Ένας ποιητής της γενιάς τού ’70 γράφει για 3 ποιητές της γενιάς του

Ένας ποιητής της γενιάς τού ’70 γράφει για 3 ποιητές της γενιάς του

Γιώργος Μαρκόπουλος: «Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη», «Η ποίηση του Κώστα Παπαγεωργίου», «Η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη» εκδ. Εκάτη 2022



Ένας ποιητής της γενιάς του ’70 γράφει για τρεις ποιητές της γενιάς του ’70 .

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ποιητής πολυτιμημένος και πολυαγαπημένος ανάμεσα στους άλλους της γενιάς του. Πέρα από ποιητής όμως είναι και μελετητής. Μελετά και τιμά τους αγαπημένους φίλους του, με ισοδύναμες εκδόσεις, βιβλία αφιερώματα, μικρά ποιητικά πορτρέτα ομοτέχνων, σαν μηνύματα αγάπης που λένε «δεν σας ξεχνώ», σας κοιτάζω, σας βλέπω, μιλάω μαζί σας, με ξεναγείτε στο έργο σας. Είστε η Βεατρίκη μου στον Παράδεισό σας ή και ο Βιργίλιος στην Κόλασή σας.
Τα βιβλία δείχνουν μικρά αλλά δεν είναι. Αντιθέτως είναι πυκνά, με απόψεις πολύ στέρεα τεκμηριωμένες. Κυρίως είναι γραμμένα με την καρδιά του γράφοντος, χωρίς να εξαιρείται ο νους.
Τους ποιητές της γενιάς του ’70 συνδέει περίπου ο χρόνος που γεννήθηκαν, κυρίως ο χρόνος που εξέδωσαν την πρώτη τους ποιητική συλλογή. Κι εκεί που άλλοι, σε παλαιότερες γενιές, είχαν έναν διαφανή στόχο –πόλεμος, εμφύλιος, ψυχροπολεμική περίοδος, κοινωνική αδικία, διάψευση ελπίδων– οι νεότεροι έχουν όλα αυτά συν τα αδιέξοδα της εποχής τους και την απογοήτευση από τα όνειρα που δεν πραγματώθηκαν ή ακόμα την αίσθηση μιας πανταχού παρούσας, εγγενούς απώλειας να αντιμετωπίσουν. Έτσι όλοι μαζί, συστεγάζονται στην ίδια γενιά, αλλά με διαφορετική διάθεση, θέμα και στόχο.
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιάννης Βαρβέρης, ο Κώστας Παπαγεωργίου και ο Αντώνης Φωστιέρης ανήκουν και σε μια τετράδα, στην ποιητική παρέα που με κέντρο το στέκι των εκδόσεων Γκοβόστη, εξέδιδαν το περιοδικό τα Ποιητικά, πέρα από τα Θέματα Λογοτεχνίας που εκδίδει, επίσης, ο Κώστας Γκοβόστης, περιοδικό το οποίο απλώνεται και στην πεζογραφία. Πολιτιστικό, λογοτεχνικό στέκι ο χώρος, λες και ήταν το σπίτι του Καλλία και συνδαιτυμόνες οι τέσσερις προαναφερθέντες, οι τυχεροί, καθιστοί, άλλοι πολλοί, μέχρι την πόρτα, ορθοί κι ακόμα άλλοι απέξω. Οι περισσότεροι προσερχόμενοι της ίδιας γενιάς, αλλά και όσοι δεν ήταν, καθένας είχε τον πόθο να δει και ν’ ακούσει από κοντά τους προβληματισμούς των ποιητών που κυκλοφορούσαν πλάι μας, περιβεβλημένοι με τον μύθο τους, ντυμένο στην ανθρώπινη εκδοχή τους. Καθένας κι ένα ξεχωριστό πορτρέτο και μετά τις ομιλίες και τις συζητήσεις, στηνόταν κι ένα πλούσιο τσιμπούσι, έτσι για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα και τους δικούς του συνόντες, συνομιλητές και συμποσιαστές.
Αυτών των συνευρέσεων δείγμα, μας δίνει ο Μαρκόπουλος, παίρνοντας έναν έναν από το τραπέζι της ποίησης για να μας τον παρουσιάσει, φωτίζοντας τα μυστικά του.
Για την ανάγκη αυτής της παρουσίασης έβαλα και τα τρία βιβλία σε ένα κείμενο. Οι δύο πρώτοι έχουν ήδη αναχωρήσει για των Ιδεών την Πόλη, ο τρίτος κατοικεί ακόμη ανάμεσά μας και απολαμβάνει το απείκασμά της. Ευτυχώς, γιατί υπολείπεται πολύ και ωραίο έργο εδώ πριν πάει εκεί…


Η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη

Ο Γιάννης Βαρβέρης, με τη σειρά του, πρώτος. Πρώτος πλήρωαε το τίμημα της ζωής του, έκανε πράξη αυτό που τριγύριζε στην ποίησή του, τον θάνατο ή καλύτερα τον έρωτα και τον θάνατο. Στο προλογικό του σημείωμα ο Μαρκόπουλος μας λέει πως «η ποίηση του Βαρβέρη είναι αμέσως αναγνωρίσιμη, δημιούργημα μιας πολύ ιδιότυπης ψυχολογίας, που συγκερνά θηλυκή σκέψη με αρρενωπή γραφή και, τελικά, το φύλο της είναι το απροσδιόριστο εκείνο φύλο, το οποίο ο καθένας από εμάς, χωρίς ιδιαίτερες επιφυλάξεις, θα απέδιδε στην έννοια του θανάτου». Και, φυσικά, από όλες τις συλλογές, θα αγρεύσει τα στοιχεία που θα τεκμηριώσουν «την πρώιμη κιόλας εμφάνιση του θανάτου», τη «δωρικότητα» και το ζεύγμα «έρωτας-θάνατος». Έπειτα θα κάνει την εμφάνισή της η «Σαλώμη» με όλα τα παρασημαινόμενά της: γοητεία, μαγεία, εκμαυλισμός, πέπλα και το κεφάλι του Ιωάννη επί πίνακι.
Είναι πολλά τα ποιήματα με τα οποία θα τεκμηριώσει ο Μαρκόπουλος τη μελέτη του∙ επιλέγω για την περίσταση το ποίημα «Το γράμμα»: Στην τσέπη του παλτού σου/ παλιό σουσάμι/ φλούδι φιστικιών/ και το τσαλακωμένο γράμμα μου./ […] Μα τώρα που μπαίνει το καλοκαιράκι/ κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας […] θα σφίξω θα μαζέψω / σε σουσάμι σε φλούδι/ κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα. / Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου
Το παλτό θα επανέλθει και στο «Εγκεφαλικό ποίημα», επηρεασμένο από το κίνημα του αισθητισμού του 19ου αιώνα, ποίημα που είναι «προάγγελος του θανάτου» κατά την άποψη του Μαρκόπουλου. Αποσπώ απόσπασμα:

Ναφθαλίνες στις τσέπες μου βρίσκω/ και τελείωσε το καλοκαίρι./ Στο παλτό μου τώρα πια / θ’ αρχίσω λίγο λίγο να οχυρώνομαι/ […] Τώρα που τέλειωσε λοιπόν το καλοκαίρι/ είμαι πανέτοιμος./ […] Αυτά / στην ανελέητη προοπτική του επόμενου Αύγουστου/ με τις θεές και τα μπρούτζινα τσογλάνια του/ στις ντισκοτέκ του και τις παραλίες του.

Ο Μαρκόπουλος τονίζει τον «Βαθμό της τόλμης» των συμβόλων του Γιάννη Βαρβέρη, αλλά «και των προσπαθειών που καταβάλλει ο θάνατος για να εμφανιστεί», που «ακόμα και όταν τον σέβεται, τον χρησιμοποιεί και τον λοιδορεί». Βεβαίως έχει τον σκοπό του. Και στο Πιάνο βυθού ο Μαρκόπουλος διακρίνει ότι η βασική μέριμνα του Βαρβέρη είναι «η φθορά των ανθρώπων, των πραγμάτων και των σχέσεων» σαν κληροδότημα του Καρυωτάκη στον απόγονό του, θα λέγαμε.
Στα ποιήματα ανάκλησης αγαπημένων νεκρών, μεταξύ πολλών άλλων, είναι και το ποίημα «Πλατεία Κολωνακίου» με τους τιμημένους μας ήρωες που έχουν δώσει το όνομά τους στους δρόμους. Δεν είναι οι «λεροί ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους», όπως έλεγε πριν 100 χρόνια ο Καρυωτάκης, αλλά είναι οι ίδιοι, ο Ξάνθος, ο Σκουφάς και ο Τσακάλωφ, οι περιφερόμενοι άγνωστοι στη γνωστή πλατεία που και πάλι συζητούν «τους καλύτερους τρόπους προετοιμασίας του Αγώνα». Ποίημα οδυνηρό για την ευσυνειδησία του Νεοέλλληνα που απολαμβάνει τον καφέ του χωρίς να ξέρει ποιοι είναι αυτοί οι τρεις που «χάθηκαν προς την Κανάρη». Κι έτσι βάζει στο ποίημα και τον μπουρλοτιέρη, που αναχωρεί προς την Ακαδημία, αλλά και τον Αναγνωστόπουλο που έρχεται κάθετα στην πλατεία. Βεβαίως ο Μαρκόπουλος δεν παραλείπει να τονίσει και τη σκηνοθετική πλευρά του θέματος, μια και ο τιμώμενος ήταν λάτρης και κριτικός επίσης του θεάτρου.
Στο τελευταίο μέρος της μελέτης του, με ένα λόγο χειμαρρώδη, θα μας συνοψίσει τα χαρακτηριστικά του αλησμόνητου φίλου: το ανθρώπινο σώμα είναι ταυτόσημο με την παρακμή. Ο έρωτας είναι αδύνατον να αναπτυχθεί πλήρως. Ο θάνατος γίνεται οικείος για να εξορκιστεί. Το μέλλον σχεδόν περιφρονείται. Το αισθηματοποιημένο παρελθόν λατρεύεται. Το αστικό τοπίο θριαμβεύει. Η φύση είναι απούσα. Ο κυνισμός και η αγριότητα είναι οι άλλες όψεις της τρυφερότητας που φοβάται μήπως πληγωθεί. Ο αναγνώστης θα βρει πολλά που απασχολούν και τον εαυτό του στο βιβλίο του Μαρκόπουλου και θα καταλήξει στο γιατί ο Γιάννης Βαρβέρης έχει αφήσει το στίγμα του και κατέχει περίοπτη θέση στην ποίησή μας.


Η ποίηση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Νατάσα και στον Ανδριανό. Η Νατάσα είναι η σύζυγος και ο Ανδριανός είναι ο γιος της, τον οποίο ο Παπαγεωργίου θεωρούσε γιο του, κάτι που τον έκανε ευτυχισμένο και το αισθανόταν μεγάλη του τιμή. Ο Παπαγεωργίου άρχισε να γράφει το 1966 με στέρεο στήριγμα την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη που τον αγαπούσε πολύ και είναι εμφανές στις τρεις πρώτες συλλογές του. Όπως συμβαίνει όμως, όταν ο ποιητής έχει ταλέντο, βρήκε τη δική του φωνή και κράτησε μέσα του τους μεγάλους προγόνους τους οποίους και σεβόταν και μνημόνευε. Μετά το Μυθιστόρημα του Σεφέρη ο Παπαγεωργίου θα απομακρυνθεί για να επανέλθει με τα Τρία Κρυφά Ποιήματα τελευταία συλλογή του μεγάλου μας νομπελίστα.
Ο Μαρκόπουλος θεωρεί ότι ο Παπαγεωργίου αποδεσμεύεται από τον μεγάλο δάσκαλο στη συλλογή Ιχνογραφία με καλύτερο ποίημα της συλλογής το «Οικογενειακό», τόσο για τη θεματική όσο και για την εκφραστική του πλευρά. Θα πρόσθετα ότι στοιχεία αυτού του ποιήματος- του διαμερισμού των ιματίων, οστών και παπουτσιών της θείας Μερόπης- θα ξαναδούμε και στις τελευταίες του συλλογές και ειδικά θα έλεγα στο Έκτακτο Δελτίο Καιρού, όπου τα τραγικό γεγονός της αυτοχειρίας της νεαρής Έλλης Παπαγεωργίου παρουσιάζει ομοιότητες με τον θάνατο της «θείας Μερόπης». Δύο γυναίκες της γενιάς του γκρεμίζονται από ψηλά. Της μιας τα οστά σκορπίζονται και γίνονται «κομπολόι για τον ηγούμενο», της άλλης σκορπίζονται τα δόντια. Ωστόσο, και πάλι τα δόντια επανέρχονται: «Θρονιάζεται η νύχτα στο δωμάτιο/ και σου μετράει τα δόντια της/ .../ Πώς άδειασε το στόμα μου απ’/ τα δόντια;». Τι μπορεί να σημαίνει αυτό, γιατί τόση επιμονή στα δόντια; Μήπως εδώ εμφιλοχωρεί η ελπίδα από εκείνα τα δόντια στο «Άγραφον» του Άγγελου Σικελιανού «λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου/.../ σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα!», ή μήπως πάλι και η απελπισία;
Ο Μαρκόπουλος σχολιάζει τα πρόσωπα και τα γεγονότα, ιστορικά και κοινωνικά, τα οποία φορτίστηκαν με τέτοιον τρόπο «ώστε συχνά να “εισχωρούν” ως αίσθηση στο χώρο του ονείρου ή στο μεταίχμιο, μεταξύ αυτού και της πραγματικότητας». Επισημαίνει, επίσης, ότι το κατέβασμα του ποιητή «εκεί που το εγώ του ανθρώπου ελευθερώνεται» τον επανασυνδέει με το όνειρο, τις παιδικές τραυματικές εμπειρίες και αναλαμβάνει να μιλήσει για την τραγική μοίρα του ανθρώπου. Εδώ και πάλι θα παρέμβω για να θυμίσω τις οφειλές των ποιητών μας στην παραδοσιακή μας ποίηση. Κι έσκυψα προς την ψυχή μου σαν στην άκρη πηγαδιού, λέει ο Παλαμάς και καταβυθίστηκε σαν σε βουλιαγμένο πλοίο ο Σικελιανός στην «Ιερά οδό» για να βρει την απάντηση στα γενικότερα προβλήματα του ευαίσθητου ανθρώπου. Ο Παπαγεωργίου ψάχνει μέσα του τη «φρέσκια, παρά το ότι έρχεται μέσα από τα βάθη των χρόνων, ξαναγεννημένη ακεραιότητα». Πίνει «νερό φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες» για να παραφράσω λίγο τον Οδυσσέα Ελύτη.
Η συλλογή Κάτω στον ύπνο, όσο και να φαίνεται σαν απόπειρα ενδοσκόπησης, σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι η καταγραφή του σημερινού κοινωνικού χώρου, τονίζει ο Μαρκόπουλος. Στη συλλογή Ραμμένο στόμα διακρίνει τον κίνδυνο της σιωπής και στην αδυναμία έκφρασης.
Σε συλλογές που θα ακολουθήσουν θα επισημάνει την πατρίδα στο ποίημα «4 Οκτωβρίου 1944», αλλού την αντιστοιχία σκέψης, αισθήματος και μνήμης, αλλού το μυστικό που κρύβεται στις τρεις ηλικίες του ανθρώπου –παιδική, εφηβεία, του άντρα που δεν αξιώθηκε να ανταποκριθεί στα επικρατούντα πρότυπα- ποίημα που ο μελετητής θεωρεί σπαρακτικό.
Αργότερα, στην Κλεμμένη ιστορία, το πέρασμα από τις δύο μήτρες, εκείνη από την οποία γεννήθηκε και η άλλη, όπου θα καταλήξει, θα τον απασχολήσει πολύ σοβαρά. Ο Μαρκόπουλος σημειώνει ότι το σώμα του ποιητή είναι «η φυλακή όλων των χαμένων ανθρώπων», των αγαπημένων του, «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας», λέει ο Σεφέρης, «πεθαμένων» λέει ο Παπαγεωργίου με τους δικούς του ποιητικούς τρόπους, εφόσον όπως ακριβώς καταγράφει ο Μαρκόπουλος «είναι η φύλαξη στη μνήμη όλων αυτών ακριβώς των αγαπημένων απόντων», η οποία τον προστατεύει αλλά και τον «φορτίζει με μια διάθεση νοσταλγική που του επιτρέπει λυρικά συναισθηματικά “ανοίγματα” σπάνιας πράγματι ποιότητας». Φυσικά θα παραθέσει και τα αντίστοιχα αποδεικτικά αποσπάσματα. Η Κλεμμένη Ιστορία είναι μια μακρά αφήγηση με αρχή, μέση, τέλος.
Το μαύρο κουμπί έρχεται να συνεχίσει την επικοινωνία με τους πεθαμένους του, τον χρόνο που εκείνοι επιλέγουν να εμφανιστούν και να συνομιλήσουν μαζί του (άλλο ένα σεφερικό δάνειο). Στη συλλογή Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, ο ποιητής καταργεί τη μορφή του ποιήματος· το κείμενο δεν έχει πουθενά κόμμα, είναι λουσμένο σε μια φαντασμαγορία χρωμάτων και μοιάζει με «άσκηση αναπνοής». Η φαντασμαγορία διακόπτεται από τη αυτοχειρία της ανιψιάς του της Έλλης, Έκτακτο δελτίο καιρού με εμφανή τα στοιχεία, όχι της φθοράς αλλά του διαβρωτικού πόνου της απώλειας. Τέλος, στο Σωσίβιο χώμα, έχει υποψιαστεί το δικό του τέλος, όπου ούτε η φθορά ούτε η απώλεια έχουν πλέον θέση αλλά «το βαρύ πένθος του παρόντος».
Ο Μαρκόπουλος χαρακτηρίζει την ποίηση του Παπαγεωργίου σαν «μια πόλη τεράστια, ένα κράτος, όπου παρά τον ζόφο και την λύπη που τη διακρίνει... υπάρχει σε κάθε γωνιά και από μια αστείρευτη πηγή· ένα βαθύ πηγάδι, από το οποίο αρδεύεται τόσο ο ίδιος, όσο και οι επισκέπτες του –αναγνώστες ...».


Αντώνης Φωστιέρης

Ο τρίτος στην παρέα, αλλά και τυχερός. Είναι ζωντανός. Παρά ταύτα και ο Φωστιέρης με τον θάνατο παλεύει, σαν τον Διγενή στα μαρμαρένια αλώνια, από τα δεκαοχτώ του χρόνια. Και ο Μαρκόπουλος αρχίζει με ένα ερώτημα που αφορά τον τίτλο της συλλογής Σκοτεινός έρωτας. Τι εννοεί ο ποιητής; Παραπέμπει στη σκοτεινή πλευρά του έρωτα ή υποδηλώνει τον έρωτα προς το σκοτεινό; Και κλίνει υπέρ της δεύτερης θέσης. Και για να τεκμηριώσει την άποψή του καταφεύγει στον Αίαντα του Σοφοκλή, με απόσπασμα από την τραγωδία όπου γίνεται λόγος για «σκότος», «φάος» και «έρεβος φαεινότατον». Ο Φωστιέρης, μας προετοιμάζει ο Μαρκόπουλος, είναι σκοτεινός στις προθέσεις του και με έναν κατάλογο από χαρακτηριστικά – αντιστροφές, αναγραμματισμούς, καρκινικές γραφές, ομοηχίες, διπλή σημασία λέξεων και άλλα- μας διδάσκει να τον διαβάζουμε έχοντας κατά νου ένα δεύτερο επίπεδο, έναν κρυφό υπαινιγμό, ένα μυστικό νόημα.
Υπάρχουν ιδέες που επανέρχονται, στίχοι που επαναλαμβάνονται από ποίημα σε ποίημα, παιχνίδι της λογικής με το παράλογο. Σε άλλη συλλογή κεντρικό πρόσωπο είναι ο διάβολος, ενώ τα ποιήματα κάνουν κύκλο γύρω του (Ο διάβολος τραγούδησε σωστά). Και ποιος είναι ο διάβολος; Το μη ον που αποκτά υπόσταση μέσω της ποίησης. Σταματώ στον στίχο «τα πράγματα γεννιούνται από τη λέξη τους» και σκέφτομαι εκείνο το εν αρχή ην ο Λόγος, και πως όταν ο Θεός έδινε ονόματα στα όντα, τότε τα όντα λάβαιναν υπόσταση. Γι’ αυτό, όταν χάνεται μια λέξη είναι σαν να πεθαίνει. (Κάπως έτσι θα πρέπει ένιωσε και ο Σικελιανός με τον Καζαντζάκη σε έναν χωράφι κάποτε, μπροστά σε ένα λουλούδι που δεν ήξεραν το όνομά του. Και έκλαιγαν γιατί είχε χαθεί μια λέξη).
«Ο χαμένος παράδεισος», λέει ο Μαρκόπουλος, «είναι ο παράδεισος της ενότητας και της μη αμφιβολίας…Ο χαμένος παράδεισος της γλώσσας είναι ο παράδεισος όπου ο λόγος υφίστατο σε μια αδιαίρετη και αδιάσπαστη ολότητα, ως λόγος επικοινωνιακός, φιλοσοφικός και ποιητικός μαζί… Ο ποιητικός λόγος ξεπήδησε από τη διάσπαση του αρχέγονου αυτού λόγου και συνεχίζει να λειτουργεί μέσα στους αιώνες, κυρίως ως έκφραση άρνησης του συγκεκριμένου και του απτού κόσμου» και αυτό μας οδηγεί ad hoc στον πλατωνικό μύθο, για την ολότητα της ψυχής που σχίστηκε, εξ αιτίας κάποιας αμαρτίας, στα δυο και πετάχτηκε στη γη. Έκτοτε το ένα μισό αναζητεί απελπισμένα το άλλο μισό. Όπως ο ποιητής αναζητεί την ποίηση, θα λέγαμε. Το ποιητικό παράθεμα απολύτως διευκρινιστικό και πειστικό στο βιβλίο του Μαρκόπουλου.
Τη συλλογή Το θα και το να του θανάτου, ο Μαρκόπουλος κρίνει ως ένα «από τα καλύτερα βιβλία του Φωστιέρη, και ότι ο ποιητής μπαίνει σε μια ποίηση «μεγάλων ερωτημάτων», «βαθιάς οντολογικής προσέγγισης», με την ανθρώπινη παρουσία «να περιβάλλεται από έναν ωκεανό ανυπαρξίας», ενώ η ποίηση αποτελεί «έναν τρόπο ανάγνωσης». Στη συλλογή επισημαίνονται ανταποκρίσεις με την ποίηση των Σολωμού, Μαλλαρμέ, Καρυωτάκη, Μαβίλη, Καβάφη, Μπωντλαίρ και Καρτέσιου:

—Δεν σκέφτομαι – άρα υπάρχω» / αστράφτοντας/ καρφώθηκε στη σκέψη μου/ η σκέψη

Και είναι πολλά αυτά που ανακαλύπτει ο Μαρκόπουλος, όπως το «μόρσιμον», το «mors» και «morse», όπου η συνήχηση των λέξεων και στα ελληνικά και στα λατινικά και στα αγγλικά στέλνει μήνυμα και ο νοών νοείτω.
Στην επόμενη συλλογή του ο Φωστιέρης επεκτείνει τη θεματική του με στοιχεία από τη φιλοσοφία αλλά και την επιστήμη και μάλιστα την κβαντομηχανική, όπου η ύλη αποτελείται από πρωτόνια, ηλεκτρόνια, νετρόνια και κενό, άρα και οι άνθρωποι από κενό ή από όνειρα, κατά τη ρήση του Σαίξπηρ, δηλαδή από το Τίποτα. Το Τίποτα, η φενάκη που μεταμφιέζει το μηδέν/ Το πουθενά/ Και το ποτέ /Σε κόσμο. Και το ενδιαφέρον που επισημαίνει ο Μαρκόπουλος είναι το ότι ο λόγος του Φωστιέρη είναι ποιητικός. όπως και των αρχαίων φυσικών φιλοσόφων. Και καταλήγει πως όλα είναι μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο είναι και μη- είναι, στο Τώρα και στο Πάντα, στο φανερό και στο αφανές. Οι ποιητές, μας, το τονίζει, έχουν να αντιμετωπίσουν δύο προκλήσεις. Την γνώση του όντος και την αναδόμησή του, την ανατροπή του.
Η μελέτη είναι μεγάλη και πυκνή και πολύ ενδιαφέρουσα, απαιτεί απαιτητικό επαρκή αναγνώστη για να ανακαλύψει τα μυστικά του Φωστιέρη, να επισημάνει τις αντιστοιχίες με άλλους ποιητές, αρχαίους και νέους. Αλλά και τεχνοτροπικά. Μια ποικιλία μορφών, παραδοσιακή γραφή και ελεύθερος στίχος, ένα «κρυφό σονέτο» π.χ.. Κι ακόμα, ποιήματα ποιητικής, διαρκής αγωνία του για την καταγωγή και την κατάληξη της ποίησης. Και ο θάνατος πάντα στο κέντρο, όπως και η γνώση ότι όλα όσα κι αν γράφει θα καταλήξουν «Στην τεφροδόχο / Ενός βιβλίου».

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος δεν είναι μια «φυλακή» αγαπημένων φίλων, είναι ένα θησαυροφυλάκιο, μεστό από θησαυρούς, τους οποίους μέσα από τη δική του μελέτη, αγάπη και ευαισθησία, γνώση και εμπειρία μας αποκαλύπτει. Γιατί, ως «ραβδοσκόπος», όπως αποκαλεί ο Σεφέρης τον κριτικό, μας δανείζει τα όπλα του για να μάθουμε, να δούμε, να αισθανθούμε τι κρύβουν στην ψυχή τους οι άλλοι. Μας βάζει στο εργαστήρι του, μας κάνει κοινωνούς της δικής του ευαισθησίας. Μας δείχνει πώς να βλέπουμε πέρα από τα φαινόμενα και να ακούμε πέρα από τα ηχηρά, πώς να μπαίνουμε στη σκοτεινή σπηλιά αναζητώντας το άγνωστο.

Για την ποίησή του, αλλά και για τη γενναία ματιά του, τον ευγνωμονούμε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: