Έθνος εξαιρετικά

Έθνος εξαιρετικά
Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Έθνος εξαιρετικά», εκδ. Περισπωμένη 2023



Με μό­το τον στί­χο του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου «Για­τί πρέ­πει να έχει ο στρα­τιώ­της τα τσι­γά­ρα του», ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος αρ­χί­ζει την εξι­στό­ρη­ση των πα­θη­μά­των της Ελ­λά­δας και των Ελ­λή­νων σε ένα κα­τε­βα­τό ποι­η­μά­των που μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί ύμνος, έπαι­νος και θρή­νος, πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό σχό­λιο.
Η αρίθ­μη­ση εί­ναι λα­τι­νι­κή και αρα­βι­κή και τα ποι­ή­μα­τα στο σύ­νο­λό τους 49. Ο τρό­πος που συ­μπλέ­κο­νται οι αριθ­μοί πο­λύ­πλο­κος, κρύ­βει τα μυ­στι­κά του. Πί­να­κας πε­ριε­χο­μέ­νων δεν υπάρ­χει. Πολ­λά από τα ποι­ή­μα­τα φέ­ρουν τί­τλο εντός αγκύ­λης, προσ­διο­ρι­στι­κό και δια­φο­ρο­ποι­η­τι­κό, ίσως προει­δο­ποι­η­τι­κό και επι­ση­μα­ντι­κό.
Ο πρώ­τος στί­χος, του πρώ­του ποι­ή­μα­τος, πλά­γιος, «Με Έθνος εξαι­ρε­τι­κά και Σέρ­τι­κα Λα­μί­ας», σαν μί­ζα δί­νει το έναυ­σμα για να αφου­γκρα­στεί ο πα­ρα­κεί­με­νος στο πα­ρα­γώ­νι τη γλώσ­σα της φω­τιάς και τη ζωή του την ίδια να του μι­λά­ει με τις φλό­γες της.
Η ιστο­ρία εί­ναι με­γά­λη, η αφή­γη­ση μα­κρά, έχει να πε­ρά­σει πο­τά­μια και ερη­μιές, να φέ­ρει στα μά­τια μας σκη­νές στρα­τιω­τι­κού άγριου βί­ου

Λέ­νε βλέ­πουν τη χλαί­νη του με­σ’ απ’ τα κυ­πα­ρίσ­σια
κι αστρά­φτουν στιλ­βω­μέ­να τα κου­μπιά της
την ώρα την χλω­ρή, όταν η νύ­χτα ξε­ψυ­χά­ει
και μέ­νει ένας κα­πνός στο πέ­ρα­σμά του
πά­χνη της πί­κρας πά­νω από τη θά­λασ­σα και μό­σχος

Σαν να ξα­να­κού­με την πα­λιά ιστο­ρία έτσι όπως την αφη­γού­νταν οι παπ­πού­δες μας και γο­νείς μας, ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της στο Άσμα ηρω­ι­κό και Πέν­θι­μο… και στον «Ύπνο των Γεν­ναί­ων», ενώ ο κα­πνός του τσι­γά­ρου από τα «Σέρ­τι­κα Λα­μί­ας» φαί­νε­ται σαν να κα­τά­γε­ται κα­τευ­θεί­αν από τον Γιάν­νη Ρί­τσο, όπου κά­ποιοι άλ­λοι «Πά­νου στα κα­ρα­ού­λια πε­τρω­μέ­νοι κα­πνί­ζουν τη σβου­νιά και τη νύ­χτα».
Στο δεύ­τε­ρο ποί­η­μα αλ­λά­ζουν τα τσι­γά­ρα, «Με Έθνος εξαι­ρε­τι­κά και Αγρι­νί­ου Κα­ρέ­λια»· άλ­λος κα­πνός, αλ­λά ίδιος καη­μός. Άλ­λοι τό­ποι εμ­φα­νί­ζο­νται στο ονει­ρό­δρα­μα της εθνι­κής συ­νεί­δη­σής του, ας πού­με, πως μέ­σα στον δη­μο­τι­κό ρυθ­μό του και τον δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βό του συ­νε­χί­ζει της μοί­ρας της ελ­λη­νι­κής των πα­θών την αφή­γη­ση.
Και μέ­σα από τα πά­θη βρί­σκει την ευ­και­ρία ο ποι­η­τής να στρέ­ψει το βλέμ­μα στον χώ­ρο εκεί­νον που στοί­χειω­σε τη μνή­μη με τις ξυ­λο­δε­σιές του και τις οσμές από το τζά­κι και τις ει­κό­νες από τους πο­λέ­μους και την κρε­μα­σμέ­νη χλαί­νη, σαν κα­τά­λοι­πο κά­ποιας άλ­λης πα­λιάς εκ­στρα­τεί­ας, υπό­μνη­ση που ο ποι­η­τής «το ’χει μες στη μοί­ρα του ν’ ακού­σει/ μα­ντα­το­φό­ρους που έρ­χου­νται να πού­νε / πως τό­σος πό­νος τό­ση ζωή/ πή­γαν στην άβυσ­σο /για ένα που­κά­μι­σο αδεια­νό για μιαν Ελέ­νη». Αν ο Σε­φέ­ρης απευ­χό­ταν να ακού­σει τους μα­ντα­το­φό­ρους, ο Κο­σμό­που­λος ήδη βλέ­πει και ακού­ει

Τεκ­μή­ρια του πα­ρο­δι­κού, εν­δύ­μα­τα του τί­πο­τα.
Κά­πο­τε ζε­στα­θή­κα­νε από κορ­μιά ανεί­πω­τα.
Στην άκρη η χλαί­νη του. Τραύ­μα που χαί­νει
να στά­ζει αί­μα στο κε­νό, να επι­μέ­νει.

Νο­μί­ζω πως εί­ναι πε­ριτ­τό να πω πως ο Κο­σμό­που­λος συν­θέ­τει τα ποι­ή­μα­τά του με όλη την ιστο­ρία στο μυα­λό του και την προη­γού­με­νη ποί­η­ση με­γά­λη κλη­ρο­νο­μιά του. Θυ­μί­ζει κλε­φτό­που­λο που ακού­ει προ­σε­κτι­κά τον αφη­γού­με­νο παπ­πού τα πά­θη του κα­πνί­ζο­ντας, τα σέρ­τι­κα

Πιά­νω τη μυ­ρω­διά του - ένας κα­πνός την φέρ­νει.
Γα­λά­ζια, θε­ρι­νή, ηλιο­κα­μέ­νη.
Από τσι­γά­ρο σέρ­τι­κο, από κλα­ρί σγου­ρό

Πρέ­πει να επι­ση­μά­νου­με τη ση­μα­σία της οσμής, η οποία συμ­με­τέ­χει σε όλη την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση -μο­σκο­βο­λούν τα λού­λου­δα- πού­λου­δα του Σο­λω­μού, η μυ­ρω­δία των κί­τρων του Κάλ­βου, ο δυό­σμος και ο βα­σι­λι­κός του Ελύ­τη, οι ψι­λές απο­βρο­χά­ρισ­σες ανά­σες και τα αρώ­μα­τα από σκί­νο του Σε­φέ­ρη και τό­σες άλ­λες στο πο­λυ­πρό­σω­πο εύ­ο­σμο πο­λύ­χρω­μο πο­λύ­πλαγ­κτο ψη­φι­δω­τό της ελ­λη­νι­κής μας ποί­η­σης.

Στο ποί­η­μα IV έχου­με νυ­χτε­ρι­νή πο­ρεία

Περ­νά­νε οι ίσκιοι των νε­κρών.
Περ­νά­νε με γυ­λιά και χλαί­νες
……………………………
Το χέ­ρι του στα μαλ­λιά μου,
Τα ονό­μα­τά τους ψι­θυ­ρί­ζει, με θρόι­σμα φύλ­λου.
«Λυ­κούρ­γος… Εσκή Σε­χίρ…Πα­νά­γος… Πρού­σα…
Δη­μή­τρης… Δρέ­πα­νο… Γιάν­νης, Νι­κό­λας…Ντι­κε­λί…»
Ύστε­ρα χά­νε­ται μα­ζί τους.

Το VI ποί­η­μα θα μπο­ρού­σα­με να το τι­τλο­φο­ρή­σου­με «συ­νο­μι­λία με έναν πε­θα­μέ­νο». Ο ζω­ντα­νός δί­νει ρα­πόρ­το τι απέ­γι­ναν τα παι­διά εκεί­νου που με τη χλαί­νη στον ώμο, το τσι­γά­ρο στα χεί­λη και «με σκου­ρια­σμέ­νο γρέ­ζι και κου­βά ανε­βαί­νει η φω­νή του. Από του πη­γα­διού τα βά­θη».

«Κι έσκυ­ψα προς την ψυ­χή μου σαν στην άκρη πη­γα­διού», λέ­ει ο Πα­λα­μάς, «Κά­θε νύ­χτα απ’ το ξε­ρό πη­γά­δι /βγαί­νουν τ’ αγάλ­μα­τα προ­σε­χτι­κά κι ανε­βαί­νουν στα δέ­ντρα», λέ­ει ο Ρί­τσος και ο Ελύ­της

«Μέ­σ’ απ’ τα πη­γά­δια * τις κραυ­γές τρα­βά­τε
αδι­κο­σκο­τω­μέ­νων».

Ο Γέ­ρος με τη χλαί­νη και τ’ άρ­βυ­λα επα­νέρ­χε­ται, φι­γού­ρα μό­νι­μη της ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας. Κυ­κλο­φο­ρεί από ποί­η­μα σε ποί­η­μα με­τα­φέ­ρο­ντας σε­λί­δες μα­τω­μέ­νες, πά­θη και καη­μούς που καί­νε ακό­μη από γε­νιά σε γε­νιά. Δεν εί­ναι μό­νο ο πό­λε­μος, εί­ναι και η ξε­νι­τιά, όπου χά­θη­καν τα παι­διά του,

Την ξε­νι­τιά την ορ­φα­νιά την πί­κρα την αγά­πη /τα τέσ­σε­ρα τα ζύ­γι­σαν πι­κρό­τε­ρα ει­ν’ τα ξέ­να, απο­φαί­νε­ται ο δη­μο­τι­κός τρα­γου­δι­στής που με­ταμ­φιε­σμέ­νος σε σύγ­χρο­νο ψάλ­λει τα επα­να­λαμ­βα­νό­με­να πά­θη. Και σ’ αυ­τά προ­στί­θε­νται και τα άλ­λα: η γυ­ναί­κα του που συγ­χω­ρέ­θη­κε, οι φω­το­γρα­φί­ες του, το άλο­γό του.

Πολ­λά ποι­ή­μα­τα φέ­ρουν ημε­ρο­μη­νί­ες και πολ­λές ημε­ρο­μη­νί­ες εμ­φα­νί­ζο­νται μέ­σα στους στί­χους

Στο τοί­χο πά­νω απ’ το τρα­πέ­ζι, η φω­το­γρα­φία σου:
«Εν­θύ­μιον Πρού­σης, 1921». Στου χρό­νου το ανα­πό­δρα­στο, βα­ρύ από σί­δε­ρο και­ρού κι από χαλ­κό βα­σά­νων, στην αν­θο­στή­λη, τα άν­θη του φω­το­γρα­φεί­ου, μια στιγ­μή, ευω­διά­ζουν. Και τα μά­τια σου, φθαρ­μέ­να πια από και­ρό, κυ­μα­τί­ζου­νε πα­ρη­γο­ρη­τι­κά. Ετών ει­κο­σιέ­να.»

Στους στί­χους θα βρού­με και άλ­λες εν­δεί­ξεις που πα­ρα­πέ­μπουν σε μέ­ρη τρα­γω­δί­ας και άλ­λες που μας ξα­να­θυ­μί­ζουν στί­χους, όπως

Ανοί­γω το σα­κί­διο. Το σκα­λι­στό σου κύ­πε­λο από πρά­σι­νο γυα­λί χρω­μα­τι­στό. Το πή­ρες στην Κιου­τά­χεια. Το σα­γη­νευ­τι­κό μα­χαί­ρι. Θή­κη δερ­μά­τι­νη και φιλ­ντι­σέ­νια τα καρ­φιά.
Στην κά­μα σκα­λι­σμέ­νο: Πά­νορ­μος
Φεύ­γου­νε σύ­νερ­γα ζω­ής και σύ­νερ­γα θα­νά­του.
Βεγ­γα­λι­κά υγρά της μνή­μης, σε αφλο­γι­στία.

Ξαφ­νι­κό πέ­ρα­σμα ο Κα­βά­φης, με το γυα­λί χρω­μα­τι­στό και γρή­γο­ρο ο Καβ­βα­δί­ας με το «μα­χαί­ρι».

Κι εκεί­νος ο ξε­χα­σμέ­νος στον σταθ­μό των λε­ω­φο­ρεί­ων, που τα ρού­χα του μα­δά­νε φύλ­λα και τα άρ­βυ­λα στά­ζου­νε άμ­μο, και κα­νείς δεν τον ξέ­ρει και κα­νέ­ναν δεν ξέ­ρει… Σαν να βγή­κε από στί­χο του Μα­νό­λη Ανα­γνω­στά­κη.

Κά­θε στί­χος και μια ανά­μνη­ση ένα πο­τά­μι που δια­σχί­ζει το σώ­μα και την ψυ­χή, «νε­ρά του ’22, του ’49, φέρ­νουν αί­μα και ψέ­μα».

Κά­θε στί­χος και μια ανά­μνη­ση από την ποι­η­τι­κή μας κλη­ρο­νο­μιά. Εί­ναι ο από­γο­νος που θυ­μά­ται τη ρί­ζα του. Εί­ναι ο κρί­κος της αλυ­σί­δας που δεν σπά­ει, εί­ναι ο ποι­η­τής της σή­με­ρον που δεν ξε­χνά­ει, η μνή­μη του εί­ναι «τσα­κά­λι δι­ψα­σμέ­νο» και «σκυ­λί αδέ­σπο­το δαρ­μέ­νο».

Στο ΧΧ­ΧΙΙ ποί­η­μα το [Στιγ­μιό­τυ­πο] τε­λειώ­νει με την εξής φρά­ση: «Ατμί­ζει η γη. Απ’ τα έγκα­τα ανε­βαί­νου­νε οι οσμές, το­λύ­πες», σα­φής η ανα­φο­ρά στους κα­τα­λη­κτι­κούς στί­χους από τον ελυ­τι­κό «Ύπνο των Γεν­ναί­ων»:

«Και η άχνα που ανε­βαί­νει απ’ τις κοι­λά­δες, έχουν να κά νουν πως δεν εί­ναι λέ­ει κα­πνός, μα η νο­σταλ­γία που ξε­θυ­μαί­νει από τις χα­ρα­μά­δες του ύπνου των Γεν­ναί­ων».

Στο XXXVI [ηχο­γρά­φη­ση ΙΙΙ] η ιστο­ρία μπλέ­κει τα νή­μα­τα του ’44 με του ’47 και την Μι­κρά Ασία που εξέ­θρε­ψε τη Με­γά­λη Ιδέα… Όμως

«Ιδέ­ες βα­σί­λισ­σες κα­κο­γερ­νά­νε», λέ­ει ο Βάρ­να­λης. Η δι­κή μας συ­μπα­ρέ­συ­ρε όλο το Έθνος.

Το XL με υπό­τι­τλο [fuga] ανα­πτύσ­σε­ται σε τέσ­σε­ρα μέ­ρη, όπως και μια μου­σι­κή fuga, όπου ανα­πτύσ­σε­ται η φύ­τρα η σκο­τει­νή, ανα­φαί­νε­ται

που­λί γορ­γό­φτε­ρο από χώ­μα και νε­ρό πλα­σμέ­νο…
για φως του ήλιου δι­ψα­σμέ­νο

ακού­γε­ται η πα­ρά­κλη­ση του ποι­η­τή η φύ­τρα να βοη­θή­σει τη φω­νή του, όπως κά­πο­τε πα­ρα­κα­λού­σε ο Σι­κε­λια­νός: «Α!...δώ­σε, δώ­σ’ και σ’ εμέ­να Κύ­ριε, … έν’ άσπρο ση­μά­δι». Ο νε­ό­τε­ρος ποι­η­τής δι­καιο­λο­γεί:

Για­τί έχει πλού­τος η σι­γή και θέ­λει εύ­λα­λο στό­μα…
Ώρα να ’ρ­θουν οι από­ντες κι όλοι μου οι χα­μέ­νοι.

Στο XLΙ με τί­τλο εντός αγκύ­λης [Το κι­βώ­τιο], το ποί­η­μα πα­ρα­πέ­μπει ευ­θέ­ως στο Κι­βώ­τιο του Άρη Αλε­ξάν­δρου, αλ­λά και την κα­σέ­λα του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου από την οποία ο «Μερ­κού­ριος Μπού­ας» βγά­ζει, ανά­με­σα σε άλ­λα και το «πτώ­μα, κα­λώς δια­τη­ρη­μέ­νο, νε­κρού αν­δρός». Οι συμ­βο­λι­σμοί εί­ναι προ­φα­νείς. Ο ποι­η­τής πα­λεύ­ει με το ιστο­ρι­κό του πα­ρελ­θόν, από το οποίο, τε­λι­κά, κα­νείς δεν μπο­ρεί να απαλ­λα­γεί. Όλα χα­λά­σμα­τα στο λί­κνο της φύ­τρας. «μι­σο­σφαγ­μέ­να φτά­νου­νε τρα­γού­δια από ηχο­γρα­φή­σεις στο Σι­κά­γο, Αμέ­ρι­κα 1915. Πέ­φτει το Πού­σι».
Το XLII με υπό­τι­τλο [σκυ­λά­δι­κο] σαν fuga και αυ­τό, θέ­τει τα δά­χτυ­λα επί των τύ­πων των ήλων της σύγ­χρο­νης Ελ­λά­δας σταυ­ρω­μέ­νης στα σκυ­λά­δι­κα, με νέ­ες μορ­φές εκ­με­τάλ­λευ­σης κά­θε αλ­λιώς πε­σού­σης και πε­σό­ντος όχι στο πε­δί­ον της τι­μής με την προ­ο­πτι­κή κά­ποιας ελ­πί­δας, αλ­λά στο πε­δίο της από­γνω­σης, όπου έχει στε­ρέ­ψει κά­θε ελ­πί­δα.

Ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος έπαι­ξε με όλους τους ρυθ­μούς στα ποι­ή­μα­τά του, με δε­κα­πε­ντα­σύλ­λα­βους και πε­ζούς στί­χους, με τε­τρά­στι­χα, με ποι­ή­μα­τα σο­νέ­τα, με ποι­ή­μα­τα ημε­ρο­λό­για, με ποι­ή­μα­τα –μα­κρές αφη­γή­σεις, με τρα­γού­δια ανά­λα­φρα στον ρυθ­μό, αλ­λά γε­μά­τα πό­νο από την ανά­μνη­ση μιας με­γα­λο­μα­νί­ας που έστει­λε στον άλ­λο κό­σμο τα νιά­τα ενός Έθνους εξαι­ρε­τι­κά και με­γα­λοϊ­δε­α­τι­κά βα­σα­νι­σμέ­νου, που έκα­νε

Το πα­νάρ­χαιο τα­ξεί­δι/ των που ήπια­νε χο­λή και ξύ­δι

Και δεν πρέ­πει να μας δια­φύ­γει η ορ­θο­γρα­φία των λέ­ξε­ων, πα­λαιά αλ­λά μη ξε­χα­σμέ­νη γρα­φή τους. Κά­θε καη­μός, και ας εί­ναι πα­ρελ­θών με τη δι­κή του γρα­φή, επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται πα­ρών στο αδιά­φο­ρο και ισο­πε­δω­τι­κό σή­με­ρα.

Δεν εί­ναι αμε­λη­τέο εκεί­νο το επίρ­ρη­μα «εξαι­ρε­τι­κά», το οποίο επι­το­νί­ζει ει­ρω­νι­κά μια αφιέ­ρω­ση σε ένα Έθνος για το οποίο έπε­σαν πολ­λοί και σή­με­ρα, χω­ρίς σε­βα­σμό στο αί­μα που έχει χυ­θεί, εκ­χυ­δα­ΐ­ζε­ται διαρ­κώς, ξε­χνώ­ντας αγώ­νες, θυ­σί­ες και βά­σα­να.

Στην ου­σία, η συλ­λο­γή του Κο­σμό­που­λου Έθνος εξαι­ρε­τι­κά εί­ναι μια συ­νο­μι­λία με όλους τους άγνω­στους στρα­τιώ­τες που κα­μιά ιστο­ρία δεν κα­τέ­γρα­ψε στις σε­λί­δες της, που κι­νή­θη­κε στην επι­φά­νεια των αρ­χη­γών και των αριθ­μών, ενώ στο χώ­μα έλιω­σαν χι­λιά­δες χι­λιά­δων, άλ­λοι πο­λε­μώ­ντας στα πε­δία των μα­χών κι άλ­λοι στα χω­ριά τους και στα βου­νά τους που βα­σα­νί­στη­καν ή βα­σά­νι­σαν συγ­χω­ρια­νούς τους για λό­γους υπο­κι­νού­με­νης ιδε­ο­λο­γί­ας.
Τέ­λος, νο­μί­ζω πως ο ποι­η­τής έγρα­ψε ένα requiem για όλους εκεί­νους που έπε­σαν αφα­νώς, αρ­χί­ζο­ντας από τον δι­κό του πε­ρί­γυ­ρο, ο οποί­ος όμως εί­ναι και δι­κός μας και αφο­ρά όλους τους σκε­πτό­με­νους Έλ­λη­νες. Όμως νο­μί­ζω πως με το πλού­σιο ποι­η­τι­κό του δια­κεί­με­νο τί­μη­σε και τους ομο­τέ­χνους προ­γό­νους του, όπου ο λό­γος τους αυ­θορ­μή­τως ερ­χό­ταν να διεκ­δι­κή­σει μέ­σα στο νέο κεί­με­νο μια νέα πα­ρου­σία με έναν ή πε­ρισ­σό­τε­ρους στί­χους ή με μια λέ­ξη, ένα αί­σθη­μα, μια ανα­λο­γία.

Ο Δη­μή­τρης Κο­σμό­που­λος έκα­νε δι­πλή επί­σκε­ψη: στην ιστο­ρία και τους νε­κρούς της, αλ­λά και στους ποι­η­τές που πριν από εκεί­νον έπα­θαν, έγρα­ψαν και έκα­ναν τον καη­μό τους ποι­ή­μα­τα και τρα­γού­δια. Ίσως αυ­τή να εί­ναι και η κα­τα­φα­νέ­στα­τη αι­τία του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού μέ­σα στο Έθνος εξαι­ρε­τι­κά που επι­μέ­νει ακό­μα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: