Χορός και πάλι

ΒΕΡ­ΝΤΙ (1785-1867). Εθνι­κός μου­σουρ­γός, του οποί­ου το όνο­μα συ­νέ­πε­σε ως αρ­κτι­κό­λε­ξο V.E.R.D.I. με το ιστο­ρι­κό αί­τη­μα της επο­χής: Vittorio Emanuele Re d’ Italia. Ναι, θυ­μά­μαι τη σκη­νή στην ται­νία Senso του Βι­σκό­ντι με την Αλί­ντα Βά­λι, όταν μέ­σα στο θέ­α­τρο, όπου παί­ζε­ται ο Trovatore, με την πα­ρου­σία επι­φα­νών Αυ­στρια­κών, οι αντι­στα­σια­κοί, χέ­ρι με χέ­ρι, προ­ω­θούν τα φυλ­λά­δια με τα πο­λι­τι­κά συν­θή­μα­τα. Ή στον Gattopardo, εκεί­νο το βαλς brillante του Μπαρτ Λάν­κα­στερ με την θεϊ­κή Κλα­ού­ντια Καρ­ντι­νά­λε υπό το ψυ­χο­κτό­νο βλέμ­μα του ανι­ψιού Αλαίν Ντε­λόν που με το ζό­ρι συ­γκρα­τεί ένα τικ στο μά­γου­λο. Πρό­κει­ται για ένα πια­νι­στι­κό έρ­γο του Βέρ­ντι, ένα βαλς, σε μια ενορ­χή­στρω­ση του Νί­νο Ρό­τα, για τις ανά­γκες της ται­νί­ας Ο Γα­τό­παρ­δος, όπως επί­σης στον Νί­νο Ρό­τα ανή­κει και η μα­ζούρ­κα στο ίδιο έρ­γο. Ακού­στε την, σαν πα­ρα­κα­λώ, ενώ πα­ρα­κο­λου­θεί­τε τη σκη­νή.

Χορός και πάλι

Ο «γέ­ρος», «θεί­ος», Μπαρτ Λάν­κα­στερ, εί­ναι σε ηλι­κια­κή, οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­κή πα­ρακ­μή, αλ­λά πολ­λά ανι­ψιού­δια βά­ζει κά­τω!!! Η ται­νία βα­σί­ζε­ται σε ένα μυ­θι­στό­ρη­μα του Λα­μπε­ντού­σα που δεί­χνει τις κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές αλ­λα­γές στην Ιτα­λία στο τέ­λος του 19ου αιώ­να, ενώ η Ιτα­λία εί­ναι κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νη σε κρα­τί­δια· τον Βο­ρά κα­τέ­χουν οι Αυ­στρια­κοί και από τη Σι­κε­λία προ­ω­θεί­ται ο Γκα­ρι­μπάλ­ντι. Η αρι­στο­κρα­τία φθί­νει και η αστι­κή τά­ξη ανε­βαί­νει, διεκ­δι­κώ­ντας με­ρί­διο στην εξου­σία. Ο πρί­γκι­πας ντι Σα­λί­να –Μπαρτ Λά­γκα­στερ– με οι­κό­ση­μό του τον Γα­τό­παρ­δο (εξ ου και ο τί­τλος του βι­βλί­ου και της ται­νί­ας) αντι­λαμ­βά­νε­ται την κρί­ση της αρι­στο­κρα­τί­ας. Ο μό­νος τρό­πος για να μην αλ­λά­ξει τί­πο­τα, και να εξα­κο­λου­θεί η τά­ξη του να έχει την εξου­σία, εί­ναι να αλ­λά­ξουν τα πά­ντα. Και αυ­τά τα πά­ντα συ­νο­ψί­ζο­νται στο εξής ένα: να πα­ντρέ­ψει τον ανι­ψιό του τον Ταν­κρέ­ντι –Αλαίν Ντε­λόν– με την πα­νέ­μορ­φη Ατζέ­λι­κα –Κλα­ού­ντια Καρ­ντι­νά­λε–, κό­ρη του πλού­σιου χω­ριά­τη Κα­λό­τζε­ρο.
Στην επί­ση­μη δε­ξί­ω­ση στο αρ­χο­ντι­κό του Σα­λί­να, η εκ­θαμ­βω­τι­κή Αν­τζέ­λι­κα, που μό­λις μπει θα κά­νει όλες τις γυ­ναί­κες να σκά­σουν από τη ζή­λεια τους και όλους τους άντρες να την επι­θυ­μή­σουν, θα ζη­τή­σει από τον «θείο» να χο­ρέ­ψει μα­ζί της το βαλς που εί­πα­με πιο πά­νω. Το να την χο­ρέ­ψει ο άρ­χο­ντας –καλ­λι­τέ­χνης του βαλς, οι πά­ντες κά­νουν στην άκρη όταν χο­ρεύ­ει αυ­τός– ση­μαί­νει ότι θα την επι­βάλ­λει στην αρι­στο­κρα­τία. Και το βαλς αρ­χί­ζει. Και εί­ναι θεϊ­κό. Χο­ρεύ­ουν τέ­λεια. Η Αν­τζέ­λι­κα πα­νευ­τυ­χής και ο θεί­ος κα­τα­γοη­τευ­μέ­νος. Κι ο αρ­ρα­βω­νια­στι­κός, ο όμορ­φος Αλαίν Ντε­λόν που ήταν μα­ζί του ερω­τευ­μέ­νες όλες οι εξα­δέλ­φες και όχι μό­νο, κοι­τά­ζει με κομ­μέ­νη την ανά­σα και με δυ­σκο­λία συ­γκρα­τεί ένα τικ στο μά­γου­λο από τη ζή­λεια του. Ο θεί­ος εί­ναι μο­να­δι­κός, θεϊ­κός.
Αυ­τός ο χο­ρός με αυ­τή την λε­πτο­μέ­ρεια, μέ­σα από την οποία η μία κοι­νω­νι­κή τά­ξη απο­δέ­χε­ται την άλ­λη, την κα­τώ­τε­ρη, επα­νέρ­χε­ται σχε­δόν πα­νο­μοιό­τυ­πα στην ται­νία Easy Virtue με τον Λόρ­δο –Κό­λιν Φαιρθ– την σύ­ζυ­γό του –Κρι­στίν Σκοτ Τό­μας– τον γιο τους –Μπεν Μπαρνς– και την νύ­φη που τους έφε­ρε από την Αμε­ρι­κή – Τζέ­σι­κα Μπιελ. Η προ­αιώ­νια, εν­στι­κτώ­δης, ντιε­νεϊ­κή δια­φο­ρά ανά­με­σα στην αρι­στο­κρά­τισ­σα πε­θε­ρά και την νε­ό­πλου­τη, vulgaire νύ­φη θα κο­ρυ­φω­θεί. Κι αυ­θε­ντι­κή. Στην αρι­στο­κρα­τι­κή Αγ­γλία όμως, όχι, δεν την αντέ­χει το κλί­μα και οι δύο κό­σμοι συ­γκρού­ο­νται. Η αρ­χε­τυ­πι­κή σύ­γκρου­ση πε­θε­ράς-νύ­φης θα ανα­δυ­θεί από τα έγκα­τα της γη­ραιάς Αλ­βιό­νος, κά­τι που για την Αμε­ρι­κα­νί­δα εί­ναι αδια­νό­η­το. Και ο γιος, δυ­στυ­χώς, θα ψυ­χραν­θεί, κά­τω από τη συ­νε­χή πί­ε­ση της μη­τέ­ρας. Έτσι στην επί­ση­μη δε­ξί­ω­ση υπο­δο­χής με όλη την ξι­νή αρι­στο­κρα­τία πα­ρού­σα, η πε­θε­ρά ελ­πί­ζει να λά­βει την εκ­δί­κη­σή της. Ει­ρή­σθω –και όχι εν πα­ρό­δω– ότι ο Λόρ­δος γυ­ρο­φέρ­νει με ένα βι­βλίο στα χέ­ρια σαν πα­ρά­ω­ρος Άμ­λετ, ατη­μέ­λη­τος, αχτέ­νι­στος, αξύ­ρι­στος, κά­σουαλ ντυ­μέ­νος. Ο ευ­νου­χι­σμός που του έχει επι­βάλ­λει η αυ­ταρ­χι­κή σύ­ζυ­γός του δεν έχει θε­ρα­πεία. Δεν έχει;

Χορός και πάλι

Την ώρα της κρί­σε­ως, η νύ­φη ντυ­μέ­νη με το σπα­νιό­λι­κο φό­ρε­μα, με ένα μέ­τρο φρα­μπα­λά στο τε­λεί­ω­μά του, τα ξαν­θά μαλ­λιά ση­κω­μέ­να ψη­λά με το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό χτέ­νι, τη γυ­μνή πλά­τη και το αγαλ­μα­τέ­νιο σώ­μα, κα­τε­βαί­νει τη σκά­λα. Παίρ­νει ένα πο­τή­ρι σα­μπά­νια και μπαί­νει στη σά­λα. Οι πά­ντες πα­ρα­με­ρί­ζουν να μη «λε­ρω­θούν» από την βέ­βη­λη. Εκεί­νη κά­νει το γύ­ρο της αί­θου­σας ζη­τώ­ντας τον σύ­ζυ­γό της κα­βα­λιέ­ρο για το ταν­γκό. Τι­νά­ζει πί­σω το πό­δι και την ου­ρά της. Ο νε­α­ρός σύ­ζυ­γός της με τα μά­τια της λέ­ει όχι. Προ­θυ­μο­ποιεί­ται ένας ασή­μα­ντος νε­α­ρός. Του δί­νει να της κρα­τά­ει το πο­τή­ρι, απλώς, ενώ εξα­κο­λου­θεί να φέρ­νει γύ­ρω την αί­θου­σα υπό το φαρ­μα­κε­ρό, θριαμ­βι­κό βλέμ­μα της πε­θε­ράς που ψη­λώ­νει πέ­ντε πό­ντους. Και τό­τε, στην πε­ρι­φε­ρό­με­νη ωραία, ένα χέ­ρι τε­ντώ­νε­ται και της προ­σφέ­ρε­ται. Ο Λόρ­δος, με φρά­κο, χτε­νι­σμέ­νος, ξυ­ρι­σμέ­νος, όμορ­φος, ψη­λός, ευ­θυ­τε­νής, αγέ­ρω­χος, την τρα­βά­ει στην αγκα­λιά του και τη χο­ρεύ­ει. Της δί­νει την κα­τα­ξί­ω­ση που της αρ­νεί­ται η σύ­ζυ­γός του και ο σύ­ζυ­γός της. Και ο φα­κός κά­νει ζουμ στην ζω­ντα­νή Αφρο­δί­τη, ζουμ στις αι­σθη­σια­κές κα­μπύ­λες της, όπως δια­γρά­φο­νται κά­τω από το με­τα­ξω­τό της Κάρ­μεν που εφαρ­μό­ζει ορια­κά στους γλου­τούς, στη γυ­μνή γραμ­μω­μέ­νη πλά­τη, στα σαρ­κώ­δη κα­τακ­κό­κι­να χεί­λη, στα μά­τια, στο πρό­σω­πο. Ζουμ και στον συ­γκρα­τη­μέ­νο αι­σθη­σια­σμό που εκλύ­ει η έκ­φρα­ση του «ευ­νου­χι­σμέ­νου» λόρ­δου από την λόρ­δαι­να. Ξα­να­α­να­κα­λύ­πτει ότι εί­ναι άντρας. Χο­ρεύ­ουν ξέ­ρο­ντας πως όλοι κα­τα­πί­νουν το σά­λιο τους, κά­νουν επί­δει­ξη δε­ξιο­τε­χνί­ας που βγά­ζει το μά­τι του κά­θε ζη­λιά­ρη. Ο χο­ρός τε­λειώ­νει. Η πε­θε­ρά κα­τα­χει­ρο­κρο­τεί και χα­μο­γε­λώ­ντας φι­δί­σια απει­λεί τον σύ­ζυ­γο. Η νύ­φη φεύ­γο­ντας δί­νει μια στο γύ­ψι­νο άγαλ­μα της Αφρο­δί­της και το κά­νει θρί­ψα­λα.
Ση­μεί­ω­ση. Ο γιος που πριν λί­γο αρ­νιό­ταν να χο­ρέ­ψει με τη γυ­ναί­κα του, την ώρα που εκεί­νη χο­ρεύ­ει με τον πα­τέ­ρα του, εί­ναι ολόι­διος ο Αλαίν Ντε­λόν στον Γα­τό­παρ­δο. Ο Λόρ­δος, ο ώρι­μος άντρας έχει πά­ρει ανα­δρο­μι­κά εκ­δί­κη­ση από τους νο­μί­ζο­ντες πως όλα τα έχουν επει­δή εί­ναι νε­ό­τε­ροι. Στο τέ­λος, κι ενώ η Αμε­ρι­κα­νί­δα φεύ­γει με το μι­κρό κά­μπριο αυ­το­κι­νη­τά­κι της, ο Λόρ­δος πη­δά­ει μέ­σα και φεύ­γει μα­ζί της!!!

Χορός και πάλι

19ος αιώ­νας πά­λι. Χο­ρός στο πα­λά­τι. Η Ελάι­ζα Ντού­λιτλ, αν­θο­πώ­λισ­σα από φτω­χή και λαϊ­κή γει­το­νιά του Λον­δί­νου, συμ­με­τέ­χει στο πεί­ρα­μα του γλωσ­σο­λό­γου μί­στερ Χί­γκινς, με στό­χο να απο­δεί­ξει πως η παι­δεία κά­νει τον άν­θρω­πο ή του­λά­χι­στον τον με­τα­μορ­φώ­νει και έτσι θα μπο­ρέ­σει να ξε­γε­λά­ει όλους τους αρι­στο­κρά­τες με μέ­σο την Ελάι­ζα. Με­τά από εξα­ντλη­τι­κή προ­σπά­θεια, η αγράμ­μα­τη και άπλυ­τη αν­θο­πώ­λισ­σα θα με­τα­μορ­φω­θεί σε πρι­γκί­πισ­σα, ο βα­σι­λιάς θα την επι­λέ­ξει για ντά­μα, θα χο­ρέ­ψει μα­ζί της και όλοι θα ανα­ρω­τιού­νται, μα ποια εί­ναι, τό­σο όμορ­φη, τό­σο αρι­στο­κρα­τι­κή, τό­σο φι­νε­τσά­τη… Εί­ναι η Ώντρεϊ Χέ­μπορν στην Ωραία μου Κυ­ρία –My fair lady– του Τζορτζ Μπέρ­ναρ Σό­ου σε σκη­νο­θε­σία Τζορτζ Κιού­κορ, με τον Ρεξ Χά­ρι­σον στο ρό­λο του μί­στερ Χί­γκινς. Ο Σό­ου δού­λε­ψε πά­νω στον γνω­στό μύ­θο του Πυγ­μα­λί­ω­να. Εκεί ήταν ο έρω­τας που ζω­ντά­νε­ψε ένα άγαλ­μα, εδώ εί­ναι η μόρ­φω­ση που άλ­λα­ξε την εντύ­πω­ση. Και μια μα­κρά σει­ρά άλ­λων δη­μιουρ­γών αξιο­ποιώ­ντας το αρ­χαίο ελ­λη­νι­κό μύ­θο, έπλα­σε πολ­λές πολ­λές πα­ραλ­λα­γές.

Χορός και πάλι

Σκη­νι­κό από το Πό­λε­μος και Ει­ρή­νη του Σερ­γκέι Μπο­νταρ­τσούκ ή Πό­λε­μος και Κοι­νω­νία του Λέ­ο­ντος Τολ­στόι. Με τους Λου­ντμί­λα Σα­βε­λέ­βα, Βια­τσε­σλάβ Τι­κό­νοβ, στο πρω­τα­γω­νι­στι­κό ζευ­γά­ρι και τον ίδιο τον Μπο­νταρ­τσούκ ως Πιερ. «Πρί­γκι­πα Αντρέι, θα θέ­λα­τε να χο­ρέ­ψε­τε με την μι­κρή Ρο­στόβ;». Η μι­κρή Ρι­στόβ, η Να­τά­σα, εί­ναι έτοι­μη να κλά­ψει που κα­νείς δεν την χο­ρεύ­ει, «σαν την μι­κρή Ελέ­νη που κά­θε­ται και κλαί­ει για­τί δεν την παί­ζουν οι φι­λε­νά­δες της». Αλ­λά θα την χο­ρέ­ψει ο Αντρέι με τη με­σο­λά­βη­ση του Πιερ. Εκεί­νος θα την κοι­τά­ζει εκ­στα­σια­σμέ­νος κι εκεί­νη θα τον ερω­τευ­θεί αυθ­το­μά­τως. Έτσι εί­ναι ο έρω­τας· coup de foudre. Για­τί ο χο­ρός δεν εί­ναι χο­ρός αλ­λά προ­ξε­νιό. Η ευ­και­ρία που έχουν οι γο­νείς να βγά­λουν τα κο­ρί­τσια τους στη βι­τρί­να να βρουν κα­νέ­να γα­μπρό και οι γα­μπροί να πα­ζα­ρέ­ψουν κα­μιά νύ­φη… Ωραί­ες ρο­μα­ντι­κές επο­χές!!! Και με­τά σκέ­φτο­μαι όλες αυ­τές τις αρ­χο­ντο­πού­λες να στέ­κο­νται με τις τε­ρά­στιες τουα­λέ­τες και να πε­ρι­μέ­νουν τους κα­βα­λιέ­ρους να τις κα­λέ­σουν σε χο­ρό. Αλ­λιώς τσά­μπα οι τουα­λέ­τες, τα χτε­νί­σμα­τα, τα κο­σμή­μα­τα και η μό­στρα.
Και πά­λι η θεϊ­κή Ώντρεϊ Χέ­μπορν και ο θεϊ­κός Μελ Φε­ρέρ ανε­πα­νά­λη­πτοι στους ίδιους ρό­λους. Το αθά­να­το Χό­λι­γουντ ξέ­ρει κα­λά τη γέν­νη­ση της απο­πλά­νη­σης, ξέ­ρει κα­λά πώς να πε­ρά­σει χαλ­κά στη μύ­τη του θε­α­τή. Για­τί, όλα μπο­ρούν να αμ­φι­σβη­τη­θούν, ο έρω­τας όμως πα­ρα­μέ­νει, πά­ντα, πρώ­τος τη τά­ξει, και αυ­τόν πε­ρι­μέ­νουν όλα τα κο­ρί­τσια, στον γυ­ναι­κω­νί­τη ή «ντά­κου ντά­κου ο αρ­γα­λειός μου μέ­χρι να ’ρ­θει ο κα­λός μου». Υφαί­νο­ντας, σαν την Πη­νε­λό­πη την επι­στρο­φή του Οδυσ­σέα, εκεί­νη, του γα­μπρού η όποια άλ­λη.

Jan Vermeer, «Η δαντελού» (λεπτομέρεια), 1669-70, Λούβρο
Jan Vermeer, «Η δαντελού» (λεπτομέρεια), 1669-70, Λούβρο

Κε­ντώ­ντας πε­ρι­μέ­νει και η Δα­ντε­λού του Jan Vermeer, έρ­γο πε­ρί­που του 1670. Το κέ­ντη­μα, όπως και το πλέ­ξι­μο εί­ναι ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τι­κό. Τον και­ρό που δεν εί­χαν ακό­μα εφευ­ρε­θεί τα ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα και οι ψυ­χο­θε­ρα­πευ­τές, κά­νο­ντας δου­λειές πρα­κτι­κές και χρή­σι­μες, ξε­περ­νού­σαν τα προ­βλή­μα­τα οι γυ­ναί­κες. Θυ­μά­μαι μια ται­νία όπου η ηρω­ί­δα τρε­λά­θη­κε, όταν την εγκα­τέ­λει­ψε ο ερα­στής της, με­τά από μα­κρά πο­λιορ­κία και με­γά­λο έρω­τα. Έγκλει­στη σε κά­ποιο ίδρυ­μα, κε­ντά τη δα­ντέ­λα της, ενώ πί­σω της υπήρ­χε μια τε­ρά­στια του­ρι­στι­κή αφί­σα, με έντο­να με­γά­λα γράμ­μα­τα, ΝΑ­ΞΟΣ. Εκεί θα πή­γαι­νε με τον αγα­πη­μέ­νο της, αν δεν την εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει. Η Αριά­δνη στη Νά­ξο, λοι­πόν, και η δα­ντέ­λα απα­σχό­λη­ση ψυ­χο­λο­γι­κής στή­ρι­ξης. Η Φλάν­δρα φη­μί­ζε­ται για τις δα­ντέ­λες της, όπως και η Ισπα­νία. Στην ται­νία του Λουίς Μπου­νιου­έλ Το σκο­τει­νό αντι­κεί­με­νο του πό­θου, μια γυ­ναί­κα πλέ­κει λευ­κή δα­ντέ­λα στη βι­τρί­να ενός κα­τα­στή­μα­τος. Τρυ­πά­ει το δά­χτυ­λό της και όλη η ει­κό­να γί­νε­ται κόκ­κι­νη. Εκεί τε­λειώ­νει. Και she was standing there so beyone compair the spanish lace τρα­γου­δού­σε ο Gene McDabniels, στα νιά­τα μου, και χο­ρεύ­α­με· και μέ­σα στους ήχους ακού­γο­νταν και οι κα­στα­νιέ­τες συ­νέ­χεια. Ολέ!!!
Δεν περ­πα­τού­σαν γλι­στρού­σαν, σαν εκεί­νες τις όμορ­φες ρω­σί­δες χο­ρεύ­τριες του Μω­ϋ­σέ­γεφ που νο­μί­ζεις πως έχουν ρό­δες στα πό­δια. Για τον Κου­ρέα της Σι­βη­ρί­ας του Νι­κή­τα Μι­χάλ­κωφ μι­λάω. Οι στρα­τιώ­τες εί­χαν γυα­λί­σει τό­σο κα­λά το παρ­κέ ώστε κα­νείς δεν μπο­ρού­σε να στα­θεί, οι αξιω­μα­τι­κοί με τις ωραί­ες στο­λές και οι αρι­στο­κρά­τισ­σες με τα πο­λυ­τε­λή φο­ρέ­μα­τα γλι­στρού­σαν, όλοι γλι­στρού­σαν ακό­μα και το σκυ­λά­κι της κό­μισ­σας· σχε­δόν πά­ντα υπάρ­χει ένα σκυ­λά­κι στα έρ­γα του Μι­χάλ­κωφ· «Σα­μπά­τσκα», έλε­γε ο Μαρ­τσέ­λο Μα­στρο­γιάν­νι στα Μαύ­ρα Μά­τια· σα­μπά­τσκα, θα πει σκυ­λά­κι.

Το δεύ­τε­ρο βαλς του Σο­στα­κό­βιτς έγι­νε μό­δα και τώ­ρα πια το παί­ζουν όλοι πα­ντού. Γι’ αυ­τό και κά­ποιος αρ­κε­τά ευ­φυ­ής και λά­τρης του σι­νε­μά μά­ζε­ψε όλα τα όμορ­φα ζευ­γά­ρια του σι­νε­μά σε ένα άλ­μπουμ. Άν­να Κα­ρέ­νι­να, όλες τις Κα­ρέ­νι­νες, σε όλες τις εκ­δο­χές. Να­τά­σα από το Πό­λε­μος και Ει­ρή­νη, όλες οι Να­τά­σες αλ­λά η Ωντρεϊ Χέ­μπρον, εί­πα­με, εί­ναι η ωραιό­τε­ρη. Όλα αυ­τά τα βαλς, εν­σω­μα­τω­μέ­να σε ένα χο­ρευ­τι­κό κο­λάζ κά­τω από τη μου­σι­κή του 2ου βαλς του Σο­στα­κό­βιτς εί­ναι θαύ­μα να το βλέ­πεις, να το ακούς και να το χο­ρεύ­εις. Εκτός του άλ­μπουμ εί­ναι ένα ακό­μη ζευ­γά­ρι εμ­βλη­μα­τι­κό για την ομορ­φιά του και για το χο­ρό του. Εί­ναι η αυ­το­κρά­τει­ρα Σί­συ με την Ρό­μι Σνάι­ντερ που χο­ρεύ­ει με τον Φραντς, τον βα­σι­λιά σύ­ζυ­γό της και εκεί, εκτός από την ίδια, πρω­τα­γω­νι­στεί και η τε­ρά­στια τουα­λέ­τα της. Με­γά­λη, πλα­τιά, απλω­τή, και τα μα­κριά με μπού­κλες (δέ­κα πε­ρού­κες) μαλ­λιά της. Αρι­στούρ­γη­μα βλέ­πειν, ακού­ειν, θαυ­μά­ζειν και θέ­λειν αρ­πά­ξειν και ορ­μή­σειν και χο­ρέ­ψειν


στον στρό­βι­λο του βαλς που πλη­σιά­ζει

Και βλέ­πω τα θη­ρά­μα­τα των λο­γι­σμών μου
Δελ­φί­νια που ανα­δύ­ο­νται κ’ εισ­δύ­ουν με­σ’ στο κύ­μα

(Αν­δρέ­ας Εμπει­ρί­κος έφα)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: