Χορεύουμε;

Χορεύουμε;

Η εξ απροσεξίας ανορθογραφία ... μπορεί κάποτε να βγάζει ... στη μουσική σε Καρλ Μαρία φον Βέμπερ
(Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ, Εκ του πλησίον, σ. 70)


Ο Κώστας Καρυωτάκης πάντα κομψός και πάντα περιποιημένος. Με κοστούμι, γραβάτα και καπέλο. Έτσι ήταν ντυμένος ένας Κύριος. Ο στίχος του «Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά και τη γραβάτα μας» δείχνει μια ανεμελιά, αυτός που πέρασε στη λογοτεχνία μας σαν θλιμένος και απαιδιόδοξος, καταπιεσμένος από τον πατέρα του, τον προϊστάμενο, την κρατική μηχανή γενικά και, αργότερα και με το άγχος της αρρώστιας, αυτός στην πρώτη νιότη του τουλάχιστον ήταν ένας γλεντζές άνθρωπος που έγραφε και αστεία πράγματα και έστηνε φάρσες. Και το πιο σημαντικό, πήγαινε στο ντάνσιγκ. Πήγαινε και χόρευε με την Πολυδούρη. Κι εδώ θα σταθώ (σαν Καβάφης) και θα κοιτάξω μέσα από τις λέξεις το πορτρέτο ενός χορεύοντος ποιητή που ο αέρας της κίνησης του παίρνει τα μαλλιά και τη γραβάτα. Μια εικόνα ανθρώπου ελεύθερου. Μα, αφού είναι ποιητής είναι ελεύθερος, μέσα του.

Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ (1786-1826)

Αυτή η εικόνα με στέλνει κατευθείαν στο πορτρέτο, ένα από τα πολλά, του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, του Γερμανού ρομαντικού συνθέτη ο οποίος έγραψε την διάσημη όπερα Ο ελεύθερος σκοπευτής. Η όπερα έκανε πρεμιέρα στον Ιούνιο του 1821 στο νέο Κονσερτχάους του Βερολίνου. Εκατόν σαράντα χρόνια μετά, ο Τεοντόρ Αντόρνο χαρακτήρισε το έργο εθνικό, εθνικότερο από τα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Αλλά εδώ αυτή η χρονολογία (1821) είναι ένα αγκάθι που με κεντρίζει, όταν σκέφτομαι ότι οι Ευρωπαίοι γράφουν αριστουργήματα και οι Έλληνες ματώνονται για την ελευθερία τους.

«Bella gerant alii, tu felix Austria nube», έλεγε ο αυτοκράτωρ των Αψβούργων επειδή μέσα από τους γάμους οι Αψβούργοι έκαναν συμμαχίες για να κερδίζουν τους πολέμους. Ωστόσο, πρόκειται για ένα λατινικό ρητό, φαίνεται άλλωστε, που αναφέρει ο Οβίδιος στο έργο του Ηρωίδες, και ειδικά στο απόσπασμα εκείνο στο οποίο η Λαοδάμεια ικετεύει τον άντρα της τον Πρωτεσίλαο να μην πάει στη μάχη· βρισκόμαστε στην Τροία. Εκείνος πήγε και ήταν και ο πρώτος πεσσός υπέρ πατρίδος, κατά την έκφραση και κρυφή δηκτική συνυποδήλωση του Νίκου Εγγονόπουλου.
Από τη γενιά των Αυστριακών ηγεμόνων κατάγεται ο Μέτερνιχ, ο οποίος ήθελε να βάλει τάξη και ασφάλεια καθ’ άπασαν την Ευρώπην, για να μπορεί ήσυχος να απολαμβάνει τα αγαθά του nube διότι, αν και δεν του φαίνεται, είχε μεγάλη επιτυχία στον ποδόγυρο και μια ευρεία γκάμα ερωτικών επιφανών συντρόφων – ανάμεσά τους και μια από τις αδελφές του Ναπολέοντα. Παντρεμένες και ανύπαντρες χωρίς διαχωρισμό, σαν τον Δον Ζουάν του Μότσαρτ. Τώρα γιατί εμένα από παλιά μόλις άκουγα το όνομά του ο νους μου έτρεχε στον damnato Σκάρπια από την Τόσκα;;; «Mori damnato mori» φωνάζει η Κάλλας, και του ρίχνει με το μαχαίρι του τέρατος. Ωστόσο, ο Μέτερνιχ ήταν ωραίος. Κάπως σαν τον Λόρδο Μπάιρον, αλλά ο Μπάιρον ήταν πολύ ωραιότερος. Φορούσαν και οι δύο το μαντίλι στο λαιμό τους, την γραβάτα τους. Για τον Ναπολέοντα λένε ότι φορούσε μαύρο μαντίλι για να κερδίζει τις μάχες αλλά στο Βατερλό φορούσε λευκό και του το ’παιρνε ο αέρας…

Η Αυστρία νυμφεύεται και υπανδρεύεται και χορεύει βαλς, πάει κι έρχεται με τα κύματα του ωραίου, γαλάζιου Δουνάβεως που δεν είναι πια γαλάζιος, αλλά ας είναι ό,τι είναι. Ο μύθος έχει σημασία όχι το εκάστοτε είναι. Ωστόσο, παρεξέκλινα πολύ από την βασσιλική οδό η οποία θα με έβγαζε κατευθείαν στον ολιγόζωο Βέμπερ που πέθανε στα τριάντα εννιά του χρόνια. Εκεί σ’ αυτό το πορτρέτο (που λέγαμε) ο αέρας έχει πάρει τα μαλλιά και την άκρη από το εν είδει γραβάτας μεταξωτό μαντίλι του λαιμού. Με αυτή την εικόνα στο μυαλό τον βλέπω μπροστά στην αηδονόλαλη Καρολίν, που είχαν παντρευτεί πριν λίγους μήνες και για δώρο της συνέθεσε στο πιάνο την «Invitation to dance». Ήταν το ευτυχές έτος 1819 και με μία ιπποτική υπόκληση την καλεί να χορέψουν βαλς. Αυτό είναι το πρώτο συμφωνικό βαλς στην ιστορία της μουσικής που γνώρισε τεράστια επιτυχία, πρώτον γιατί ήταν πάντα μέρος του ρεπερτορίου του Λιστ και άλλων κορυφαίων πιανιστών και δεύτερον απογειώθηκε όταν ενορχηστρώθηκε αριστουργηματικά το 1841 από τον Εκτόρ Μπερλιόζ.
Έτσι λοιπόν νέος, επιτυχημένος, ερωτευμένος και στο αποκορύφωμα της ευτυχίας του, της ψυχικής και καλλιτεχνικής του άνθισης, πέθανε ο ωραίος Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ. Κρατώ μια επιφύλαξη για το ωραίος. Ήταν ωραίος; Διαβάζω ότι με τους αιμομικτικούς γάμους της η Αυστρία έπαθε στραβομουτσουνίαση, η μύτη διογκώθηκε, το σαγόνι βγήκε προς τα έξω και σουβλεροποίηθηκε. Βέβαια, αυτό ισχύει για τις βασιλικές οικογένειες. Η πριγκίπισσα, βασίλισσα και αυτοκράτειρα Σίσυ όμως ήταν κουκλάρα και ο εξάδελφος βασιλεύς Λούντβιχ θεός!!! (δηλαδή η Ρόμι Σνάιντερ και ο Χέλμουτ Μπέργκερ στην ταινία του Βισκόντι…). Ωστόσο, η αρχοντιά κάνει μπαμ από μακριά και στον Βέμπερ που δεν χάρηκε τον αέρα στα μαλλιά και στη γραβάτα του.

Εκατό χρόνια αργότερα ο διάσημος Αμερικανός τζαζίστας Μπένι Γκούντμαν εμπνεύστηκε από την «Invitation to dance» και εισήγαγε μια σειρά εκπομπών με τον τίτλο «Let’s dance» καθώς και σε ένα λαργκέτο στο οποίο φαίνεται η επίδραση από τον Βέμπερ. Τα χρόνια περνούν οι μόδες αλλάζουν αλλά η πρώτη αρχή του κάθε πράγματος βρίσκεται βαθιά πίσω στον χρόνο. Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; Ρωτά η Μέλπω Αξιώτη και γω ρωτώ με τη σειρά μου. Χόρεψε άραγε ποτέ αυτή η γυναίκα η καταπιεσμένη από τη μάνα της και από ό,τι άλλο έβαλε στόχο ιερό στη ζωή της; Η ζωή είναι υπερρεαλιστική και σουρεαλιστική.

Όμως επανέρχομαι στην υποκλίση, έτσι όπως την είδα να την κάνει, όχι ο Βέμπερ αυτή τη φορά, γιατί αυτός έπρεπε να είναι καθιστός στο μιούζικ στουλ για να την εκτελεί στο πιάνο, αλλά ο Τζιν Κέλλι στην ταινία Ένας Αμερικανός στο Παρίσι. Εκεί κάπου στα χείλη μιας σιστέρνας, ενός αναβρυτηρίου, ενός σιντριβανιού, βρε αδελφέ, που λέει και ο Δημήτρης Χορν,  κάθεται σαν πουλάκι διψασμένο για έρωταˑ η Λέσλι Καρόν κι αυτός, που είναι ζωγράφος, της διορθώνει την πόζα. Εκείνη κρατά ένα τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο πέφτει από τα χέρια της κι εκείνος σπεύδει να γονατίσει, να το σηκώσει, να της το προσφέρει και να την φιλήσει στο στόμα που χαμογελάει και αφήνει να φαίνεται η χαριτωμένη ελαφρώς προτεταμένη οδοντοστοιχία (δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα τα σιδεράκια). Όλα τόσο, μα τόσο κομψά και τρυφερά … και μετά χοροπηδάνε και στριφογυρίζουν. Εκείνη με το σαράντα πήχες φόρεμα (όσο και το «δίμιτο για τον περιβλάρη μας τον Παναγή· τόσο λέει του χρειάζεται για μια βράκα», έτσι όπως την μέτρησε ο Σεφέρης) κι εκείνος, ο Αμερικανός με το σημαίνον βλέμμα, σαν ωραίος λατίνος με ό,τι κι αν φοράει μαύρο, άσπρο… αέρας του παίρνει τα παντελόνια, τα πουκάμισα, τα μαλλιά καθόλου δεν κουνιούνται, το σώμα πάλλεται κι η γη αναστενάζει …

«Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά και τη γραβάτα μας», είπε ο Καρυωτάκης με τον οποίο ξεκινήσαμε. Δηλαδή τα αφήνουμε όλα στην τύχη; «ένα αεράκι θαλασσινό /  μου κουνά το μαλλί. Και το πέτο» παρεμφερώς μπαίνει στην κουβέντα μας ο Ντίνος Σιώτης. Δηλαδή, μας τραβάει από το πέτο, μας κουνάει το δάχτυλο, έι, εσύ... έλα δω… ποιος ξέρει τι ξέρει ο Ντίνος.
Και από την ανάποδη είμαι ο ίδιος: «Μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά» κείτεται πάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη ο ανθυπολοχαγός του Ελύτη. Καμία κίνηση. Ο χορός τελείωσε. Είναι η ώρα της ακίνητης στιγμή ή του ακίνητου χορού κατά τον Σεφέρη. Μένει όμως η ποίηση, η μουσική, ο χορός που κινείται πάντα και κινεί τα πάντα και όλα είναι ζωντανά και κάμνουνε για λίγο να μην νοιώθεται η πληγή. Όλα μια σπονδή στον άνεμο, ερωτοπαθέστατε Ανδρέα Εμπειρίκο!
Και για να παρηγορηθούμε, όσο και να είχε ζήσει ο Βέμπερ, πάλι πεθαμένος θα ήταν σήμερα. Η «Invitation to dance» όμως είναι ζωντανή και θα είναι, έτσι. Έτσι όπως τη χορεύουνε αυτές τις μέρες στη Βιέννη:

https://youtu.be/Cwsd4Cy2QNs.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: