορφία των λέξεων μιας γλώσσας και οι διαφορές της με άλλες γλώσσες μπορεί να μοιάζουν με αδιαπέραστα εμπόδια, και ως εκ τούτου αναγκαζόμαστε να μαθαίνουμε να μιλάμε όσες ξένες γλώσσες μπορούμε. Η μόρφωση και η πολυγλωσσία μπορεί να είναι χρήσιμες, όμως δεν είναι το κρίσιμο σημείο στην επικοινωνία εντός και μεταξύ των κοινωνιών. Όλοι οι διερμηνείς, οι μεταφραστές, οι πολύγλωσσοι πολιτικοί δεν μπορούν να καταφέρουν να εξαλείψουν τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής ένωσης –έλλειψη δημοκρατικής θεσμοθέτησης, αμοιβαία αλληλεγγύη, οικολογική και οικουμενική οικονομία και αντιθέτως εξάπλωση εθνικισμών– όταν μέσα σε μόνο μια γλώσσα δεν μπορούν να τα αναγνωρίσουν και να τα αντιμετωπίσουν ως όρια, όχι της γλώσσας, αλλά ως όρια της χρήσης της. Δεν είναι η ποσότητα των λέξεων και των γλωσσών που μπορούν να προσεγγίξουν το άγνωστο, αλλά η ποιότητα και ποιητικότητα τους που τις ανοίγει προς αυτό.
Φυσικά, δεν πρέπει να ανταλλάσσουμε ποιήματα ή να αλληλογραφούμε λογοτεχνικά για να γινόμαστε κατανοητοί. Φτάνει να χρησιμοποιούμε τα σωστά μέσα έκφρασης και τη σωστή εκφορά λόγου, να βρούμε το

«όργανο ικανό να κλείνει μέσα του την ανώτερη σύνθεση των αντιθέσεων και να δημιουργεί με περιεκτικές, ευκίνητες και δυναμικές εικόνες, πολλών διαφορόχρωμων διαθέσεων, αποτελέσματα προσιτά στον άνθρωπο, ανάλογα όχι πια με το βαθμό της μεγάλης του παιδείας, ή της εγκυκλοπαιδικής του μόρφωσης, αλλά με το βαθμό της συναισθηματικής του ή όχι δεκτικότητας». (Τα Κορίτσια, Α’)

Πέρα από το γεγονός ότι οι γλώσσες της γης με τα πλέον απέραντα λεξιλόγιά τους και τους πολυποίκιλους ιδιωματισμούς τους αλληλοεπηρεάζονται συνεχώς και ριζώνεται η μια μες στην άλλη, δεν είναι τόσο το νόημα των λέξεών τους –το οποίο ούτως ή άλλως μέσα από μεταφράσεις συχνά αλλάζει σε κάτι εντελώς διαφορετικό, ακόμα και στο αντίθετο της αρχικής σημασίας– αλλά πρωτίστως οι αισθησιασμοί των ήχων των λέξεων και των εικόνων των συνειρμών και διαθέσεων που προκαλούν, και εν συνέχεια οι αισθησιασμοί της γραφής των γλωσσών που από την πολυσημία τους είναι διαχρονικά κατανοητοί ή μαντεύσιμοι χωρίς μεταφράσεις, ακόμη και σε ένα παιδί όταν αρχίζει να γνωρίζει μια γλώσσα:

«Η αγάπη στην ποίηση μου ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω απ᾽ τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ᾽ έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου ᾽κανε νόημα φιλικό μέσ᾽ από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ᾽ ένα γιαλό της Μυτιλήνης και ν᾽ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά. Κι άξαφνα, όπως ένας ήχος ή μια μυρωδιά, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, ανασταίνουν μέσα μας μια θαμμένη από καιρό εντύπωση, ξανάβλεπα τον εαυτό μου μαθητή στο Δημοτικό Σχολείο να σκαλίζει τα βιβλία των μεγάλων και να στέκεται με απορία μπροστά σε μιαν ωδή του Πινδάρου. Δεν κάνω λάθος, είμαι βέβαιος, από τότε μου μείνε το κλασικό εκείνο: άριστον μεν ύδωρ. Αλλά εδώ δεν ήταν η ουσία, ήταν η διαφορετική διάταξη της γραφής, που με τραβούσε, νομίζω, τόσο ακατανίκητα.» (Πρώτα πρώτα η Ποίηση, Δ’)

Είναι οι ήχοι μιας γλώσσας και οι εικόνες της γραφής της που προηγούνται του περιεχομένου τους όταν ανοίγουν την αισθαντικότητά μας. Είναι οι κραυγές χαράς, οι λυγμοί θλίψης, το γέλιο, η έκπληξη και οι εναλλαγές των σχημάτων των γραμμάτων, των γραμμών, των καμπύλων και των κύκλων τους, που είναι ουσιαστικά ίδιες σε όλες τις γλώσσες και μας αγγίζουν με τον ίδιο ζωντανό τρόπο. Έτσι, θα έλεγα, ότι η εκμάθηση και ιδίως η μετάφραση μιας ξένης γλώσσας μπορεί πρωτίστως να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση και δημιουργική χρήση της μητρικής του μαθητή και μεταφραστή και επομένως μέσα από αυτές πάλι στην προσέγγιση μιας άλλης γλώσσας. Γιατί η γλώσσα είναι ένα αισθητήριο όργανο ενός κοινού ανθρώπινου πνεύματος που δημιουργεί ακατάπαυστα γεύσεις, αγγίγματα, ήχους και εικόνες, και που παραδόξως συνειδητοποιεί την μοναδικότητα του μόνο μέσω μιας προσπάθειας γεφύρωσης της αντιπαράθεσης με παρόμοιες ιδιότητες μιας άλλης γλώσσας.
Από τους Καβείρους που τα άγια ονόματά τους δεν έπρεπε να προφέρονται και να καταγράφονται από κανέναν, και τις Πυθίες και Μάντισσες που μέσα από τα θροΐσματα των δένδρων και φύλλων ή τις πορείες των πουλιών προφήτευαν με ασυνάρτητες κραυγές και ακατάληπτους φθόγγους χρησμούς για τα μελλούμενα, ως το τραγούδι του Σαρλό στους Μοντέρνους Καιρούς, το Rosebud ή το Asa Nisi Masa (που στο πλαίσιο των ταινιών τους και εν ελλείψη κινηματογραφικών μέσων δεν μπόρεσαν να τα εκφράσουν διαφορετικά) – το μυστήριο μιας γλώσσας είναι η αμετάφραστη ελευθερία της. Επομένως, το ζητούμενο είναι, η λογοτεχνία, η ποίηση και η μετάφραση να μπορούν να καθοδηγήσουν τον ακροατή ή αναγνώστη προς σ᾽ αυτήν την ελευθερία ώστε ο ίδιος να μπορεί να την εκφράσει με τη δικιά του γλώσσα και να συντηρείται έτσι η ζωντάνια της. Μια τέχνη, προσπαθώντας να τη φτάσει, πρέπει να κυμαίνεται ανάμεσα από μια εννοιολογική ισχύ και μια ανώτερη αισθησιακή ισχύ, την οποία ο Ελύτης αποκαλεί «αιρετικό χειρισμό τού λόγου», κάτι που βρίσκεται «σε αντιστοιχία με τον αιρετικό τρόπο τής γραφής» (Πρώτα πρώτα η Ποίηση, Δ’) και που ίσως αποτελούσε τον λόγο που του επέτρεψε να μεταφράσει από γλώσσες τις οποίες ο ίδιος δεν κατακτούσε, στις οποίες ωστόσο είχε πρόσβαση μέσω μεταφράσεων άλλων, και που παρεμπιπτόντως, του επέτρεψε να γράψει ποίηση σε μια δική του αυτοδημιούργητη γλώσσα, η οποία μοιάζει ελληνική, αλλά είναι αδύνατο να μεταφραστεί σε άλλη γλώσσα, γιατί έτσι θα έχανε τη φυσικότητα, την αυθεντικότητα, την ελευθεριά της.

«Κι ύστερα κακολογούν τους ποιητές ότι δεν έχουν τη δύναμη ν᾽ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, μόνον κάθονται και ρεμβάζουν. Καλά κάνουν. Να βάζεις με το νου σου αβρά πράγματα, και μάλιστα να τα βλέπεις απ᾽ την ανάποδη, χρειάζεται να ᾽σαι σκληρός. Η μήπως αδιάφορη και σκληρή δε δείχνει πάντα να είναι μέσα στις συμφορές μας η φύση; Μα είναι; Ή ζητάει τ᾽ αδύνατα; Να εκπληρώσει τον προορισμό της, χωρίς ν᾽ αφεθεί να κλονιστεί από το χτυποκάρδι μας;» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Δ’)

Και, αν μου επιτρέπεται να το προσθέσω, να εκπληρώσουμε τον δικό μας και κοινό μας προορισμό, να είμαστε ελεύθεροι.

Η ίδια αυθεντικότητα και ανθεκτικότητα και ο ίδιος ποιητικός αισθησιασμός της γλώσσας και της γραφής της θα έπρεπε επομένως να ισχύουν και για τους καλούς και κοινούς νόμους, οι οποίοι μπορούν πάντα να ερμηνεύονται διαφορετικά, ποικιλοτρόπως, δηλαδή σαν να είναι ζωντανοί:

«Οι νόμοι της τέχνης είναι και νόμοι της ζωής. Ο πολιτικός οφείλει να μη διαφέρει σαν αντίληψη απ᾽ τον καλλιτέχνη. Και στην αντίληψη τού καλλιτέχνη ο αγώνας για τη σωτηρία του ανθρώπου είναι αγώνας για την ορθή έκφραση, και τίποτε άλλο. Σε τέτοιο σημείο, που θα έλεγα ότι και οι πλέον αντίθετες τοποθετήσεις απέναντι στο ίδιο πρόβλημα εξισώνονται αν η εν τέχνη δικαίωση τους είναι του αυτού υψηλού βαθμού.» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Ε’)

Η τόσο έντονα από τόσο πολλούς ευρωπαίους πολιτικούς και δημοσιογράφους επικαλούμενη και απαιτούμενη αφήγηση για μια σύγχρονη Ευρώπη δεν θα υπάρχει ποτέ όταν απουσιάζει η αληθινή, ποιητική γλώσσα, η οποία προϋποθέτει την αφήγηση. Η πρώτη ποιητική πράξη σε μια ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε λοιπόν να είναι ένα σύνταγμα που δεν θα διαπραγματεύεται στα παρασκήνια, αλλά θα πηγάζει από τον αισθησιακό λόγο και θα καταλήγει στον αισθητικό λόγο. Γιατί μόνο μέσω ενός τέτοιου συντάγματος μπορούν τα άγνωστα «κοινά» …

«μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη να καθαγιασθούν, και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια δύναμη» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Γ’)

αφού έτσι θα γίνουν και εν γένει γνωστά. Ακόμη και οι αριθμήσεις (της νομοθεσίας ενός τέτοιου συντάγματος) θα μπορούσαν να αποκτήσουν μια αμφισημία και ζωντάνια μέσω των ηχητικών εικόνων τους όταν τα διαβάζει κανείς και μέσω των ήχων της εικόνας που προκαλούν όταν τα κοιτάζει κανείς:

«Δεν ξέρεις αν θα σου ξαναδοθεί ποτέ να σμίξεις τις λέξεις με την ίδια θαυμαστή ασυμμετρία ενός αριθμού τηλεφώνου που τόλμησες κάποτε, γοητευμένος, να πάρεις και σου άλλαξε τη ζωή.» (Προσώ ηρέμα, Β’)


Η ελευθερία μιας τέτοιας συνταγματικής θεμελίωσης βρίσκεται –ανεπαίσθητη σχεδόν, παντοδύναμη πάντα και καθόλου μετατρέψιμη– στο ενδιάμεσο αυτής της εναλλακτικής μετατροπής μιας γλώσσας μεταξύ ήχου και εικόνας, δηλαδή στο τέλος του ενός που είναι η αρχή του άλλου. Οι νόμοι αυτού του συντάγματος θα δημιουργούσαν έναν συνεχή διάλογο ερμηνειών και εξηγήσεων και μέσα από αυτόν, άλλους νόμους που θα απέπνεαν αυτό το πνεύμα της ελευθερίας.
Πάντα η τέχνη ήταν αυτή που διαπερνούσε σύνορα και όρια και μετέφερε τους νόμους της φύσης στην κοινωνία των ανθρώπων, αφήνοντας έτσι να μιλήσει το μέχρι τότε άγνωστο στο γνωστό και επομένως το γνωστό στο άγνωστο, και ενώνοντας τους ανθρώπους όχι μόνο υπαρξιακά αλλά και πνευματικά, σαν μια απέραντη γέφυρα από το άπειρο που αντέχει όλους τους χρόνους και συνδέει όλους τους χώρους:

«Ο άνθρωπος, για την Ποίηση, δεν είναι ο εθνικός ή ο χριστιανός, ο αιρετικός ή ο ορθόδοξος, ο κομμουνιστής ή ο φασίστας –για ν᾽ απαριθμήσω ελάχιστους απ᾽ αυτούς που αλληλοφαγωθήκανε (δίκαια ή άδικα, δεν έχει σημασία) δώθε από την Ανάγκη. Ο “κείθε” είναι· που τα χαρακτηριστικά του τ᾽ αληθινά, “τέτοια που η αιωνιότητα θα του τα καταστήσει οριστικά”, τα βρίσκεις από τώρα κιόλας εξίσου σε µία πέτρα ή σ᾽ ένα σύννεφο, σ᾽ ένα βλέμμα τυχαίο ή σε µία κραυγή που µήτε καν σε αφορά.» (Τα κορίτσια, Β’)

Ωστόσο, αυτή η ποιητική ισχύς της τέχνης συνδέεται πάντα επίσης με ισχυρές αμφιβολίες, ακόμη και απόγνωση μέχρι να μεταβληθεί και στην απελευθέρωση του καλλιτέχνη:

«Έχω χίλιες πίκρες για τα ποιήματα που έγραψα, δεν υπάρχει ούτ᾽ ένα που να μ᾽ αφήνει ορθόν, παρ᾽ όλ᾽ αυτά ευλογώ την ώρα και τη στιγμή που έσπρωξαν το χέρι μου να τα γράψω, και μάλιστα να τα γράψω έτσι κι όχι αλλιώς.» (Πρώτα πρώτα η Ποίηση, ΣΤ’)


Ένα ανθρώπινο, ευρωπαϊκό σύνταγμα των αισθήσεων που με τη σειρά του εισρέει σ᾽ αυτές θα έπρεπε να εμπεριέχει και ένα «λεξιλόγιο» των φυτών, των ζώων, της φύσης και του θείου:

«Ο κόσμος των φυτών με γοήτευσε. Αείποτε μ᾽ εξέπληξε. Περισσότερο και από τον κόσμο των άστρων κατάφερνε να μου αποβάλλει το μυστήριο της ζωής. Αποπνέει ένα είδος αγιοσύνης, που δοκίμασα να το εκφράσω, ακόμη και με ανορθόδοξα μέσα, όταν αισθάνθηκα να είμαι αρκετά καθαρός στην ψυχή για να το αποπεφαθώ. Μετατρέποντας το φυτό από ουδέτερο σε θηλυκό, και θεωρώντας το σαν κόρη, περίπου, άγια ή θεά, ζωγράφισα, χωρίς να είμαι ζωγράφος, και μάλιστα σε πολλές παραλλαγές, μια θεά Φυτώ, που της έβαλα βυσσινιά δυνατά και χρυσά και φωτοστέφανο στο κεφάλι, με την ελπίδα να μπορεί δίπλα μου να ενσαρκώνει κείνον τον αέρα που έρχεται σαν από θαύμα μεσ᾽ απ᾽ τα έγκατα της γης και να υποκαταστήσει όσα και σαν ειδωλολάτρες και σαν χριστιανοί διακονήσαμε στο βωμό του Ποσειδώνα και της Παρθένου.» (Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Δ’)


Αυτό θα σήμαινε τέχνη της ζωής, να ακολουθείς τις αισθήσεις σου σαν τους ανέμους και τα νερά του κόσμου, μέχρι το τέλος τους που είναι πάντα η αρχή. Μόνο τότε η γλώσσα σαν γεφύρι μπορεί να πει πειστικά στον εαυτό της να σωπάσει ώστε ο νους να αντιληφθεί τη σιωπή του πνεύματος και να ενωθεί με τη σειρά του με αυτήν, την αιωνιότητα και την ελευθερία. Αυτή είναι η διαλεκτική και ο διαλογισμός της γλώσσας ως γέφυρα, ως θύρα και ως καταρράκτης. Παράλογος συνδυασμός. Όπως η ζωή και ο θάνατος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: